Από τον ηρωικό αγώνα των Κασίων, όταν η πατρίδα τους καταλήφθηκε από τον Τουρκοαιγυπτιακό Στόλο

Από τον ηρωικό αγώνα των Κασίων, όταν η πατρίδα τους καταλήφθηκε από τον Τουρκοαιγυπτιακό Στόλο

Η ιστορία του 18χρονου ήρωα Δημητρίου Γ. Νικολάντου

Γραφέν υπό του Νικολάου Μαυρή

Ο ποιητής Γεώργιος Στρατήγης(1), εξυμνών εις τον «Ματρόζον» του, τους αγνώστους ήρωας της Ελληνικής Επαναστάσεως γράφει, απευθυνόμενος προς την Ελλάδα(2):
Είχες αστέρια ολόλαμπρα
στον ουρανό σου κι άλλα
μα κείνα που δεν έλαμψαν
ήσανε πειό μεγάλα

Αφού έγραψαν με το δαυλό
την Ιστορία μόνοι
χωρίς γι’ αυτούς τους ήρωας
μια λέξη αυτή να πη,
με την πληγή των στον Σταυρό
ατίμητο γαλόνι
άλλοι… στα δίχτυα γύρισαν
και άλλοι στο κουπί

Πράγματι αν εις τον «ουρανό» της Ελλάδος εφωτοβόλει μέγας αριθμός αστέρων, πολλοί αστέρες, των οποίων όχι ολίγοι πρώτου μεγέθους, δεν έλαμψαν δυστυχώς και η Ιστορία αντιπαρήλθε σιγώσα προ αυτών.
Όσα, όμως, κατορθώματα διαφόρων ηρώων διέσωσεν η παράδοσις έπρεπε να ίδωσι της δημοσιότητος το φως, ίνα εισέλθουν και αυτοί εν τω Ελληνικώ Πανθέω, όπου δικαιωματικώς έχουσι θέσιν.

Εξ αυτής της σκέψεως ορμώμενοι και διά να ανταποκριθώμεν εις την ευγενή πρόσκλησιν του φίλου εκδότου(3) του παρόντος, παραδίδομεν εις την δημοσιότητα το κατωτέρω επεισόδιον, το επισυμβάν κατά την άλωσιν της Κάσου (26 Μαΐου 1824) υπό του Τουρκοαιγυπτιακού Στόλου.

Την αφήγησιν του επεισοδίου τούτου οφείλομεν εις την ευγενή καλωσύνην του καλού φίλου και ενθέρμου πατριώτου Χαρ. Γιανναγά όπως την αφηγήθη εις αυτόν ο συμπέθερος αυτού Δημήτριος Γ. Νικολάντος ή Διακοδημήτρης.
Την εξιστόρησιν παραδίδομεν όπως ακριβώς την παρελάβομεν, σεβόμενοι και αυτούς τους περιεχομένους ιδιωματισμούς· επεξηγούμεν μόνον τας δυσνοήτους λέξεις.

«Αρχηγός ήταν ο πλοίαρχος Διακομάρκος Γ. Μαλλιαράκης. Ούλοι οι εκλεχτοί στην ανδρεία εκρατούσαν τες Τάπιες(4). Στο μέρος που λέμε «Κατάρτι(5)» ευρίσκετο ο πατέρας μου Γεώργιος Δ. Νικολάντος με άλλους πολλούς συμπατριώτες και εφύλαγαν τον εχθρόν, όταν θα επλησίαζε να του βαρούν. Πάντα απετύγχανε ο εχθρός και ήταν ούλοι βάσιμοι πως (δ)εν θα επατιέτο(6) το νησί μας.
Η μητέρα μου και οι άλλες γυναίκες εμαγείρευαν και επέρναμεν τα φαγιά εμείς στις Τάπιες.
Όταν, όμως, εφαίνετον ο Στόλος, εμείς οι κοπελλιάροι(7)-εγώ ήμουνα τότε 18 χρονών-εκουβαλούσαμε μπαρούτι και μπάλλες για τα κανόνια.

Ένας Κρητικός καπετάνιος πούτυχε να βρίσκεται στην Κάσο, όταν ήρθε ο Στόλος είπε στο Διακομάρκο ότι πρέπει να υπάρχη και περίπολος να πη(γ)αίνη από την μιαν Τάπια στην άλλη. Ο αρχηγός δεν το εδέχτηκε.
Του Φίλου ο γυιός έπιασε και γέμισε το Κανόνι του μπάλλες και μπαρούτι και διέταξε τον κόσμο ναπομακρύνη· και τότες εκαβαλίκεψε το κανόνι και είπε:
“Πρέπει ναποθάνω πριν ’(δ)ω το σπαραγμό της Πατρίδας μου”.

Ο Στόλος ήταν τότε στο μέσον Καταρτιού και Αρμάθια(8) και αφού τον ζεύγησε(9), με το αποάβλι(10) έδωκε φωδιά και το Κανόνι έγινε θρύψαλλα, του δε Φίλου του γυιού το μεγαλείτερο κομμάτι του έγινε σαν ταυτί του. Εχτύπησεν, όμως, και μιας φρεγάδας, της μεγαλύτερης, και την ερυμούλκησαν τέσσαρα άλλα πλοία και την μεταφέρανε στο τρίστομο της Καρπάθου(11), όπου και την εδιώρθωσαν αργότερα.

Τότες ο κόσμος αμφέβαλλε πειά με τα λεγόμενα του Κρητικού και με τον θάνατον του Φίλου του γυιού, ότι θάντεχαν να μην ξεμπαρκάρη ο Τούρκος και έτσι αποφάσισαν να στείλουν τις οικογένειές των στις κρυφτές(12).
Πράγματι αυτό έγινεν. Τότε απόσπασαν πολλούς γυιούς από τες τάπιες και έβαλαν σε κάθε μια κρυφτήν από δύο νέους να φέρνουν νερό στες γυναίκες και στους γέρους πούταν στις κρυφτές. Στου «Τρούσσουλα» την κρυφτήν έστειλαν εμένα και τον Νικόλα του Γιώργη.

Μια πρωινήν, εβγήκαμε και οι δυό με τα τουλούμια να πα να φέρωμε νερό, θάταν 3 από τα μεσάνυχτα, πριν ξυπνήση ο κόσμος  και ζητήξει νερό. Έξαφνα μας επαρουσιάσθηκε ένα μπαϊράκι(13) Τούρκοι και μας εκυνήγησαν, εμείς ετρέχαμε, αφού πετάξαμε τα τουλούμια(14).
Μπροστά ο Νικόλας και ’γω από πίσω· άξαφνα θωρώ τον Νικόλα και έπεσε κάτω σκοτωμένος· πέρασα από πάνω του.

Εγώ έτρεχα, οι μπάλλες εσφούριζαν δεξιά και ζερβιά(15) μου. Όταν έφθασα πειά κοντά στο περιγιάλι μου ήρθε μια μπάλλα στο ζερβό μου νώμο. Τότες εγώ ελι(π)οθύμησα γιατί έχανα πολύν αίμα· έπεσα ο μισός μέσα στην θάλασσα και εξελι(π)οθύμησα.
Εσκέβγουμουν, όμως, πως οι Τούρκοι ήταν κοντά μου και δεν το κούνησα από τη θέσι μου.

Άκουσα που ’μιλούσαν και με τα μάγδια μου μοράνοια(16) τους έβλεπα. Και άλλοι ’μείναν στου Νικόλα και άλλοι ήρκουντο σε μένα. Ήξευρα πως εκόβγασι τα’ αυτχιά(17) αλλά τία να κάμω; Απεφάσισα ναντέξω να μου κόψουν τα’ αυτχιά μου παρά να με σκοτώσουν. Ήρτασι το λοιπό και μου κόψασι σ’ αυτχιά μου και ύστερα με τις κλωσσές και με τα κοντάκια με σπρώξασι στη θάλασσα και καλά, δηλαδή, για να με φαν τα ψάργια. Αλλά εγώ, όμως, ευρέθηκα ανάσκελα με τα χέργια αποκάτω, ήσπρωχνα σι(γ)ανά- σι(γ)ανά και άνοι(γ)α(18).

Ύστερα, όμως, εμετανιώσαν οι Τούρκοι και ηθέλαν να με σερκάρουν(19) για παρά(δ)ες, αλλά εγώ είχα ανοίξει στα βαθ(υ)ά και ο Τούρκος πούθελε να με σερκάρη επερπάτησε μες στην θάλασσα και εβράχη και μού(δ)ωκε μια με το κοντάκι εις τον κούκκουα(20) και επή(γ)α πειό όξω. Ύστερα ήβγεν όξω αυτός και με έβριζε και με πετρο(β)ολούσε. Εγώ ’μιλιά, εσιώπων, μόνον ήλαμνα από κάτω με τα χέρια μου ώστε που ’λάργαρα(21) μια τουφεκιά και ύστερα (γ)υρίζω και παίζω ένα βουτύδι 3 λεπτά αναπνιά(22) και να βγω να πάρω την αναπνιά μου, και πάλι το ίδιο, ώστε που πέφτασιν οι μπάλλες καμμιά εικοσαριά οργές αλάργα μου. Εγώ μουν ψάρι του πελάου στο κουλούμπι. Τέλος αυτοί εφύ(γ)ασι και γω τράβηξα κατά τον Τρούσσουλα, αλλά ο ζερβός μου νώμος και τα’ αυτχιά μου με πονούσανε τρομερά.

Τέλος με την δεξιά μου τη βάντα(23) και ανάσκελα έφτασα κακώς έχοντα, στον Τρούσσουλα.
Ότι-μόλις που ετοιμαζόμουν να ρίξω τα χέργια μου στη στεργιά, έξαφνα να σου από μέσα από τη θάλασσα μια κεφαλή. Εγώ εφοβήθηκα πως ήταν φώκια. Αλλά (δ)εν ήταν. Ήταν ο Παπά Μανώλης του Διακο-Κανάκη. (Δ)Εν μ’ εγνώρισε και τούπα μποιος ήμουν και τα τρέξαντα. Τότες λοιπό μούπε μπιάς(ε) την αναπνιά σου και (β)ούτα. Και βρέθηκα σε κάμαρα.

Ενέ(β)ημε ’πάνω λί(γ)ο και έμπιασε με το ποκάμισό του και μούδεσε τον ώμο και τα’ αυτχιά μου και μούπε να μην ειπώ τίποτα μόνο πως ήπεσα και (β)άρηκα(24) και πως ο Νικόλας του Γιώργου επήρεν άλλο δρόμο γιατί οι Τούρκοι μας εκυνη(γ)ούσαν. Πού βρέθηκα θαρρείτε; Στην χώστρα μας μέσα.
Μαγώ ’ξερα την τρύπα την επάνω της στεργιάς, δεν ήξερα της θάλασσας. Έτσι εδιαδόθηκε μέσα στη χώστρα πως εξεμπαρκάραν οι Τούρκοι, και ήβλεπες μιαν άκρα ησυχία, για να μην τυχόν και ακούσουν οι Τούρκοι που περιεφέροντο απέξω.

Τα παιδιά που κλαίασιν τους εβάλλαν μαντίλια στο στόμα(25). Ύστερ’ από λί(γ)ες ημέρες εγύριζαν και χτυπούσαν τσαμπάλι(26) που τους εβάλασιν οι Τούρκοι και εφωνάζασι «Ξεκρυφτείτε και προσκυνήσατε». Εξεκρύφτημε και τία να (δ)ούμε; Σκοτωμένους εγιά (27) σκλά(β)ους εκεί (δ)α. όποιοι είχασι παρά(δ)ες εξεσκλα(β)ώνασι τους ε(δ)κούς των. Όποιοι δεν είχασι, τους επέρνασι μαζί τως(28). Άμα εφύ(γ)ασιν οι Τούρκοι, όποιοι ’πομείναν επή(γ)ασιν άλλοι στην Πιο(29) άλλοι στην Μήλο και άλλοι στην Αξιά. Εγώ τώπιασα μεράκι για τα’ αυτχιά μου και επάρκαρα με τα καράβια. Και μια βολά που περνούσαμε από την Οντέσσα(30) εξεμπάρκαρα.

Οι Έλληνες και οι Ρούσσοι πούταν εκεί σαν εί(δ)ασιν τα’ αυτχιά μου κομμένα με πήρανε για εθνομάρτυρα και η Ρουσσική Κυβέρνησις με υπερασπίσθηκε και μέκαμε υπήκοο Ρώσσο και μού(δ)ωκε δωρεά την άδεια να κάμω τον μεσίτη, γιατί ήξερα καλά γραμματάκια, αναλόγως εκείνο τον καιρό.
Ύστερα μ’ εζήτησε γραμπρό του ο αγωνιστής Μανώλης του Μανιά και έτσι γύρισα στην Κάσο και ’παντρεύτηκα(31)

Ο επίλογος(32)
Μετά έτη εις οικογενειακόν γεύμα, όπου γέρων τότε ο ήρως μας, παρίστατο με πολλά μέλη της οικογενείας του και μετά το πέρας του οποίου ήρχισαν να άδωνται δίστιχα-μαντινά(δ)ες, όπως λέγονται εν Κάσω από το Ενετικόν matinada, υπό των παρισταμένων, ο μόνος σιωπών ήτο ο γέρων. Τότε ο γαμπρός του τη συνοδεία της λύρας και τσαμπούνας ετραγούδησεν αυτοσχεδιάζων.
Γαμπρός: Ζητώ συγγνώμην πεθερέ
που θε να τραγουδήσω
κάτι από διάστημα
ήθελα να ρωτήσω
Πεθερός: Έχεις γαμπρέ την άδεια
τι θέλεις να ρωτήσης,
και ήκαμες τόσο διάστημα
για να τ’ αποφασίσης

Γαμπρός: Να σε ρωτήσω ήθελα
α(ν) σε πονεί η καρδιά σου
όπου οι Τούρκοι σούκοψαν,
ω πεθερέ τα’ αυτχιά σου

Πεθερός: Αν ήκλεβα για σκότωνα
και εκόβγασι τα αυτχιά μου
θα με πονούσε βέβαια
γαμπρέ μου η καρδιά μου

Αλλά για την Ελευτεριά
εκόψασι τα’ αυτχιά μου
και καύχημα να τώχετε
και γκόνια και παιδιά μου

Γιατί να με πονή η καρδιά
που λείπουσι τ’ αυτχιά μου
ποιος έχει έτσι παράσημα
ωσάν και τα ’(δ)ικά μου;

Το Έθνος βλέπω ’λεύτερο
και χαίρεται η καρδιά μου
και θα ’ποθάνω ευτυχής
αγαπητά παιδιά μου!..
Αθήναν εί(δ)α λεύτερη.
Όχι την Γκρέσσιαν(33) όλη.
Σε σας παιδιά μου εύχομαι
να  (δ)ήτε και την Μπόλη!..

Ζάγαζικ Νοέμβριος 1926
Δρ Ν. ΜΑΥΡΗΣ

* Ο Νικόλαος Μαυρής γεννήθηκε στο Ζαγαζίκ της Αιγύπτου το 1899 και πέθανε στην Αθήνα στις 3 Νοεμβρίου 1978. Αγωνιστής, αφιέρωσε τη ζωή του στον αγώνα για την Απελευθέρωση της Δωδεκανήσου. Πρώτος Γενικός Διοικητής Δωδεκανήσου, βουλευτής Δωδεκανήσου. Η επιμέλεια του κειμένου  έγινε από τον Κώστα Τσαλαχούρη, δημοσιογράφο και ιστορικό ερευνητή. Βρίσκεται στα κείμενα του σε σκληρούς εξωτερικούς δίσκους.

ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ
1. Γεννήθηκε στις Σπέτσες (1860-1938), δικηγόρος, ποιητής, θεατρικός συγγραφέας.
2. Δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα «Δωδεκάνησος», Αλεξάνδρεια στις 22 Ιανουαρίου 1927, σελίδα 1η. Σημειώνει επίσης «Από το κυκλοφορήσαν «Δωδεκανησιακόν Ημερολόγιον»(1924-1932).
3. Παντελής Καστρουνής (1896-1953).
4. Προμαχώνες, προπύργια.

5. Βόρεια πλευρά του νησιού
6. κατελαμβάνετο, καταλαμβανόταν..
7. Έφηβοι.
8. Νησίδα
9. Έθεσε ως στόχο
10. Έναυσμα

11. Μικρός παραθαλάσσιος εποχικά κατοικούμενος οικισμός στη Βόρεια Κάρπαθο.
12. Κρύπτες. Ως γνωστόν η άλωσις της Κάσου εγένετο τη βοηθεία προδότου, ονομαζομένου Ζαχαρία, όστις κατά νύκτα τινά ωδήγησε εις απόκρημνον και αφρούρητον μέρος της νήσου τους Τούρκους
13. Ομάδα
14. Ασκί από δέρμα
15. Αριστερά

16. Ημιανοικτά.
17. Είναι γνωστόν ότι οι επικεφαλής του αποβιβασθέντος στρατού Τούρκοι αξιωματικοί, υπεσχέθησαν χρηματικόν δώρον εις τους στρατιώτας των, ανάλογον με τον αριθμόν των υπ’ αυτών φονευθησομένων Ελλήνων. Προς απόδειξιν δε του ακριβούς αριθμού τούτου, ώφειλον μα φέρωσι τα ώτα των φονευθέντων, εκ του αριθμού των οποίων και θα εκανονίζετο και το δώρον.
18. ηνοίγετο προς το πέλαγος.
19. Ερευνήσουν
20. Λαγώνα (έτσι το γράφει).

21. Απομακρύνθηκα
22. Εκράτησε τρία λεπτά την αναπνοή του.
23. Πλευρά.
24. Εκτύπησα.
25. Είναι επίσης γνωστόν ότι μητέρες προσέφερον μόναι των τα βρέφη διά να σφαγώσιν, ίνα μη διά των κλαυθμηρισμών αυτών οδηγούμενοι οι Τούρκοι ανακαλύψωσι τας κρύπτας αυτών, σώζωντα δια της γενναίας αυταπαρνήσεώς των την τιμήν των παρθένων και την ζωήν των γερόντων.

26. Κώδωνες.
27. Εδώ δα.
28. Τους ελάμβανον μεθ’ εαυτών εις Αίγυπτον όπου και επωλούντο ως ανδράποδα
29. Ίον

30. Οδησσό.
31. Εδώ τελειώνει η διήγησις του ιδίου. Θέλετε και τον επίλογον; Ιδού αυτός…
32. Και ο επίλογος οφείλεται στην αφήγησιν του ιδίου Γιανναγά.
33. Ελλάδα.

Κάσος

Κάσος
Κάσος

Κάσος
Κάσος Η Μπούκα

Κάσος Η Μπούκα
Κάσος, Φρυ

Κάσος, Φρυ
Νικόλαος Μαυρής, 1948

Νικόλαος Μαυρής, 1948