Ἡσαΐας Νουάρος (1874-1878) Πνευματικός τῆς Μεγάλης τοῦ Χριστοῦ Ἐκκλησίας

Ἡσαΐας Νουάρος (1874-1878) Πνευματικός τῆς Μεγάλης τοῦ Χριστοῦ Ἐκκλησίας

Ἡσαΐας γεννήθηκε τό 1805 στόν Ὄλυμπο τῆς Καρπάθου καί ἦταν γιός τοῦ Ἱερέως τῆς Κοινότητας παπα-Γεωργίου Νουάρου. Τό 1827 στήν γενέτειρά του ἐχειροτονήθη Διάκονος καί λίγα χρόνια ἀργότερα Πρεσβύτερος, λαβών καί τό ὀφφίκιο τοῦ Ἀρχιμανδρίτη.

Ὁ μεγάλος Συμαῖος ἱστοριοδίφης καί πρῶτος περί τῆς Μονῆς Πανορμίτου συγγράψας τό ἔτος 1911, ἀείμνηστος Δημοσθένης Χαβιαρᾶς, ὑπερβαλόντως ἐπισημαίνει τήν ἀγαθότητα καί τήν πραότητά του. Οἱ ξεχωριστές αὐτές ἀρετές, τόν ἔκαναν γνωστό στήν Κωνσταντινούπολη, ὅπου καί διορίσθη τό ἔτος 1848 ἀπό τόν Πατριάρχη Ἄνθιμο τόν ΣΤ΄ ὡς Ἐφημέριος τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου.

Ἐν συνεχείᾳ ὁ ἴδιος Πατριάρχης ἐκτιμῶντας τόν σπάνιο καί ἐνάρετο χαρακτῆρα τοῦ κληρικοῦ του, ἐπέδωσε σ’ αὐτόν τό Ἐνταλτήριο τῆς πνευματικῆς πατρότητος, καί τόν ἐξύψωσε σέ Πνευματικό τῆς Μεγάλης τοῦ Χριστοῦ Ἐκκλησίας.

Ἐκεῖ πέραν τῆς καθημερινῆς Θ. Λειτουργίας, πού ἀδιαλείπτως τελοῦσε εἰς τόν πάνσεπτο Πατριαρχικό Ναό, διακόνησε θεοφιλῶς τό ἱ. Μυστήριο τῆς Ἐξομολογήσεως. Ὑπό τό Ἐπιτραχήλιο τοῦ μεγαλόψυχου καί πράου ἱερωμένου, προσέρχονταν πλήθη πιστῶν, οἱ ὁποῖοι ἀναπαύονταν μέ τίς θεοπειθεῖς προσευχές καί τίς εὔστοχες ποιμαντικές κατευθύνσεις πού ἔδινε γιά τήν κάθε περίπτωση.

Ὁ ἀοίδιμος Γέρων τοιουτοτρόπως κατεστάθη ἐπί ἕνα τέταρτο τοῦ αἰῶνα γιά τούς χριστιανούς τῆς Πόλης φάρος ἀειφεγγής καί λύχνος ἀείφωτος. Τό ἔτος 1874 κεκοπιακώς ἀπό τόν ὑπερβολικό κάματο τῆς νυχθημεροῦς Ἱερατικῆς του Διακονίας καί προφανῶς ἀποδυναμωμένος λόγῳ τῆς προχωρημένης του ἡλικίας, πόθησε τήν κατά Θεόν ἡσυχία, τήν ὁποία καί εὑρῆκε στό ἀπάνεμο λιμάνι τοῦ Πανορμίτη.

Ἅμα τῇ ἀφίξει του στή Μονή, οἱ Πατέρες καί οἱ Συμαίοι Δημογέροντες, πληροφορημένοι γιά τήν ἔξωθεν καλή μαρτυρία πού προηγεῖτο τῆς ἀφίξεώς του, ἀναγνώρισαν στό πρόσωπό του τόν ἄξιο, ἀνιδιοτελῆ καί ἐνάρετο Κληρικό, καί ἀνεπιφύλακτα τοῦ ἐμπιστεύτηκαν τήν Ἡγουμενεία τῆς Μονῆς, τήν ὁποία καίτοι ὑπέργηρος ἀνέλαβε, ἐπί τετραετίᾳ. Παράλληλα ἡ Ἐκκλησιαστική του Διακονία διακρίθηκε γιά τίς ἄοκνες μέριμνες καί φροντίδες, πού στόχο εἶχαν τήν συνεχῆ ἀνάπτυξη καί πρόοδο τῆς σεβασμίας Μονῆς τοῦ Παμμεγίστου Ἀρχαγγέλου.

Στήν Βιβλιοθήκη τῆς Μονῆς διασώζονται ἀρκετά προσωπικά του βιβλία πού φέρουν τήν ἰδιόχειρη ὑπογραφή του καί μαρτυροῦν προσωπικότητα ὁλοκληρωμένη, ἀρτίας μορφώσεως, ἔστω κι ἀν ἐστερεῖτο τίτλων ἀνωτέρων σπουδῶν τῆς ἐποχῆς του.

Σημειώνεται δέ, ὅτι βασικά γενεαλογικά στοιχεῖα ἄγνωστα πρό ἐτῶν περί τοῦ μακαριστοῦ Ἡγουμένου Ἡσαῒα, ὅπως τό ἐπώνυμό του καί τό ἔτος γεννήσεως καί εἰσόδου του στήν ἱερωσύνη, ἦλθαν στό φῶς πρόσφατα ἀπό τόν κ. Γεώργιο Τσαμπανάκη ἱστορικό ἐρευνητῆ ἐκ Καρπάθου ἀπόγονο τῆς οἰκογενείας Νουάρου, κατόπιν πολυετοῦς ἐρεύνης του καί ἀνακοινώθηκαν ἀπ’ τόν ἴδιο σέ Ἡμερίδα πού ἔλαβε χῶρα στήν Ἱ. Μονή Πανορμίτου (5-9-2010) μέ θέμα τό Πρόσωπο τοῦ Ἡγουμένου αὐτοῦ.

Ἀπό τήν ἐπίσημη ἱστοσελίδα τῆς Ἱερᾶς Μονῆς Πανορμίτου, ἐκφράζουμε θερμές εὐχαριστίες στόν κ. Τσαμπανάκη καί τόν συγχαίρουμε ὁλοψύχως γιά τήν σημαντικότατη συμβολή του στόν τομέα τῶν Καρπαθιακῶν Γραμμάτων καί μελετῶν.

πηγή panormitisymis.gr