Κουβέντα δεν έπαιρνες για τη μαύρη ζωή μέσα στις μίνες, από τον Χατζηνικόλα. Σπάνια έδινε σημασία στις φήμες και τις απόριες, για τις επιθέσεις που έζησε στις στοές των ορυχείων από κουκουλοφόρους ρατσιστές. Ούτε τον ένοιαζε να παινέψει την Αμερική, που τακτικά έλεγε πως είναι άτιμο σκορποχώρι κι ας τάϊσε ολάκερη τη φαμίλια του στα πιο δύσκολα χρόνια.
του Μανώλη Δημελλά
Μόνο καμιά φορά, όταν ξέπλυνε στο κάτω νερό τα χέρια του, το έκανε σαν αφιονισμένος, με τέτοια μανία, σα να πάλευε να βγάλει, να τραβήξει όλο το δέρμα από πάνω του. Έλεγε πως ξεχνιόταν, ακόμη ένιωθε τη μουτζούρα να χώνεται και να μαυρίζει τα σωθικά, να φτάνει στα κατάβαθα της ψυχής του και να την αφανίζει.
Αυτός ο Καρπάθιος μετανάστης βρέθηκε στη Γιούτα της Αμερικής κάπου από τις αρχές του εικοστού αιώνα, γύρισε στο νησί λίγο πριν το 1915 για να παντρευτεί τη πιο ξεχωριστή, την ακούραστη μοδιστρούλα του χωριού, τη Χρυσή.
Στις Μενετές άνοιξε ένα μικρό μαγαζάκι, ένα μικρό μπακαλικάκι, που ήταν επίσης καφενείο έκανε και τον μπαρμπέρη.
Δεν τον είχαν για μεγάλες προκοπές τον Χατζηνικόλα, έλεγαν μάλιστα πως αν του ζητήσεις να σου ψήσει καφέ θα βάλει φωτιά σε εφημερίδες και εκεί επάνω θα ακουμπήσει το μπακιρένιο μπρίκι.
Γεννήθηκε προικισμένος, ένας κανακάρης, όμως ξέπεσε πάνω του η κατάρα της ορφάνιας.
Ξέμεινε μοναχός, ανιδιοτέλεια κι αγάπες δεν χωράνε στα ξένα χέρια, γλυστρούν σα τα ψάρια, έτσι ξέφυγαν και πέταξαν τα κτήματα από το όνομα της γενιάς του. Είχε όμως μια ξεχωριστή χάρη, από κείνες που παραμένουν μέσα στη ζωή, ακόμη κι αν τα πρόσωπα που τις κρατούν δώσουν μια και τραβήξουν για άλλα σκοτεινά και παγωμένα μέρη.
Ήταν έξυπνος, πολυλογάς και μεγάλο πειραχτήρι ο Χατζηνικόλας, δεν άφηνε άνθρωπο να περάσει από το καφενεάκι του και να μην αστειευτεί μαζί του. Κι αν έβρισκε και κανέναν λιγουλάκι χλωρό, τότε πια η καζούρα δεν είχε σταματημό.
Ένας συντοπίτης Μενετιάτης, από κείνους που δεν τα έχουν ούτε τριακόσια δράμια, έφερνε στο μαγαζί τακτικά τα απαραίτητα κάρβουνα. Περνούσε έπειτα στο τέλος του μήνα και βάζανε κάτω τα χρωστούμενα.
Ο Χατζηνικόλας αρπούσε το μολύβι και ένα χασαπόχαρτο, ξεκινούσε να λογαριάσει το χρέος, που είχε στον κακόμοιρο καρβουνιάρη. Ακριβώς εκείνη τη στιγμή μαζευόταν ένα τσούρμο, όλη η μαρίδα, παρακολουθούσε τη μαεστριά του στο δούλεμα που έμοιαζε καλοδουλεμένο εργόχειρο.
Χρωστούσε 25 φράγκα και φρόντιζε να βγάλει χρέος στο καρβουνιάρη, τόσο ώστε να πει ευχαριστώ και να φύγει με τις τσέπες αδειανές. Έγραφε λοιπόν στο χαρτί, μια φορά επέρασες και δεν κέρασες την παρέα σου που γλεντοκόπα, σε χρέωσα 5 φράγκα. Άλλη μια πέρασες απ΄ έξω και δεν σταμάτησες για να πιείς καφέ, άρα μου χρωστάς άλλα 5 φράγκα, κι ακόμη μια ξαναπέρασες και ήσουνα ακούρευτος, όμως δεν σταμάτησες να σου κόψω τα μαλλιά. Προχθές πέρασες αξύριστος, στο σύνολο έφτασες να χρωστάς 15 φράγκα. Και σήμερα που ήρθες να λογαριαστούμε είσαι ξυρισμένος και κουρεμένος, ενώ είχαμε ραντεβού για να σε πληρώσω. Είμαστε λοιπόν πάτσι, εσύ έφερες τα κάρβουνα και εγώ μπορούσα να σε φροντίσω, όμως είναι σαν να το έχω κάνει.
Στο τέλος σαστισμένος ο καρβουνιάρης έλεγε χίλια ευχαριστώ και έκανε να φύγει. Τότε μονάχα ο Χατζηνικόλας άνοιγε τον μπεζαχτά, το συρτάρι με το μαϊδί και πλήρωνε στο ακέραιο το χρέος του. Γιατί ο Χατζηνικόλας ήταν περήφανος κι είχε να κάμει με το καθαρό πρόσωπο.
Ο αείμνηστος Αριστείδης Παπουτσάκης δεν τον ξεχνούσε, πιτσιρίκος εκείνα τα χρόνια, άλεθε με το χειρόμυλο καφέ, για αυτόν τον καφετζή. Δε ξέχασε το λουκουμάκι που έπαιρνε για πληρωμή και τη ασταμάτητη καζούρα, που έκανε στους πελάτες ο ενοικιαστής στο καφενείο του Μπέριου.
Ο Αριστείδης έχει τη δική του άποψη για το παρατσούκλι ο “μαχαίρας”. Στην πίσω πλευρά του χωριού, πριν την Αγία Τριάδα, υπήρχε ένας φούρνο και πάνω από ένα δωμάτιο του είχε μια σουβλερή πέτρα, που έμοιαζε με μεγάλο μαχαίρι. Εκεί καθόταν συχνά ο Χατζηνικόλας και από τότε πήρε αυτό το παράνομα.
Ο Μαχαίρας, δεν τα έφερνε βόλτα με το μαγαζάκι του, εκείνα τα χρόνια οι Μενετές είχαν περισσότερα από 15 καφενεία. Η γυναίκα του, η Χρυσούλα, όσο κι αν έδενε τα λευκά χεράκια της με κουβαρίστρες και βελόνια, όλο το χωριό έραβε η χρυσοχέρα, δεν έφταναν για να ταϊσουν τέσσερα στόματα, που να σκεφτούν και τα γαμπρίκια που ήταν απαραίτητα όταν θα έφτανε η ώρα για αιώνιους όρκους και βέρες στα χέρια των κοριτσιών τους.
Ξαναέφυγε για τα ορυχεία της Γιούτας. Δεν απέμεινε όμως τίποτε από τη ζωή του στην Αμερική, μοναχά ένα χρυσό ρολόϊ και κάνα δυό ντεμοντέ, χοντροκομμένες γραβάτες, που κατέληξαν στα σκουπίδια πριν καν έρθει η απελευθέρωση της Καρπάθου.
Αυτό, το δεύτερο ταξίδι έμελλε να οδηγήσει το Μαχαίρα προς το τέλος του. Ανάσες δίχως αέρας, γέμιζε τα πνεμόνια του μέσα στις στοές ο Χατζηνικόλας, όσο ρουφούσε τόσο φούσκωνε με μαύρη δηλητηριασμένη σκόνη, τα μισοκατεστραμένα σωθικά του.
Στην αρχή δεν έδωσε σημασία, ήταν το “τσέκ(ι)”, που έπρεπε να στείλει στο νησί, ήταν τα τέσσερα παιδικά στόματα και εκείνο της σιωπηλής και τόσο μετρημένης Χρυσής, της γυναίκας του. Όλοι καρτερούσαν τα πράσινα δολάρια, μήπως και χορτάσουν τα διαρκώς γκρινιάρικα στομάχια τους. Ο εργάτης όμως έπεσε στο κρεβάτι και έμοιαζε με στραβωμένο, σκουριασμένο και άχρηστο εργαλείο. Τι να τον κάμουν έτσι, να σέρνεται και να βογγά πάνω στα ξύλινα ξεχαρβαλωμένα ντιβάνια των μεταναστών. Έμοιαζε με ζαωμένο, άχρηστο μαχαίρι. Μόλις υποχώρησε λιγάκι η άγνωστη αρρώστια του πήρε το βαπόρι και γύρισε απογοητευμένος.
Στο χωριό, τις Μενετές, αρχίνισε το σούσουρο. Η γκρίνια να βγάζει δάχτυλα και να ματώνει μάτια.
Οι φήμες, όπως πάντα μπορούν να χτίσουν τις πιο σκληρές φυλακές ή κάποιες άλλες φορές, δίνουν χρυσά φτερά στις πλάτες των ανθρώπων.
Κουβέντιαζαν κρυφά, στις βραδινές αποσπερίες, και τον έλεγαν φτισικό. Άρρωστο, που θα τους γεμίσει με το χτικιό και πως θα ήταν καλύτερα να τα μαζέψει και να φύγει από το χωριό.
Αν και το κορμί του έδειχνε κάποια βελτίωση, η ψυχή όλο και αδυνάτιζε κι αυτό από τις κουβέντες, που μοιάζαν με σωρό από στρωμένες πέτρες πάνω στα συναισθήματα.
Ο Χατζηνικόλας δεν ξαναβγήκε από το σπίτι, έμεινε κλεισμένος, κλειδαμπαρωμένος, σε ένα μικρό δωμάτιο, στο ανοάκι, δεν έβλεπε ούτε τα παιδιά του.
Πάλευε για να κανονίσει ένα τελευταίο ραντεβού. Περίμενε διαρκώς τον Χάρο και αυτός στάθηκε όπως πάντα συνεπής, δεν άργησε. Πέρασε από τη γειτονιά του, από το Μαχαίρι. Ήταν χειμώνας του 1936 όταν τον τράβηξε κοντά του, στο πιο σίγουρο ταξίδι μας, το μόνο που δεν έχει να κάνει με θεωρίες και φήμες.
Όσο για τη γυναίκα του, τη Χρυσή, ντύθηκε μέσα στα μαύρα. Το κίτρινο φως της λάμπας έφεγγε κάθε νύχτα, από το παραθύρι του σπιτιού της. Δεν έπαψε να κεντά, να πληρώνει με τη τέχνη της τα κατεβατά από τις υποχρεώσεις. Συνέχισε όμως να του μιλά και να του παραπονιέται, τέτοιος καταφερτζής ήσουν Χατζηνικόλα μου, τελικά σε πνίξαν οι μίνες και τα περαστικά, τα άκυρα λόγια.
Όταν μιλάμε για “γαμπρίκια” εννοούμε τα δώρα της νύφης προς τον γαμπρό, ενώ όταν μιλάμε για “νυφίκια” εννόουμε αντίστοιχα τα δώρα του γαμπρού προς τη νύφη.
Το γαμπρίκιο, εκδήλωση τιμής, αγάπης και παρακλήσεως, κατά τον Ι.Ν. Παραγυιό, δινόταν στην περίπτωση που ο γαμπρός ήταν σε ανώτερη κοινωνική θέση από τη νύφη, αν για παράδειγμα η νύφη δεν ήταν κανακαρά, (δηλαδή δεν ήταν πρωτοκόρη) ή δεν είχε αντίστοιχη περιουσία με τον γαμπρό, τότε το γαμπρίκιο ήταν δεδομένο και πολλές φορές προ-απαιτούμενο.
Όσο για τα νυφίκια, που συνήθως ήταν χρήματα, δινόντουσαν σε διάφορες περιπτώσεις, όπως αναφέρει ο Μιχ. Μιχαηλίδης Νουάρος, όταν η νύφη είχε περιουσίες σε γη αλλά δεν είχε χρήματα, ή στην περίπτωση μιας νύφης που ήταν όμορφη και περιζήτητη ή αν ήταν μορφωμένη και πνευματικώς ανώτερη του γαμπρού.
18.6.2023
Καρπαθιακά Νέα