Στα μέσα της δεκαετίας του ’80, ένα γλυκό καλοκαιράκι, όταν ακόμη τότε υπήρχαν θαρραλέοι ταξιδιώτες που ανακάλυπταν την άγνωστη Κάρπαθο ο διάσημος Νίκος Ξανθόπουλος βρέθηκε και τραγούδησε στα Πηγάδια!
Η αγάπη του κόσμου, ή μάλλον καλύτερα η λατρεία για τον Ξανθόπουλο, δύσκολα μπορεί να γίνει λέξεις πάνω στο χαρτί! Μάλιστα ανάμεσα στις κρυφές ιστορίες ήταν κι ένας έρωτας μιας Καρπαθιάς για κείνον! Όταν έμαθε ότι ο Νίκος, ο Νίκος της, έτσι έλεγε στην καρδούλα της, ότι θα κατέβαινε στο νησί, πήδηξε κι άγγιξε τα σύννεφα από τη χαρά της. Πήγε στο λιμάνι με λουλούδια και τον υποδέχτηκε, κι εκείνος, απλός, ταπεινός και καθάριος όπως ήταν, της μίλησε τόσο όμορφα που πολλά χρόνια αργότερα η γυναίκα έλεγε και ξανάλεγε την ιστορία και τα μάτια της γέμιζαν δάκρυα. Μα όποιος πλησίαζε τον Νίκο και του μιλούσε εκείνος σταματούσε, ότι κι αν έκανε και χασομερούσε μαζί του σα ναταν καλός του φίλος.
Ο Νίκος που τόσο αγαπήθηκε κι εξακολουθεί να αγαπιέται σήμερα ξεκίνησε το μεγάλο κι αναπόδραστο ταξίδι του. Έφυγε στα 89 χρόνια του όμως η σκιά του θα συνοδεύει όσες κι όσους είχαν την τύχη να τον γνωρίσουν.
Για τους νεότερους η σημειωτική των εικόνων, οι ταινίες του, δεν αφήνουν περιθώρια στη σκέψη, είναι ο άγνωστος καπετάνιος, που προσφέρει το φαγητό και ανοίγει το πορτοφόλι του στους ναύτες, ο φτωχός λιμενεργάτης, ο ερωτευμένος ψαράς, ακόμη και ο κυνηγημένος αχθοφόρος στο λιμάνι. Ο Ήρωας που λατρέψαμε, ίσως γιατί κάπου μέσα στο πανί θα θέλαμε να διακρίναμε κάπου και τον εαυτό μας.
Σημαιοφόρος στο Δημοτικό και το Γυμνάσιο, ένα παιδί που λάτρευε τη γνώση, χανόταν μέσα στα βιβλία, ο Νίκος Ξανθόπουλος ήθελε να γίνει φιλόλογος, όμως η μοίρα είχε άλλα σχέδια για κείνον. Το 1953 θα μπει στη σχολή του Εθνικού Θεάτρου και ακολούθησε τη δύσκολη καριέρα του ηθοποιού.
Στην αρχή ήταν το θέατρο, όμως το πρώτο διάστημα δεν ήταν καθόλου εύκολο, άσημος και συνάμα φτωχός ηθοποιός, ίσως να μην υπάρχει χειρότερο μίγμα!
Πολύ σύντομα το ταλέντο του θα απογειωθεί, ο κόσμος ζει τις ταινίες του, κλαίει-γελάει, ταυτίζεται μαζί του.
Η μια επιτυχία ακολουθεί την άλλη κι εκείνος, άνθρωπος με ήθος, μόρφωση και βαθιά ενσυναίσθηση, δεν ξεπουλιέται σε φακούς κι εξώφυλλα. Αντίθετα παρέμεινε με τα πόδια σταθερά στη γη, δέχτηκε το θαυμασμό, καμάρωσε το χειροκρότημα κι ύστερα με τη δουλειά του τίμησε και ανταπέδωσε την αγάπη, ειδικότερα με τη φωνή του δίκαια κατέκτησε τον τίτλο το «παιδί του λαού»!
Η θάλασσα χόρταινε τη ζωή του, από παιδί τα καλοκαίρια τα περνούσε στον αδελφό της μητέρας του, στη Δραπετσώνα. Λίγα χρόνια αργότερα, στον άγριο εμφύλιο, όταν ο πατέρας του θα τραβήξει για το βουνό, αντάρτης με τον Άρη Βελουχιώτη, ο Νίκος Ξανθόπουλος θα πάρει τη θέση του για μεροκάματο, δουλεύει σε ένα καΐκι στην Πάτρα. Ακόμη μια φορά, το 1962-63, απογοητευμένος από τη δουλειά στο σανίδι, σκέφτεται να βγάλει ναυτικό φυλλάδιο, είχε ξάδελφο Αρχικαπετάνιο, αυτός λοιπόν θα τον έστελνε σε ένα πλοίο φορτηγό κι έτσι θα γυρνούσε τον κόσμο. Όμως, όπως ο ίδιος γράφει στο αυτοβιογραφικό του βιβλίο, ενώ λάτρευε τη θάλασσα εκείνη τον ζάλιζε!
Από το 1970 οργανώνει μουσικό θίασο και σα νάταν χρόνο-καιρό μπαρκαρισμένος σε βαπόρι, πολλές φορές φέρνει βόλτα όλο τον πλανήτη.
– Με αυτά τα λιγοστά θαλασσινά εφόδια, πως γίνεται κανείς να νιώθει την έννοια της ναυτοσύνης στο πετσί του; Ο Ξανθόπουλος την απέδιδε με περίσσια άνεση και μαστοριά στον κινηματογραφικό φακό!
Πέρα από τις σπουδές και την πείρα της ναυτικής τέχνης, ο τρόπος να ζυγίζεις τη θάλασσα είναι προνόμιο που χαρακτηρίζει τον ελληνισμό, έρχεται από το πιο βαθύ παρελθόν και τραβά ίσα μπροστά, δίχως να λογαριάζει την εξέλιξη, η ναυτοσύνη είναι στοιχείο που λες και δίνεται μαζί με το πρώτο Μυστήριο, με το βάφτισμα του μωρού στη κολυμπήθρα.
Στο πρόσωπο του Ξανθόπουλου ταιριάζει ο άγνωστος Έλληνας ναυτικός, είναι το DNA, το αίμα που τρέχει στις φλέβες, έτσι νοτισμένο από την αρμύρα, ξεπερνά την άγρια καταιγίδα, αντιστέκεται στον πιο σκληρό Βοριά. Ξέρει πως και που πρέπει να σταθεί πάνω σε ένα πλεούμενο, γνωρίζει από αλληλεγγύη, μιλά ντόμπρα, δε σφάλει, μονάχα με δουλειά γίνεται κολάϊ στη θάλασσα κι όταν τύχει να δέσει σε ένα λιμάνι, τότε σε πολλές στιγμές μοιάζει με τον αμάθητο έφηβο, που χάνεται από την πονηριά των στεριανών ανθρώπων.
Κάθε ναυτικός ρόλος του Ξανθόπουλου ήταν και ένα ανεπανάληπτο μάθημα ζωής, ίσως κάποιες φορές τα σενάρια να αμφισβητήθηκαν, τα γυρίσματα να πραγματοποιήθηκαν με πενιχρά μέσα, ωστόσο η αλήθεια είναι ότι έμειναν να χαρακτηρίζουν ολάκερη την κοινωνία και την εποχή της.
Στην ταινία “Η σφραγίδα του Θεού”(1969), που σε πρώτη προβολή είδαν περίπου μισό εκατομμύριο άνθρωποι, ο Νίκος Ξανθόπουλος υποδύεται έναν ναυτικό που επιστρέφει στο νησί του μετά από πολλά χρόνια. Έχει σκοπό να απαλλάξει από την ατίμωση το όνομα του νεκρού πατέρα του και να κλείσει τα χρέη, παίρνοντας πίσω το καΐκι της οικογένειάς του. Σε έναν διάλογο, με τη χαροκαμένη μάνα του, θα της πεί:
“Τώρα είμαι κοντά σου εγώ, μη μου πικραίνεσαι, θα έρθει μια μέρα που θα πάψεις να βασανίζεσαι, να λοιπόν που γίναν όλα. Σε ευχαριστώ μάνα, ναξερες πως περάσαν όλα αυτά τα χρόνια στα καράβια, από μπάρκο σε μπάρκο να οργώνεις της θάλασσες, ερχόντουσαν στιγμές που έλεγα πως θα τσακίσω, τότε θυμόμουν εσένα και το καΐκι μας…”
Αλλά και πάνω στο καΐκι, με συμπρωταγωνιστή τον Ανέστη Βλάχο, σε μια σκηνή με θέμα το κλείσιμο μιας δουλειάς, ο Ξανθόπουλος θα πει:
“όταν σηκώνεται το κύμα βουνό Παναγή και ναυαγήσεις στο πέλαγος, το κάνεις χαλάλι. Αλλά να πνιγείς εδώ, μέσα στο λιμάνι, είναι κάτι που δεν το χωράει ο νους.”
Αξιωματικός του Πολεμικού Ναυτικού, ξεκινά την καριέρα του στον κινηματογράφο με την ταινία“Η ζωή μου αρχίζει με σένα”, (1958, Φίλιππος Φυλακτός).
Αλήτης στο λιμάνι του Πειραιά, στο υπέροχο“Σπίτι της ηδονής” (1961 Γιώργος Ζερβουλάκος).
Πλοίαρχος στο φιλμ “Κάποτε κλαίνε και οι δυνατοί” (1967) Απόστολος Τεγόπουλος, ακόμη μια φορά καπετάνιος στο “Τα ψίχουλα του κόσμου” (1967 Αποστ. Τεγόπουλος), λιμενεργάτης και σφουγγαράς στην“καρδιά ενός αλήτη” (1968, Απ. Τεγόπουλος).
Ναυτικός και καραβοκύρης στη “Σφραγίδα του Θεού” (1969, Απ. Τεγόπουλος), ακόμη και Υδραίος ψαράς, στην ταινία“Εσένα μόνο αγαπώ” (1970 Απ. Τεγόπουλος) ή εργάτης σε καρνάγιο στο“Γιακουμής, μια ρωμεϊκη καρδιά” (1970, Απ. Τεγόπουλος).
Κόπιες χιλιοπαιγμένες, γεμάτες γραμμές, ξεθωριασμένες και ίσως θαμπές, όμως εξακολουθούν ακόμη και σήμερα στον αιώνα που τρέχει πιο γρήγορα από όλους τους προηγούμενους να κάνουν τους ανθρώπους να βουρκώνουν.
Καλό ταξίδι καπετάνιε, θα σε θυμόμαστε με αγάπη κι αν τα καταφέρουμε θα ακολουθήσουμε το παράδειγμα σου.
*Η φωτογραφία του Νίκου Ξανθόπουλου, που συνοδεύει το άρθρο, είναι από την ταινία “Τα ψίχουλα του κόσμου”, από παλαιοπωλείο στο Μοναστηράκι.
22.1.2023
Μανώλης Δημελλάς
Καρπαθιακά Νέα