γράφει ο Μανώλης Δημελλάς
Μπορεί οι πρόγονοι του ποιητή Κορνάρου να πέρασαν από το νησί, αλλά υπάρχει μια απίθανη ιστορία που αποδεικνύει ότι οι μαντινάδες του Κορνάρου θα μπορούσαν να είχαν γραφτεί από έναν Καρπάθιο!
Η παράξενη υπόθεση ξεκινά με το τραγούδι και την απομνημόνευση όλων των ποιημάτων, και των 10.012 στίχων, από τον λατόμο Αλέκο Καμαράτο! Μια βόλτα από τις Εξήλες, το γνωστό μετόχι των Μενετών θα σας πείσει για την απόλυτη ακρίβεια της μνήμης του με την έμμετρη ερωτική ιστορία-θρύλο που μας έρχεται από την Κρήτη.
Μπορεί να τραγουδήσει, δίχως ανάσα, από τον πρώτο μέχρι τον τελευταίο στίχο και αν τύχει και υπάρχουν διψασμένοι που έχουν απορίες, τότε θα τις εξηγήσει με αφοπλιστική ηρεμία και βαθιά γνώση, λες και τις μαντινάδες δεν την έγραψε ο Κορνάρος μα εκείνος!
Μια διαφορετική ιστορία, που μοιάζει με παραμύθι, κρύβεται μέσα στο γερό μνημονικό του Καρπάθιου τραγουδιστή, αυτός είναι ο λόγος που τον έκαμε να μάθει τον Ερωτόκριτο απέξω κι ανακατωτά.
Ας πεταχτούμε στο κοντινό 1955. Στη χρονιά της “Κάλπικης Λίρας”, της “Στέλλας” και του “Ριφιφί”. Τότε ο Φιντέλ Κάστρο έπαιρνε αμνηστία μετά από δυο χρόνια φυλάκισης από τον δικτάτορα Μπατίστα και στη Δραπετσώνα γίνεται η περίφημη απόδραση των Βούρλων. Εκείνο τον Ιούλη είκοσι επτά βαρυποινίτες κομμουνιστές δραπετεύουν μέρα μεσημέρι και η είδηση κάνει όλη την Ελλάδα άνω-κάτω. Αλλά και το Σεπτέβρη εκείνης της χρονιάς έγιναν τα προσχεδιασμένα τρομακτικά γεγονότα σε Κωνσταντινούπολη και Σμύρνη, με στόχο τον αφανισμό του ελληνισμού.
Και ενώ στην άλλη άκρη του κόσμου, στην Αμερική, ο Ρότζερ Ουίλιαμς έφερνε με το πιάνο του το εκπληκτικό τραγούδι “Autumn Leaves” στην πρώτη θέση πωλήσεων σε ένα μικρό λατομείο της Πεντέλης αρκετοί Καρπάθιοι δούλευαν νύχτα-μέρα δαμάζοντας την αρχαία άσπρη πέτρα, το μάρμαρο.
Αφεντικό στην ιστορία μας ήταν ο Βωλαδιώτης Σταύρος Ματσάγκος, που κάθε βράδυ αφού άδειασε το ποτηράκι με το κρασί και σκούπισε τα χείλια με την αριστερή παλάμη, ξεκινούσε ένα νοερό ταξίδι στα περασμένα της ζωής του.
Με τα μάτια ολάνοιχτα και θολά από το αντρίκιο κλάμα, ξαφνικά γύριζε πίσω, ερχόταν στο παρόν, ακόμη πιο φουριόζος και απαιτητικός. Δεν έχανε χρόνο, παράγγειλε ξανά όλη τη σειρά από τα ποιήματα, ειδικά εκείνες τις μαντινάδες που είναι στην 152η σελίδα, εκεί με πρωταγωνιστή εκείνον τον μαυροφορεμένο κρητικό καβαλάρη και ο δεκαεπτάχρονος Αλέκος Καμαράτος σάλιωνε βιαστικά τα δάχτυλα, γύριζε πίσω τις σελίδες ενός δερμάτινου βιβλίου και ξεκινούσε ξανά την ιστορία. Να λοιπόν με τι δάκρυζε ακόμη κι ο Ματσάγκος:
“Του κύκλου τα γυρίσματα που ανεβοκατεβαίνου
και του τροχού που ώρες ψηλά κι ώρες στα βάθη πηαίνου,
και του καιρού τ’ αλλάματα που αναπαημό δεν έχου,
μα στο καλό κ εις το κακό περιπατούν και τρέχουν”.
Ο Ματσάγκος δεν ήταν παίξε-γέλασε, άντρας μεγάλος, όχι μόνο σε ανάστημα και κορμοστασιά, αλλά σε ρώμη ψυχής κι ανδρισμό.
Από πίσω του μπορεί να λέγανε διάφορα, όχι δεν ήταν καθόλου αρνητικά και άσχημα, είχε μπέσα, αλλά δε σήκωνε τη πλάκα και τα ψευτοχωρατά. Γεννημένος μέσα στη φωτιά, το 1902, με καταγωγή από τη Βωλάδα της Καρπάθου έφυγε νωρίς από το σκλαβωμένο νησί και τράβηξε γραμμή για την Αθήνα, εκεί στο αιώνιο ψάξιμο μιας καλύτερης ζωής, μιας άσπρης μέρας.
Στο ξέσπασμα του πολέμου ήταν πια 38ρης αλλά δεν το έβαζε κάτω, τράβηξε γραμμή στο Σύνταγμα Δωδεκάνησίων, ανέβηκε στα βουνά και ήταν ένας από του 300 Καρπάθιους που το υπηρέτησαν.
Μετά τον πόλεμο και μέσα στον εμφύλιο έλεγαν για αυτόν ότι έγινε φυγάς, ο Σταύρος δεν ήθελε να μπλέξει με την ματαιότητα του εμφυλίου, ούτε και θα σήκωνε όπλο για να σκοτώσει κάποιον άγνωστο Έλληνα αδελφό.
Φίλοι και γνωστοί τον ξαναβρήκαν στην Πεντέλη, εκεί είχε νοικιάσει ένα νταμαράκι και στάθηκε τυχερός, είχε πέσει πάνω σε μια φλέβα και η άσπρη πέτρα έδινε ψωμί σε όλους τους μεροκαματιάριδες λατόμους.
Εκεί βρέθηκε και ο μικρός Αλέκος Καμαράτος, βοηθητικός, ότι κι είχε ανέβει από το νησί και στις αποσκευές έτυχε να κουβαλά δυο βιβλία.
Την Αγία Γραφή και τον Ερωτόκριτο.
Συνήθως τα μελετούσε καθισμένος πάνω σε ένα κομμάτι σπασμένο μάρμαρο, αλλά είναι άλλο να διαβάζεις προσευχές με κλειστό το στόμα και αλλιώς να πιάνεις με στεντόρια φωνή τις ερωτικές μαντινάδες και τις περιπέτειες που έγραψε ο Κορνάρος.
Ο Αλέκος ήξερε πως το αφεντικό ήταν τίμιο, αλλά άκουγε και τις φήμες που τον ήθελαν λιποτάκτη από τον εμφύλιο, ακόμη και φυγά από μια φυλακή του Βόλου. Ξάνοιε με δέος και το ακονισμένο μαχαίρι που ήταν περασμένο στη φαρδιά ζώνη του και πρόσεχε μη τύχει καμμιά στραβή στιγμή και βρεθεί απέναντι σε τούτο το ζόρικο, όμως τόσο δίκαιο αφεντικό.
Κάποια στιγμή ο Ματσάγκος τσάκωσε τον Καμαράτο να τραγουδά μοναχός τον Ερωτόκριτο κι από τότε ξεκίνησε ένα παιγνίδι που ήθελε τον νεαρό Αλέκο να τραγουδά τις μαντινάδες στο αφεντικό του, και εκείνος πότε να κλαίει και πότε να θαυμάζει τον Κορνάρο για το έργο του, σα να του θύμιζε τις δικές του αλλοτινές στιγμές.
Σήμερα, όπως γνωρίζουμε, ο Βιτσέντζος Κορνάρος ήταν γιος του Ιακώβου, αδελφός του ιστορικού και ποιητή Ανδρέα, γεννήθηκε στις 26 Μαρτίου 1556 στο χωριό Τραπεζόντα της Σητείας.
Η ιστορία των Κορνάρων είναι άρρηκτα δεμένη με της Καρπάθου, αφού οι πρόγονοι του Βιτσέντζου ήταν οι νόμιμοι κάτοχοι και διοικητές του νησιού.
Το ποίημα πρέπει να γράφτηκε στα 1585 -1600 και το μεγαλύτερο μέρος του γράφτηκε στην Σητεία και προφανώς θα ολοκληρώθηκε στον Χάνδακα, αφού ο δημιουργός το αναφέρει στους τελευταίους στίχους του έργου του.
Αποτελείται από 10.012 (με τους τελευταίους δώδεκα να γράφονται ως βιογραφικό, από τον ίδιο τον ποιητή) ιαμβικούς δεκαπεντασύλλαβους ομοιοκατάληκτους στίχους στην Κρητική διάλεκτο.
Ο μάστορας Κορνάρος μας τραγουδά τον έρωτα δύο νέων. Την περιπέτεια του Ερωτόκριτου (που στο έργο αναφέρεται μόνο ως Ρωτόκριτος ή Ρώκριτος) και της πριγκίπησας Αρετούσας.
Η ιστορία είναι γεμάτη μπερδέματα, απίθανες ανατροπές και δυσκολίες. Φανερώνει την τόλμη, την ανδρεία και τι άλλο, την ανίκητη αληθινή αγάπη!
Ο Ερωτόκριτος μαζί με την Ερωφίλη του Χορτάτση είναι από τα σπουδαιότερα έργα της κρητικής λογοτεχνίας. Πέρασε στη λαϊκή παράδοση, ακόμη και σήμερα παραμένει δημοφιλές κλασικό έργο, χάρη και στη μουσική με την οποία έχει ντυθεί από σημαντικούς καλλιτέχνες.
Έχουν γραφτεί δεκάδες μελέτες και υπάρχουν εκατοντάδες γνώμες και απόψεις ειδικών για τον Ερωτόκριτο, όμως πια από όλες μπορεί να φτάσει την αλήθεια του λατόμου Σταύρου Ματσάγκου;
Μπορεί να μην ήξερε να διαβάζει, να μην πήγε σε σχολειά και να μη φορούσε σακάκι και μεταξωτή γραβάτα, όμως τα λόγια της μαντινάδας τον λύγιζαν και έδειχναν την ευαίσθητη και λέφτερη ψυχή του.
Όσο για τον Αλέκο Καμαράτο, αυτός θυμίζει τους ποιητάρηδες μιας περασμένης εποχής, ζει στο νησί που και ο αέρας του γεννά μουσική και γράφει στα σύννεφα μαντίναδες, την Κάρπαθο της έμπνευσης! Συνεχίζει να τραγουδά τον Ερωτόκριτο και να γεμίζουν δάκρυα τα μάτια του…
Μεσάνυχτα ο Ρωτόκριτος στην Αρετούσα πάει.
«Άκουσες Αρετούσα μου τα θλιβερά μαντάτα;
Ο κύρης με’ξόρισε στης ξενιτιάς τη στράτα.
Φεύγω , μισεύω μακριά , σε άλλη γή θα μείνω , μα την ψυχή και την καρδιά σε σένα την αφήνω.
Όρκο σου κάνω πως θα ζώ μόνο για να γυρίσω αφού δίχως εσένανε δε θέλω πια να ζήσω.
Η Αρετούσα που τ’άκουσε κόντεψε να πεθάνει το δαχτυλίδι της στο χε΄ρι του το βάνει…”.