Οι αξεπέραστες μαντινάδες του καπετάν Μανώλη ΝΙΚΟΛΑΚΗ για τον ΑΦΟΥΣΗ!

Οι αξεπέραστες μαντινάδες του καπετάν Μανώλη ΝΙΚΟΛΑΚΗ για τον ΑΦΟΥΣΗ!

Ο ΑΦΟΥΣΗΣ 

“Εσκοτεινιάσα τα ουνιά, ανέφφαλα και πούσι,                              

που γέννησεν η Μόσσαινα κι ήκαμε τον Αφούση”.  

Παλιά πειραχτική μαντινά. 

Ένας σκοπός Κασιώτικος, απού ‘χει ιστορία,                                

έγινε τώρα άκουσμα σε κάθε συναυλία. 

Σα του Αφούση το σκοπό στη Κάσο τον ηξέρου                         

γιατί τ’ Αφούση τ’ όνομα στο τσάκισμα ‘ναφέρου. 

Ο Κίκης ήτον αφορμή ο κόσμος να το μάθει,                               

τώρα το τραουβούν παντού, ας είναι και με λάθη.  

Ο Καίσαρας τον ήβγαλε όξ’ απού το νησί μας,                           

και στ’ άλλα μέρη μάθασι για τη παραδοσή μας. 

Σα παλλαρό το λέουσι στο γύρισμα της λύρας,                         

γιατί τον επαλλάρωσε το χτύπημα της μοίρας. 

Βασανισμένος άθθρωπος είν’ η σωστή η λέξη,                                    

το σκοτωμό τ’ αφέντη του δε μπόρεσε ν’ αντέξει. 

Δάσκαλος ήτο στο νησί μεσ’ στη Τουρκοκρατία,                           

και βάστα και τα πραχτικά στη δημογεροντία. 

Ύστερα παραφρόνησε, ήλλαξεν η ζωή του,                                   

μεσ’ στα σοκάκια εγύριζε με το Λεονταρή του. 

Ξεάργιο ήτο των παιδιών και ούλα τον αγαπούσα,                       

δεν τον επουζελούσασι και δεν το πετρολούσα. 

Εις της Σαρίνας τη συκιά, που ‘ναι το καμαράκι,                     

επήαινε κ’ εκούγιαζε, σ’ ένα μικρό γιαττάκι. 

Στρώμα ‘κανε τις αστοιές και τις ξελαντουρίες                               

κ’ ένα πορί προσκέφαλο, λέουν οι ιστορίες. 

Αντρέα τον εάφτησε, λέουσιν, ο τατάς του,                                   

μα ξέχασε σιγά-σιγά, πως ήτο τ’ όνομά του. 

Δεν ήργησε άλλος τατάς όνομα να του βγάλει,                     

Αφούση το φωνάζουσι ούλοι μικροί-μεάλοι. 

Όσα καπέλλα και να βρει, βάλλει στη κεφαλή του,                     

και χαίρεται με τα παιδιά, που παίζουσι μαζί του. 

Μια μέρα τον εχάσασι, άθθρωπος δεν τον είε                             

και στο γιαττάκι που ‘θωχτε, ούτε κ’ εκεί επήε. 

Ηβγασι και γυρεύγα τον, ρωτούσα σπίτι-σπίτι,                             

τον ηύρασι στ’ αλετουργιό του Μαυροθαλασσίτη. 

Μέσ’ στης πυρήνας το κελλί ήτανε τρυπωμένος,                   

βραστή μερά εγύρευγε, γιατί ‘ταν ποντιασμένος. 

Εις του Μπεκίρη τον καβέ είπασι να το φέρου,                            

που άφτασι τα κάρβουνα, μήπως το συνεφέρου. 

Ήταν στα τελευταία του, ο ίδιος το γνωρίζει,                                

μα πάλι αστειεύγεται κι όλο καλαμπουρίζει. 

Γυναίκες κι άντρες κάουτται, να του παρασταθούσι                    

και μέχρι που τελείωσε, στέκου και του μιλούσι. 

Και τις καμπάνες νεκρικά επήαν να χτυπήσου                             

τον κόσμο πως επόθανε, να τον ειδοποιήσου. 

Αθθρωπος δεν εθάφτηκε με τέδοια μεγαλεία,                                

η Κάσος ούλη, σύσσωμη, επήε στη κηδεία. 

Ο Χαλκιάδης ήγραψε, πρώτος, για τη ζωή του,                            

όσα του διηγήθησαν τότες οι χωριανοί του, 

Για χρόνια σε ξεχάσανε, μα ήρτεν η σειρά σου                                   

κι ούλη η Ελλάδα τραουβά, Αφούση, τ’ όνομά σου. 

Μα πρέπει να συγρατηθείς, Αφούση μου, λιγάκι                    

έφτασε το τραγούδι σου μέχρι και στο Ψινάκη. 

 

Ο γιατρός Γιάννης Αράπης μας λέει ότι όνομά του ΑΦΟΥΣΗ ήταν Αντρέας Μαγκιώρος, πέθανε το 1898, η γυναίκα του ήταν θεία του ΠαπάΓρηγόρη Σκευοφύλακα. Όταν ήταν καλά κατοικούσε στην Αγία Μαρίνα. Σπούδασε στην Κρήτη, στο Ηράκλειο, όπου έγινε το επεισόδιο με τους Τούρκους.           Δίδαξε για λίγο στην Σητεία. 

8.8.2023 

Καρπαθιακά Νέα