γράφει ο Μανώλης Δημελλάς
Ο καπετάνος κι καπετάνισσα, ζευγάρι παντρεμένο την εποχή που οι Εγγλέζοι κάμανε κουμάντο στο τόπο. Μαζί από το 1946, 68 χρόνια ήταν αντάμα!
Προξενειό και στεφάνι περασμένο στη Σιτάρενα, δίχως γαμπρίκια και νυφίκια.
Εκείνος δεν ήταν ναυτικός, ωστόσο η μονίμως παρκαρισμένη βάρκα, έξω από το σταύλο, το Καρπάθικο σπιτάκι τους, χάρισε στο άντρα το τρανό θαλασσινό παρατσούκλι, κι εκείνος στο άκουσμα του, καμάρωνε και χαμογελούσε πονηρά στους φίλους του. Η γυναίκα όσο τον επαίνευε για τις ψαριές, που έκανε τα περασμένα χρόνια, τόσο γκρίνιαζε, σα θυμόταν πως μονάχη έπιανε με τα πόδια τις αγύριστες αλυκές. Από το αξημέρωτο φορτωνόταν αλάτι από το Κάστελο, μοναδική παρέα έναν τζαναπέτη γάαρο.
Όσο για κείνον, τον καπετάνο, παράκουε λιγάκι, έμοιαζε να ταξίδευε με άνεμο γλυκό κι αλμυρισμένο, σα το μέλι του Αφιάρτη!
Η καπετάνισσα δεν ήξερε γράμματα, στα δικά της μικρά-μικρά χρόνια, άναβε το φούρνο κι έμαθε να πλέκει ψωμιά και πίτες, όμορφες, σαν άγριες Μενετιάτισσες κοπέλες.
Φορούσε ρούχα που ύφαινε η μάνα της και από τριών χρονών φυλούσε ξυπόλητη τα πρόβατα. Έκαμε ότι δουλειά κλωθογύριζε μπρος στα πόδια της. Εκείνος πάλι, ο καπετάνος, είχε τέτοια αδυναμία στη θάλασσα, που ότι τσακισμένο βαρκάκι ξέπεφτε στα χέρια του, το ζωντάνευε και το έκανε “σιερένο”, όπως παραμίλα η σύντροφος του, που φέρνει στο νου τα τρύπια δίχτυα, τα μπαλώματα και τα μεγάλα ψάρια.
Πάνε πολλά χρόνια, όταν ξεπατίκωσε από τη γειτόνισσα της, τη Βασιλία, τη τέχνη για να πλέκει καλάθια και να πουλά με τη σέσουλα πανιέρια. Γνώριζε τον τρόπο να φτιάχνει πινάκια για ψωμιά και της φαινόταν εύκολο, απλό πράμα, να πάρει ράπες, να πλέξει και να σκαρώσει ένα πανιέρι. Έτσι δεν το έβαλε ποτέ στο νου της, για μεγάλη, σπουδαιά δουλειά ή καμμιά περίτεχνη δημιουργία.
Να έτσι δα, παίρνεις τις ράπες και σιγά-σιγά το ανεβάζεις, δείχνει και μετά το παρατά στο πλάϊ, θαρρεί πως είναι τίποτε, ετούτη η ξεχασμένη τέχνη.
Έπειτα γυρνά τη βάντα της, πιάνει το μελάθι και το ξεκαθαρίζει, ετοιμάζε να σπύρει τους μικρούς σπόρους για να κάμει το μαύρο κοκκάρι, κι από κει να βγει το ξακουστό Καρπάθικο κρεμμύδι.
Μα δεν είναι της προκοπής εκείνη τη χρονιά που τη βρηκα, αφού δεν εμέστωσε καλά και το χρώμα του δεν γίνηκε μαύρο σα το κατράμι.
Άνοξη θα το φύτευε και το καλοκαίρι θα γέμιζε το κούρπιθα με πλεξούδες από γλυκά κρεμμύδια, ή μήπως τα γλυκά είναι μοναχά πάνω στο χωριό Σπόα;
Όταν οι ανθρώπινες ζωές δεν κρύβουν μύθους ή κρυφά και λάγνα ξενικά τέρατα, σπάνια στριμώχνονται μέσα σε χαρτιά, παραμένουν πάντα στις αδιόρθωτες μνήμες, μέχρι να σκληρύνουν και να γίνουν κομμάτια μιας άγνωστης, ανιακής για τους νεώτερους, παλιάς, άγνωστης μυθικής εποχής.
Η βάρκα που έστεκε έξω από το σπίτι του καπετάνου και της καπετάνισσας, ξερομασσεί το άγριο ξύλο της, το τρώει ο αέρας και το γδέρνει ο ήλιος του Αφιάρτη.
Όποιος είδε μακριά και ατέλειωτη, ετούτη τη σύντομη ζώη, φαίνεται δεν εφύτεψε μελάθι, δε ξεψάρισε δίχτυα, ούτε του έκαψε τις παλάμες των χεριών το θαλασσινό αλάτι.
Δεν ξεγελιέται ο χρόνος, ούτε κερδίζουν παραπανίσιες μέρες οι καλοζωισμένοι.
Όσο φέρνεις σβούρες το κόσμο, ξεπατηκώνεις συνήθειες και τρόπους, τα χάνεις όλο, τόσο που στο τέλος ξεμωρένεσαι. Και αν δεν δεθείς με το δικό σου, στέρφο κι άγριο τόπο, γίνεσαι αγρίμι καταμεσίς μιας πόλης.
Το αυθεντικό, όπως η καπετάνισσα, αναγκαστικά εγκαταλείπει κι εμείς σα κυνηγάρικα σκυλιά, πάλι αλυχτάμε έξω από ξένες μάντρες.