Γράφει ο Ανδρέας Ηλία Μακρής
Μέχρι τα τέλη του 19ου Αιώνα ελλείψει τρεχούμενων νερών στα Πηγάδια, η εκμετάλλευση γης καίτοι παρά ήταν εύφορη περιοριζόταν αποκλειστικά και μόνο, στην ελαιοσυγκομιδή. Η καλλιέργεια μποστανικών και η δενδροκαλλιέργεια εσπεριδοειδών λ.χ., λεμόνια, πορτοκάλια, μανταρίνια, κίτρα ήταν ματαιοπονία, χαμένος κόπος. Άντε καμιά συκιά να φύτευαν οι Μπαλουξήδες στο κηπούλι τους στη «Σκάλα» ή πέρα στους «Ανεμόμυλους». Μπόλικες μόνο ήταν οι φραγκοσυκιές είδος φράκτη, χωρίς γεωργική ως γνωστόν έγνοια.
Επομένως, η στροφή για επιβίωση στους πρώιμα επαναεγκατασταθέντες Απερίτες στο αρχαίο «Ποσί» εξ ανάγκης ήταν μονόδρομος και περιοριζόταν στη γαλαντόμο θάλασσα.
Οι άνδρες με δίχτυα(1), παραγάδια, αρμίδια σάρωναν τον κόλπο του «Βρόντη». Με αρμαθιές κουβαλούσαν στη «Σκάλα» τα φαγκριά, λυθρίνια, σαργούς, μπαρμπούνια, σκάρους και τα πετρόψαρα πέρκες, χάνους. Οι νέοι με πυροφάνι και «καμάκι» εξολόθρευαν τα μαλάκια, χταπόδια και τις σουπιές. Οι πιτσιρικάδες πάλι με καλάμια και αστείες «σουπιέρες» τα καλοκαίρια, άλλαζαν τα φώτα στις γαρίδες, κοκωβιούς, γυαλίνες, «καλογριές», μέχρι αφρόψαρα και με μακροβούτια μάζευαν τους αχινιούς, αποικίες-αποικίες κολλημένους στις υποθαλάσσιες ξέρες.
Οι Πηγαδιώτισσες ως άλλες Μπουμπουλίνες με το σκουφοϊρι σφιχτοδεμένο στην κεφαλή για την αντηλιά και …αδιάβροχα ξύλινα τσόκαρα δρασκέλιζαν πρωί- πρωί την
ακροθαλασσιά ακροπατώντας δίπλα στο κύμα να αποσπάσουν με τον σουγιά, τις πεταλίδες από τα βράχια, να μαζέψουν κοχλιούς κάτω από τη Βαγγελίστρα και τη Βλυχά ή να κουμπανιάρουν το «αλάσσι» από τις αλυκές, πέρα μεριά στον Άγιο Πέτρο.
Κάποτε όμως, συνέβη το αναπάντεχο και μάλιστα, χωρίς προηγούμενο στον ντουνιά. Στους «Γιαπλάκους» -σημερινή θέση των Διοικητηρίων- ακριβώς απέναντι στο «Γα(δ)αρόνησο» ένα πρωινό, η Κατίγκω σύζυγος του Γιάννη του Ζαβόλα που είχε
ανεμόμυλο πολύ κοντά πήγε ακροθαλασσιά στις στεργιανές ξέρες να πλύνει τις κουρελούδες της με το ξυλοκόπανο.
Ξαφνικά δέχθηκε την απρόσμενη επίσκεψη (πες καλύτερα επίθεση) καρχαριοειδούς(2) που τις τραβούσε ήδη την άκρη της κουρελούς, έτοιμο να την κατασπαράξει αν την έσερνε στη θάλασσα.
Ψύχραιμα και χωρίς να πανικοβληθεί, έτσι όπως κράδαινε στον αέρα το ξυλοκόπανο, του βάρεσε(3) μια κατακέφαλα, αλλά στοχευμένα στο πιο ευαίσθητο ως γνωστόν σημείο του θαλάσσιου κήτους, μήκους ενάμιση μέτρου περίπου και το απόκαμε με την πρώτη. Όπως λέμε: «Μιά κι΄όξω!»
Έτσι, η ετοιμοπόλεμη Κατίγκω και την κουρελού επόσωσε και μετά, μοιράζοντας με γαλαντομιά τεμαχισμένο το «τρόπαιο» της στις λίγες και μετρημένες Πηγαδιώτικες οικογένειες της μικρής πολίχνης του Ποσιδείου στρώθηκαν τραπέζια με τον φρεσκότατο «γαλέο» της. Φαγητό νοστιμότατο μετά σκορδαλιάς βεβαίως-βεβαίως, όπως διατείνονται οι λάτρεις της γεύσης του. Για μένα πάντως, τελείως απωθητικό πιάτο, αλλά τι σημασία έχει.
__________________________________
(1). Τα γνωστά αργότερα «μπουμπουνητά», απαγορευμένοι δυναμίτες ήταν άγνωστοι στην πιάτσα των ψαράδων μας.
(2) Ήταν σύνηθες φαινόμενο να βλέπεις «σκύλους», τα σκυλόψαρα σιμά-σιμά να κόβουν βόλτες ελκυόμενα από την επεξεργασία δερμάτων στο ταμπακιό του Νικολή του Αλεξίου.
Να αρπάξουν κάποια υπό επεξεργασία ξεχασμένη προβιά πέρα στα νερά της Άφφωτης.
(3) Χαριτολογώντας, δεν νομίζετε πως άξιζε να είχε γραφεί στο Βιβλίο Guiness το κατόρθωμα της Κατίγκως Ζαβόλα;
Προδημοσίευση από το Βιβλίο: «ΚΑΡΠΑΘΙΟΓΡΑΦΙΕΣ».