Στα οκτώ του χρόνια, έκανε την πρώτη κίνηση ανεξαρτησίας να φύγει από το East Rutherford στο Νιου Τζέρσεϊ και να πάει με την θεία του στην Αθήνα, και οι δυο πολυαγαπημένες, αφού οι γονείς του τον έμαθαν να αγαπάει την οικογένεια και την πατρίδα καταγωγής του.
Ο Δημήτρης Λογοθέτης έζησε την δική του ελευθερία στην Ελλάδα της χούντας, που μόλις είχε στήσει το «στρατηγείο» της και το μόνο που θυμάται και του φαινόταν παράξενο, ήταν οι μπλε ποδιές στα σχολεία, σήμα κατατεθέν της εθνικιστικής παιδαγωγικής του 1967 και το υπέροχο Αλσος Παγκρατίου, που έπαιζε ξένοιαστα, τα τρία χρόνια που έμεινε εκεί. Τα επόμενα δυο χρόνια η μητέρα του, Βασιλεία Λογοθέτη, γεννημένη στο Wheeling West της Βιρτζίνια από Καρπαθιώτη μετανάστη ανθρακωρύχο και τα αδέλφια του ήρθαν και αυτοί στην Αθήνα, ενώ ο πατέρας του Εμμανουήλ Λογοθέτης που ήρθε από την Κάρπαθο όταν τα Δωδεκάνησα ήταν ακόμα υπό την κυριαρχία των Ιταλών, έμεινε στην Αμερική και άνοιξε το 1969 το «Candlewick», το πρώτο του εστιατόριο-ορόσημο του East Rutherford.
Το 1970 στα 11 χρόνια του ο Δημήτρης Λογοθέτης επέστρεψε στην Αμερική με την μητέρα και τα αδέλφια του, η οικογένεια ενώθηκε πάλι και ο Δημήτρης άρχισε να γράφει την δική του ιστορία. Πρόεδρος σήμερα της εταιρείας Πανγκριγκόριαν (PanGregorian) του Νιου Τζέρσεϊ και του Φιλανθρωπικού Ιδρύματος, Επιθεωρητής στην Αγορανομία του Νιου Τζέρσεϊ και κληρονόμος του πανέμορφου «Candlewick», που συμπλήρωσε 52 χρόνια ζωής, έχει καταγράψει μέχρι τα 62 του χρόνια μια πορεία διαρκούς προσφοράς στην ελληνική κοινότητα, στην οικογένειά του και σε κάθε άνθρωπο, που του έχει ζητήσει συμπαράσταση. Υπεύθυνος, ταπεινός, καλόψυχος, ασταμάτητα εργατικός και με ανοιχτούς ορίζοντες σκέψης, ο νέος πρόεδρος της Πανγκριγκόριαν δεν βρίσκει κανένα εμπόδιο ανυπέρβλητο, όπως και αν αυτό λέγεται. Η ήρεμη δύναμη που τον διακρίνει, του δίνει την σταθερότητα και την επιμονή να συμπορεύεται με το μέλλον και τις καινοτομίες του. Ενας ιδανικός πρόεδρος, ένας από καρδιάς φιλάνθρωπος, που η συζήτηση μαζί του ήταν μια βόλτα στην «Γειτονιά των Αγγέλων».
Μιλάτε πολύ καλά τα Ελληνικά. Πώς τα καταφέρατε;
Ο γονείς μας ήθελαν να είμαστε Ελληνόπουλα και μας έστελναν κάθε χρόνο στην Ελλάδα, που την αγαπήσαμε πολύ. Μάλιστα, ο συνέταιρος του πατέρα μου του έλεγε: «Καλά, κάθε χρόνο στέλνεις την γυναίκα σου και τα παιδιά στην Ελλάδα. Αυτό που κάνεις είναι μεγάλη επένδυση!». Και ήταν επένδυση, γιατί οι γονείς μου μας έκαναν Ελληνες. Πηγαίναμε επίσης στον Αγιο Αθανάσιο, στο Πάτερσον του Νιου Τζέρσεϊ και παρακολουθούσαμε το ελληνικό σχολείο, αλλά δεν άρεσε του πατέρα μας γιατί ήταν μόνο μια φορά την εβδομάδα. Την λύση την βρήκε και μας έφερνε δασκάλα στο σπίτι, για να κάνουμε ιδιαίτερα μαθήματα.
Πότε αποφασίσατε ότι σας ενδιαφέρει να ασχοληθείτε με την οικογενειακή επιχείρηση;
Οταν ήμουν 13 ετών, έλεγα στο πατέρα μου συνεχώς, «θέλω να δουλέψω, θέλω να δουλέψω». Ο πατέρας μου δεν μου έλεγε «ναι θα δουλέψεις», μου έλεγε μόνο «δεν είναι ώρα σου ακόμα». Μια μέρα έρχεται στο σπίτι και μου λέει: «Ελεγες πως θέλεις να δουλέψεις. Αύριο το πρωί θα έρθεις μαζί μου». Ο πατέρας μου ήταν ο αρχιμάγειρας του μαγαζιού. «Αύριο το πρωί στις 6 να είσαι έτοιμος» μου λέει, «θα σε πάρω κάτω μαζί μου». Ολη την νύχτα δεν κοιμήθηκα. Από τις 5 το πρωί ήμουν στο πόδι για δουλειά. Η μεγαλύτερη χαρά που θα μπορούσα να ζήσω. Μου έχει μείνει αξέχαστη. Μόλις πήγα στο μαγαζί, λέει σε έναν πιατά, «μάθε στον Τζίμυ, πώς καθαρίζουνε τα μπάνια». Νόμιζε, πως με το να με βάλει στα δύσκολα, θα απογοητευόμουν και δεν θα δούλευα εκεί. Εμένα όμως μου άρεσε! Αργότερα δούλεψα σαν busboy και καθάριζα τα τραπέζια. Μετά ένα καλοκαίρι, με ρώτησε πότε τελειώνω το σχολείο και μου είπε, «Μόλις τελειώσεις να δουλέψεις πιατάς». Οταν μου το είπε αυτό, νόμιζα ότι πήρα προαγωγή. Στα 14 έγινα πιατάς!!! Ο πατέρας μου πήγε πολύ καλά στις δουλειές του. Μας σπούδασε όλα τα αδέλφια μου και άφησε την μητέρα μου σε πολύ καλή οικονομική κατάσταση. Η μητέρα μου ζει και είναι 82 ετών. Ζει 9 μήνες στην Κάρπαθο και 3 μήνες στην Αμερική.
Δεν περιοριστήκατε όμως στα καθήκοντα του εστιατορίου…
Ναι μετά το σχολείο, συνέχισα στο Πανεπιστήμιο Fairleigh, το οποίο είχε παραρτήματα (campus) στο Τeaneck, στο Μadison, στο Rutherford και σπούδασα αρχικά Πολιτικές Επιστήμες και στη συνέχεια έκανα μεταπτυχιακό στην Εκπαίδευση, στην οποία έμεινα μόνο 2 χρόνια διδάσκοντας Ιστορία και Κοινωνικές Επιστήμες. Μου άρεσε πολύ, αλλά δεν έκανα αρκετά χρήματα. Εργαζόμουν τα Σαββατοκύριακα στο μαγαζί και ο πατέρας μου, μου έλεγε… «Τι κάθεσαι εκεί; Ελα στο μαγαζί». Εγώ δεν τον άκουσα. Εκείνη την εποχή το 1990 βγήκε κυβερνήτης του Νιού Τζέρσεϊ ο James Joseph Florio με τον οποίο ο πεθερός μου ήταν πολύ καλός φίλος και με βοήθησε να διοριστώ δίπλα στον Γενικό Εισαγγελέα (attorneygeneral) του Νιου Τζέρσεϊ στην Αγορανομία, όπου σήμερα μετά από 33 χρόνια υπηρεσίας είμαι επιθεωρητής.
Ξέρετε να μαγειρεύετε και πόσα χρόνια έχετε ασχοληθεί με την μαγειρική;
Ξέρω τα πάντα. Ο πατέρας μου μου έμαθε τα πάντα. Πριν πάρει την σύνταξή του, ήθελε να μου μάθει τα πάντα. Μαγείρεψα πολλά χρόνια. Αρχισα από 18 χρόνων και μαγείρευα όταν πήγαινε ο πατέρας μου Ελλάδα και κατά την διάρκεια των σπουδών μου. Οταν άρχισα να δουλεύω στην Αγορανομία, ξυπνούσα 2:30 και 3 το πρωί, πήγαινα στο μαγαζί, μαγείρευα, μετά πήγαινα στο σπίτι της πεθεράς μου, που ήταν κοντά στο μαγαζί, έκανα ντους, έβαζα το κοστούμι μου και πήγαινα στην δουλειά. Κάθε πρωί για 20 χρόνια. Δεν κοιμόμουν πολύ. «Εσύ -μου έλεγαν οι φίλοι μου- πρέπει να γράψεις βιβλίο». Μου άρεσαν όμως αυτά που έκανα και δεν ένοιωθα κούραση!
Ποιος είναι ο στόχος σας ως πρόεδρος του Πανγκριγκόριαν;
Εγινα πρόεδρος πριν 3 χρόνια. Πριν ήμουν αντιπρόεδρος και δούλεψα πολύ στενά με τον Γιώργο Σιαμπούλη, ο οποίος έκανε 20 χρόνια πρόεδρος στο Πανγκριγκόριαν και ήταν πολύ επιτυχημένος. Ο πεθερός μου, Γιάννης Σακελλάρης, ήταν και αυτός πρόεδρος για 20 χρόνια και δούλευαν πολύ στενά με τον Γιώργο. Ετσι έφεραν την εταιρεία σε ένα πολύ καλό επίπεδο. Ο στόχος ο δικός μου ως νέος πρόεδρος, είναι να φέρουμε σε ανώτερο επίπεδο το Πανγκριγκόριαν και να συνεχίσουμε αυτή την τόσο σημαντική παράδοση του κλάδου μας, περισσότερο προσαρμοσμένοι στην σύγχρονη εποχή και στην τρέχουσα τεχνολογία.
Πόσα χρόνια ασχολείστε με το Πανγκριγκόριαν και τι αποκομίσατε από αυτή την εμπειρία;
Για μένα η εμπειρία συνεχίζεται ακόμα. Ευχαριστώ τον Γιώργο Σιαμπούλη και τον Γιάννη Σακελλάρη, που με έπεισαν να μπω στο Πανγκριγκόριαν. Μέσα στον σύνδεσμο αυτόν έμαθα πολλά για αγοραπωλησίες, για συμβόλαια, για διαπραγματεύσεις και με βοήθησε να αναβαθμίσω και το δικό μου εστιατόριο, το «Candlewyck», που αποτελεί πραγματικά ένα μέρος της κοινότητας μας και εξυπηρετεί, ενεργά πολλούς τοπικούς σκοπούς επί 52 χρόνια. Αν δεν ήμουν στο Πανγκριγκόριαν δεν θα μάθαινα ποτέ όλα αυτά που έμαθα. Θα ήθελα να τονίσω την βοήθεια του Γιάννη Σακελλάρη, ο οποίος είναι πολύ γνωστός στο Νιου Τζέρσεϊ, γιατί είχε ασχοληθεί με συλλόγους, με ιδρύματα, με φιλανθρωπικά έργα. Οταν μίλησα στην κηδεία του γι’ αυτόν, είχα πει ότι σπούδασα, αλλά πήρα το διδακτορικό μου από τον Τζον Σακελλάρη, γιατί με έμαθε τα πάντα.
Το Πανγκριγκόριαν εκτός από σύνδεσμος εστιατόρων που εξυπηρετεί τα συμφέροντά σας, έχει στο ιστορικό του και ένα πολύ σημαντικό φιλανθρωπικό έργο.
Τον Φιλανθρωπικό Σύλλογο τον ξεκίνησε ο Γιώργος Μανωλιός, ο ιδρυτής του Πανγκριγκόριαν το 1983 και πήγε πολύ καλά. Μετά από μερικά χρόνια ο Γιώργος Μανωλιός είπε ότι επιθυμούσε να ανοίξει ένα φιλανθρωπικό ίδρυμα, για να δώσει πίσω στην κοινωνία όσα ο ίδιος και οι άλλοι επιχειρηματίες εστιάτορες κέρδισαν μέσα από την ένωσή τους με το Πανγκριγκόριαν. Ετσι συνεχίζουμε φέτος μετά την πανδημία την παράδοσή μας, με τον χορό μας, που κάνουμε με 600-700 άτομα και ο οποίος αποφέρει το λιγότερο 150 χιλ. κάθε χρόνο. Φέτος ο χορός μας θα γίνει στις 12 Δεκεμβρίου στο Venetian Garfield στο Νιου Τζέρσεϊ και τα χρήματά μας θα δοθούν σε υποτροφίες στο Ronald MacDonald House, στο τμήμα ερευνών για τον παιδικό καρκίνο (Children’s Research) και στο Αντικαρκινικό Τμήμα Hackensack. Απο το ’85 έχουμε δώσει 2,5 εκ δολάρια. Δίνουμε χρήματα σε ανθρώπους με ανάγκες, ιδρύματα, νοσοκομεία, εκκλησίες, οργανισμούς, ελληνικά σχολεία. Με το McDonald House Hellenic Section έχουμε μια σταθερή επαφή και στο 9/11 δώσαμε για τον Αγιο Νικόλαο 100 χιλιάδες δολάρια. Πιστεύω ότι όταν σε βοηθάει ο Θεός πρέπει και εσύ να βοηθάς τους ανθρώπους που δεν έχουν και αυτό κάνω όλη μου τη ζωή.
Πρέπει να είσαι γεννημένος γι’ αυτό. Είναι πολύ σκληρή δουλειά. Δεν είναι εύκολη. Ακόμα και τώρα μετά την πανδημία βλέπουμε τις δυσκολίες. Ανοιξαν όλα τα εστιατόρια και δεν βρίσκουν υπαλλήλους. Δουλεύουν οι εστιάτορες μόνοι τους. Πολλοί έχουν ξαναμπεί στις κουζίνες μέχρι να τελειώσει η πανδημία. Η κυβέρνηση τους έδωσε χρήματα και γι’ αυτό κάθονται σπίτι και δεν δουλεύουν, μέχρι να σταματήσουν οι παροχές. Εμείς δεν κλείσαμε ποτέ. Είχαμε όλους τους υπαλλήλους, απλά περιορίσαμε για ένα διάστημα τις ώρες, μέχρι που ανοίξαμε πάλι, αλλά έχουμε και εμείς απώλειες. Οχι όπως άλλα μαγαζιά, αλλά όλοι επηρεαστήκαμε.
Πώς βλέπετε το μέλλον της βιομηχανίας εστίασης;
Αυτή τη στιγμή υπάρχει τόση πολλή δουλειά, που νομίζω, ότι όσοι επέζησαν, θα πάνε ακόμα καλύτερα. Υπήρξαν όμως πολλά θύματα. Εστιατόρια 80 χρόνων τα έκλεισε η πανδημία ή τα πούλησαν σε τράπεζες. Οι ηλικιωμένοι έκλεισαν, γιατί κουράστηκαν και θεώρησαν ότι δεν υπήρχε λόγος στην ηλικία τους, να συνεχίσουν να προσπαθούν. Θα ανοίξουν και άλλα εστιατόρια. Εχει αλλάξει η νοοτροπία. Πολλοί παραγγέλνουν φαγητό στο σπίτι μετά την δουλειά τους. Κυρίως οι μεγαλύτεροι στην ηλικία που φοβούνται, άλλοι που απλά συνήθισαν… υπάρχουν πολλοί λόγοι που παραγγέλνουν πια στο σπίτι.
Τι είναι το πιο όμορφο στη ζωή σας;
Εχω μια πολύ καλή σύζυγο, την Βασιλεία, με την οποία παντρευτήκαμε το 1985, και με στήριξε πολύ. Εχουμε δύο αγόρια, τον Μανώλη και τον Γιάννη, που πήγαν στο Πανεπιστήμιο, ασχολούνται και οι δυο με το «Candlewick» και είμαι πολύ περήφανος γι’ αυτά. Οπως ξέρετε, η Αμερική δεν είναι εύκολη χώρα για τα παιδιά. Μπορεί να μπλέξουν με τα ναρκωτικά ή με κακές παρέες. Τα παιδιά μου παραμένουν Ελληνες σωστοί, με Ελληνες φίλους, αγαπάνε πολύ την Ελλάδα και την Κάρπαθο και την επισκέπτονται κάθε καλοκαίρι. Και εγώ αγαπώ την Κάρπαθο, γιατί εκεί είναι οι ρίζες μας και την έμαθα μέσα από τους γονείς μου. Εχουμε πολύ ωραία έθιμα. Οι πιο πολλοί παίζουν λίρα, λαούτο και τραγουδούν μαντινάδες, όπως οι Κρητικοί.