γράφει ο Φοίβος Τσαραβόπουλος στο www.pathsofgreece.gr
Η Κάρπαθος είναι ένα από τα αγαπημένα μου νησιά για πεζοπορία. Για κάποιο λόγο ήξερα πως θα μου αρέσει το νησί αυτό, πολύ πριν πάω για πρώτη φορά. Και όντως, δεν έπεσα έξω!
Το 2017, σε συνεργασία με το Δήμο Καρπάθου, ερευνήσαμε με την Paths of Greece απ’ άκρη σ’ άκρη το νησί, μελετήσαμε τα μονοπάτια του και προτείναμε τη δημιουργία κάποιων θεματικών πεζοπορικών διαδρομών. Μια από τις διαδρομές αυτές, που διασχίζει το νησί από τα νότια στα βόρεια, θα αφηγηθώ σήμερα. Πρόκειται για πολυήμερη πεζοπορία μέσω της οποίας μπορούμε να δούμε κάποια από τα πιο εντυπωσιακά μέρη της Καρπάθου. Αλλά σε κάθε περίπτωση, μένουν άλλα τόσα που δε βλέπουμε, καθώς το νησί έχει τεράστιο πολιτισμικό και φυσικό πλούτο…
Αφετηρία μας είναι η Αρκάσα, ή Αρκεσία όπως λεγόταν κατά την αρχαιότητα. Ήταν μία από τις τέσσερις οχυρωμένες πόλεις της αρχαίας Καρπάθου που μαζί με την Βρυκούντα, τη Σάρο επί της παρακείμενης νήσου Σαρίας και την Κάρπαθο δικαιολογούσαν το όνομα “Τετράπολις” με το οποίο ήταν επίσης γνωστό το νησί.
Στο ακρωτήρι που βρίσκεται δυτικά του οικισμού της Αρκάσας, με την ονομασία Παλιόκαστρο, κρεμασμένα πάνω από τα κύματα του Αιγαίου σώζονται λείψανα της εντυπωσιακής αρχαίας οχύρωσης, με πύργους, δεξαμενές και άλλα κτίρια. Στα δυτικά του οικισμού επίσης, υπάρχουν ερείπια της βασιλικής της Αγίας Αναστασίας. Θυμάμαι να περπατάω και να παρατηρώ τα ερείπια για αρκετές ώρες, μέχρι που κόντεψε να νυχτώσει. Το τοπίο είναι πραγματικά μαγευτικό εκεί…
Παίρνοντας το ανηφορικό μονοπάτι από την Αρκάσα προς τον εγκαταλελειμμένο πια οικισμό των Κάτω Γύρων μπορούμε να δούμε τα ερείπια αγροτικών σπιτιών. Κάπου εκεί ανάμεσα βρίσκεται κι ένα πανύψηλο κυπαρίσσι, σημείο αναφοράς στον οικισμό. Στην καρδιά του έρημου οικισμού, στέκει ακόμη η εκκλησία του Αγίου Ιωάννη του Προδρόμου, πιθανότατα χτισμένη στα ερείπια παλαιότερου ναού.
Το ανηφορικό μας μονοπάτι παρουσιάζει έντονο γεωλογικό ενδιαφέρον, καθώς δεξιά και αριστερά, τα κροκαλοπαγή πετρώματα μαρτυρούν πως κάποτε ακριβώς εδώ έρεε κάποιο ποτάμι. Στο τέλος της ανηφόρας φτάνουμε στον οικισμό Σταυρί, κι αυτός με εγκαταλελειμμένα, παλιά σπίτια.
Από το Σταυρί, θα κάνουμε μια μικρή παράκαμψη μέχρι τους Μενετές. Το χωριό αυτό, από τα μεγαλύτερα της Καρπάθου, ιδρύθηκε από κατοίκους της Αρκάσας που μετοίκησαν στην ενδοχώρα για λόγους προστασίας από πειρατικές επιδρομές. Το 1944, μετά την αποχώρηση των Γερμανικών στρατευμάτων, οι κάτοικοι των Μενετών πρώτοι στο νησί ξεσηκώθηκαν κατά των εναπομείναντων Ιταλών, πετυχαίνοντας τον αφοπλισμό τους.
Μια νεροπηγή, που τυχαία βρήκαμε κατά τις έρευνές μας, λίγο βορειότερα του χωριού, μας εντυπωσίασε με την ιστορία της, και την επιγραφή της, και θα ήθελα να την αναφέρω. Η πηγή αυτή λέγεται Αφτούα και η επιγραφή της περιέχει την αραβική λέξη “Mashallah” που σημαίνει “θέλημα Θεού”. Αλλά έχει και μια μαντινάδα που είχαν την καλοσύνη να μας πουν κάποιοι ντόπιοι που συναντήσαμε: “Του Άι – Γιαννιού είναι ζάχαρη, του Άι Σάββα μέλι, μα της Αφτούας το νερό το πίνουν οι αγγέλοι”!
Επιστρέφοντας στο Σταυρί, αρχίζουμε πάλι την ανηφόρα προς τους πρώτους ορεινούς όγκους της νότιας Καρπάθου. Αφού περάσουμε από την περιοχή Κυμαρές (πιθανότατα από παλαιότερη ύπαρξη κουμαρόδεντρων), συνεχίζουμε – με κλειστή τη μύτη για κάποιες εκατοντάδες μέτρα – για να προσπεράσουμε τον ΧΥΤΑ Καρπάθου, που από μακριά θυμίζει βουδιστικό ιερό, έτσι όπως οι πολύχρωμες πλαστικές σακούλες είναι πιασμένες στα ψηλά κάγκελα του ΧΥΤΑ…
Η ανηφόρα, δύσκολη κατά σημεία, μας αποζημιώνει με την απεριόριστη θέα, μια προς τα ανατολικά και μια προς τα δυτικά του νησιού.
Μέσα από αυτά τα πρώτα ημιορεινά μονοπάτια φτάνουμε στο χωριό Όθος, το ψηλότερο της Καρπάθου, στα 550 μέτρα υψόμετρο. Εκεί, αξίζει να επισκεφθεί κανείς το Λαογραφικό Μουσείο του χωριού, που αποτυπώνει πιστά το Καρπάθικο σπίτι, όπως ήταν τα παλαιότερα χρόνια.
Από το Όθος, το μονοπάτι μας συνεχίζει ανηφορικά για λίγο κι έπειτα κατηφορικά, μέχρι τη Βωλάδα, ένα φροντισμένο χωριό. Η εκκλησία του είναι η Παναγία η Πλαγιά, χτισμένη στα μέσα του 19ου αιώνα. Στη νότια πλευρά της υπάρχει ένα ηλιακό ρολόι.
Αφήνοντας πίσω μας τη Βωλάδα, αρχίζουμε πια την ανάβαση μέσα από αγροτικά τοπία προς το οροπέδιο της Λάστου. Η Λάστος είναι ένα μέρος με ορεινό χαρακτήρα, τόσο που ξεχνάς πως σε απόσταση αναπνοής βρίσκεται η θάλασσα. Είναι εύφορο οροπέδιο, με χωράφια που διακόπτονται από πέτρινους, άνυδρους λόφους, και λιγοστά αγροτόσπιτα και ξωκλήσια. Υπάρχει και μια ταβέρνα που λειτουργεί και ως χειμερινό καταφύγιο.
Η Λάστος είναι το εφαλτήριο για την ανάβαση στην κορυφή της Καρπάθου, την Καλή Λίμνη, στα 1.215 μέτρα, με εκπληκτική θέα προς όλες τις κατευθύνσεις. Η κορυφή αυτή μάχεται στήθος με στήθος – ή να πούμε καλύτερα ‘πέτρα με πέτρα’ με την κορυφή Αττάβυρος στη Ρόδο, για το ποιά είναι η ψηλότερη της Δωδεκανήσου!
Από την κορυφή, συνεχίζουμε μια πολύωρη διάσχιση, σε έξοχα ορεινά τοπία, γεμάτα πέτρα, λιγοστό χώμα και διάσπαρτα πεύκα που αντιστέκονται στο δυνατό αέρα. Πού και πού, η αγριάδα αυτή διακόπτεται από μικρά οροπέδια που κάποτε καλλιεργούνταν.
Ιδιαίτερη αίσθηση μου είχε κάνει το οροπέδιο Βουνί, όπου στέκει ακόμη ένα αγροτόσπιτο, καθώς κι ένα αλώνι.
Στην κατάβασή μας, λίγο πριν τον οικισμό Σπόα, συναντάμε ένα σύμπλεγμα από πεταλόσχημους ανεμόμυλους που ακόμη στέκουν. Οι μύλοι αυτοί είναι στραμμένοι προς τα δυτικά, απ’ όπου φυσάει και συχνότερα ο αέρας. Τα Σπόα είναι ένας μικρός οικισμός, στο γεωγραφικό μέσο της Καρπάθου, και τελευταίος σταθμός της Νότιας Καρπάθου για την πεζοπορία μας. Από εδώ και πέρα, μπαίνουμε στην βόρειο Κάρπαθο, που έχει πολύ λιγότερους οικισμούς, και μια πολύ έντονη πολιτισμική ταυτότητα.
Η πεζοπορία μας θα ακολουθήσει την “παλιά εθνική οδό”, το βασικότερο δηλαδή μονοπάτι που ένωνε τη νότια με τη βόρεια Κάρπαθο. Μπορεί και σήμερα, σε κάποια σημεία του, κανείς να καταλάβει πόσο φαρδύ και σημαντικό μονοπάτι ήταν. Ξεκινώντας λοιπόν τη μεγάλη αυτή ανηφορική πορεία από τα Σπόα, αρχικά περνάμε από ένα εν ενεργεία μαντρί. Η κτηνοτροφία αιγοπροβάτων είναι από τις σημαντικότερες παραγωγικές δραστηριότητες στο νησί της Καρπάθου. Δυστυχώς. με τη σταδιακή ερήμωση του νησιού και την εγκατάλειψη των αγροτικών καλλιεργειών, συχνά τα ανεξέλεγκτα αιγοπρόβατα προκαλούν ζημιές στο φυσικό περιβάλλον.
Λίγο πιο πάνω, στην τοποθεσία Πλακάκια, από τις ίσιες φυσικές πλάκες που σχηματίζουν τα πετρώματα, οι κάτοικοι της Ολύμπου, του κεφαλοχωρίου της βόρειας Καρπάθου, συνήθιζαν να φτιάχνουν τα περίφημα τουρλία, σωρούς από πέτρες, καθώς επέστρεφαν από το πανηγύρι του Μεσοχωρίου.
Κάπου εκεί, στο όρος Κυμαράς, όπου όποιος έρχεται από την Όλυμπο αντικρίζει το Μεσοχώρι για πρώτη φορά, η παράδοση λέει πως μια κοπελιά Μεσοχωρίτισσα έλεγε στον αγαπητικό της που ήταν από την Όλυμπο: “Ωσάν εβγής στον Κυμαρά και δεις την Άσπρη Πέτρα, μην λογαριάζεις πια τα εμπρός, μόνο τα πίσω μέτρα”! Που δείχνει πόσο επίπονος και μακρύς δρόμος ήταν αυτός…
Αφού περάσουμε και του Κυμαρά το Πηγάδι, η διαδρομή χάνει αρκετά σε υψόμετρο και μπαίνουμε σε μια κατάφυτη περιοχή με παλιές καλλιέργειες, αμπέλια, πεύκα, παλιούς αγροτικούς οικισμούς. Κάπου εκεί, στην περιοχή Αργώνι, υπάρχει κι ένα καταφύγιο, ιδανικό για να ξεκουραστεί κανείς και να πάρει δυνάμεις για την υπόλοιπη πεζοπορία.
Από το Αργώνι θα βρεθούμε στον Μασιά, και από εκεί αρχίζουμε πια να πλησιάζουμε τον ορεινό όγκο του Προφήτη Ηλία, πίσω από τον οποίο βρίσκεται η Όλυμπος. Το πρώτο μέρος στους πρόποδες του Προφήτη Ηλία είναι τ’ Αποσκίνου, το ‘Machu Pichu’ της Καρπάθου, όπως μου αρέσει να το λέω, γιατί το αμφιθεατρικό του χτίσιμο με τις ξερολιθιές και τα πέτρινα κτίρια θυμίζουν πολύ την αρχαία πόλη των Ίνκα!
Από το Αποσκίνου, ξεκινάει ένα από τα πιο εντυπωσιακά μονοπάτια της βόρειας Καρπάθου, με απίστευτη θέα προς τη θάλασσα στα δυτικά του νησιού. Το χτίσιμο του μονοπατιού σε αφήνει άφωνο, καθώς το φάρδος του, η αρτιότητα της λιθοδομής, και το ύψος του από το έδαφος πάνω σε αυτές τις κακοτράχαλες πλαγιές, εντυπωσιάζουν. Εκεί, γραμμένη σε ένα βράχο είναι άλλη μια μαντινάδα, ιδιαίτερα συγκινητική: “Βουνά μας που σας γύριζα και δούλευα να ζήσω, ήρθεν η ώρα δυστυχώς να σας ‘ποχαιρετίσω” με την υπογραφή “Μετά λύπης, Π. Κανάκης, 1993”.
Έτσι φτάνουμε στη διάσημη Όλυμπο, το πιο ξακουστό χωριό της Καρπάθου, χαρακτηρισμένο ως παραδοσιακό οικισμό, με τα πολύχρωμα σπίτια, τις παραδοσιακές φορεσιές, τα περίφημα πανηγύρια, το τοπικό γλωσσικό ιδίωμα και τον εν γένει παραδοσιακό τρόπο ζωής. Η Όλυμπος είναι ιδανικός τόπος ξεκούρασης μετά την πολύωρη πεζοπορία. Μια βόλτα χωρίς πυξίδα στα σοκάκια του χωριού επιβάλλεται.
Η Όλυμπος ιδρύθηκε από κατοίκους της αρχαίας Βρυκούντας αλλά και της Σάρου στην παρακείμενη νήσο Σαρία, όταν, για λόγους ασφαλείας και προστασίας από την πειρατεία, αναγκάστηκαν να μεταφέρουν τους οικισμούς τους σε πιο ορεινά, δυσπρόσιτα και προστατευμένα σημεία. Το όνομά της το οφείλει στο όρος Όλυμπος, όπως ονομαζόταν παλαιότερα ο Προφήτης Ηλίας που συναντήσαμε στην πορεία μας νωρίτερα. Η λέξη Όλυμπος στα αρχαία ελληνικά δήλωνε την έννοια βουνό γι’ αυτό υπάρχουν πολλοί Όλυμποι στην Ελλάδα. Στην Όλυμπο αξίζει μια επίσκεψη και στον καθεδρικό ναό Κοιμήσεως της Θεοτόκου του 17ου αιώνα, στην τοποθεσία Σελάι. Έχει πλούσιο διάκοσμο και περίτεχνο ξυλόγλυπτο τέμπλο.
Αφήνοντας την Όλυμπο, προχωράμε τώρα σε μια ρεματιά με εντυπωσιακούς γεωλογικούς σχηματισμούς. Η γη μοιάζει σε σημεία σαν να έχει κοπεί με τεράστια μαχαίρια. Οι εδαφικές αυτές διολισθήσεις είναι αποτέλεσμα στην πραγματικότητα τεκτονικών κινήσεων, δυνατών πλημμυρών και νεροποντών. Στη Γεωολογία ονομάζονται “Καθρέπτες”. Στο κατώτερο σημείο του μονοπατιού, μέσα στη ρεματιά βρίσκεται και η πηγή Αλεμονήτρια. Τον καιρό της κατοχής, στο στενό αυτό πέρασμα έστηναν καρτέρι οι Ιταλοί για να ελέγχουν τους χωρικούς που παράνομα μετέφεραν λιγοστό σιτάρι για να ταΐσουν τις οικογένειές τους.
Το μονοπάτι μας φέρνει έπειτα στην Αυλώνα, οικισμό εγκατεστημένο σ’ ένα πολύ ιδιαίτερο, μακρόστενο οροπέδιο. Η Αυλώνα ιδρύθηκε από Ολυμπίτες, έχει πολλά σπίτια, όλα με την ίδια λιτή αρχιτεκτονική, μακρόστενα, ισόγεια, με προσανατολισμό προς τη δύση.
Στην Αυλώνα ξεκινάει το αρχαίο μονοπάτι που κατηφορίζει προς την αρχαία Βρυκούντα, ή Βρουκούντα όπως την αποκαλούν οι ντόπιοι. Πρόκειται για τειχισμένη πόλη χτισμένη σε ένα ακρωτήρι με χαμηλό υψόμετρο, που άκμασε κατά τον 4ο και 3ο αιώνα π.Χ.,. Στη Βρυκούντα μπορεί κανείς να δει ακόμη λαξευτούς ταφικούς θαλάμους ελληνιστικής εποχής, τα τείχη της πόλης, ερείπια κτιρίων, τρεις παλαιοχριστιανικές βασιλικές, αλλά και την εκκλησία του Άη Γιάννη του Βρουκουντίτη, χτισμένη μέσα σε σπήλαιο, που σίγουρα ήταν λατρευτικός χώρος και στην αρχαιότητα.
Αυτό που μου έκανε ιδιαίτερη εντύπωση στη Βρυκούντα είναι και μια αρχαία επιγραφή, εντοιχισμένη σε βράχο, η οποία μνημονεύει ψήφισμα του Δήμου των Βρυκουντίων, που επαινεί και στεφανώνει με χρυσό στεφάνι τον Μηνόκριτο, υιό του Μητρόδωρου του Σάμιου, για τις υπηρεσίες του ως γιατρός στη Βρυκούντα για πάνω από είκοσι χρόνια. Αναφέρεται πως, πριν λάβει μισθό ο Μινόκριτος, προσέφερε δωρεάν τις υπηρεσίες του και θεράπευε επικίνδυνες (λοιμικές) ασθένειες και κακοπάθειες…Ως επιβράβευση για το έργο του, επιτρέπεται, λέει, στο Μινόκρινο να συμμετέχει στις γιορτές που κάνουν οι Βρυκούντιοι. Αυτό μπορεί να ακούγεται περίεργο, αλλά ακόμη και σήμερα, τα πανηγύρια που οργανώνονται στη βόρεια Κάρπαθο δεν είναι για όλους. Είναι κλειστά πανηγύρια, με πολύ σαφείς κανόνες, που οι ξένοι μπορούν κάποιες φορές μεν να τα παρακολουθούν ως δρώμενα, όχι όμως να συμμετέχουν.
Επιστρέφοντας στην Αυλώνα παίρνουμε το τελευταίο, κατηφορικό μονοπάτι της πορείας μας. Αυτό που θα μας οδηγήσει στο Τρίστομο, στο βορειότερο σημείο της Καρπάθου. Το εντυπωσιακό καλντερίμι ελίσσεται στις πλαγιές και με ευκολία και άνεση κατεβαίνουν οι πεζοπόροι προς τη θάλασσα. Πρώτος οικισμός που συναντάμε είναι το Κοίλιος, παμπάλαια αγροτική περιοχή, εγκαταλελειμμένη τώρα πια. Το μέρος είναι εξαιρετικά ευήλιο και τα προηγούμενα χρόνια καλλιεργούσαν εδώ τα πρώιμα προϊόντα της Καρπάθου. Έλεγαν μάλιστα πως το μέρος ήταν τόσο εύφορο που θα μπορούσε να θρέψει εύκολα όλο το νησί.
Λίγο παρακάτω βρίσκεται το Έλος Τριστόμου, ο μοναδικός υπό προστασία υγρότοπος της Καρπάθου, πολύ μεγάλης οικολογικής αξίας, τα νερά του οποίου καταλήγουν στον προστατευμένο κόλπο του Τριστόμου. Όπως μαρτυράει το όνομά του, ο κόλπος έχει τρεις εισόδους, καθώς δύο νησίδες βρίσκονται ακριβώς στην είσοδο σχηματίζοντας τρεις λωρίδες θάλασσας.
Το Τρίστομο είναι ένας μικρός παραθαλάσσιος εποχικός οικισμός. Αποτελεί φυσικό λιμάνι και αλιευτικό πεδίο με μεγάλη παραγωγικότητα. Ανάμεσα στα λιγοστά σπίτια, που τα τρώει η αλμύρα και ο αέρας, βρίσκονται τα ερείπια της Καζάρμας, μικρού ιταλικού ναυστάθμου, που μαρτυρά την γεωστρατηγική σημασία της περιοχής.
Θα τελειώσουμε την πεζοπορία μας φτάνοντας λίγο βόρεια του Τριστόμου, στην εκκλησία της Αγίας Αικατερίνης. Βρίσκεται πάνω από το “Στενό”, τον πορθμό μεταξύ νήσου Σαρίας και Καρπάθου, του οποίου το στενότερο σημείο φτάνει τα 150 μέτρα μόνο. Στη θέση της Αγίας Αικατερίνης πιθανολογείται πως τα αρχαία χρόνια βρισκόταν ο ναός του Ποσειδώνα του Πορθμίου, ο οποίος λατρευόταν σε όλη την Κάρπαθο.
Έτσι, με θέα τη Σαρία, που από μόνη της αξίζει μια περιήγηση, θα αποχαιρετήσουμε την Κάρπαθo, ένα νησί του οποίου το όνομα στην αγγλική του εκδοχή εμπεριέχει τη λέξη μονοπάτι: KarPATHos.