Μια από τις καρδιές της Κάσου χτυπά στην μακρινή Μοζαμβίκη

Μια από τις καρδιές της Κάσου χτυπά στην μακρινή Μοζαμβίκη

 

 

του Μανώλη Δημελλά

Η αδυναμία κι αγάπη του Δημάρχου της Κάσου, Μιχάλη Ερωτόκριτου, στο νησί του είναι γνωστή, αυτό που όμως δεν είναι τόσο γνωστό, είναι το αληθινό πάθος για τους απόδημους Κασιώτες και ειδικότερα τους πρωτοπόρους που άνοιξαν δρόμους στην Αφρική.

Κάποτε στην επιστροφή από ένα ταξίδι στη  Μοζαμβίκη, μου έδωσε το βιβλίο του Μίμου Δ. Κομνηνού με τους «Κασιώτες της Μπέϊρα» και δεν έκρυψε το θαυμασμό για τον αγώνα των μεταναστών. Σήμερα κρατώ στα χέρια μου τη θαυμάσια δουλειά του Αντώνη Χαλδαίου, το βιβλίο «Ελληνική Παροικία της Μοζαμβίκης».

Πρόκειται για τη δεύτερη έκδοση της μεγάλης έρευνας του συγγραφέα την οποία προλογίζει ο Δήμαρχος της Κάσου.

Όπως γράφει λοιπόν ο Μιχάλης Ερωτόκριτος, οι «Μπεριανοί» Κασιώτες ήταν γνήσιοι πατριώτες, ίδρυσαν σύλλογο μόλις το 1914, τον «Προοδευτικό Σύλλογο των εν Μπέϊρα Κασίων». Πρωταγωνίστησαν στην ίδρυση Ελληνικής κοινότητας. Δημιουργοί της Κοινότητας ήταν τα δύο αδέλφια Αντωνίου και αρκετοί πρόεδροί της υπήρξαν  Κασιώτες, όπως ο αείμνηστος Γεώργιος Μαρκαντώνης, ο Μανώλης Μωραίτης, ο Δημήτρης Σοφός, κ.α., Επίσης συμμετείχαν στην ίδρυση του Ελληνικού προξενείου, του Ελληνικού σχολείου καθώς και της εκκλησίας της Αγίας Τράδας, όλα αυτά στην Β. Μοζαμβίκη, στην πόλη Μπέϊρα. Μάλιστα ο Δήμαρχος Κάσου μνημονεύει στην εισαγωγή του και δυο Κασιώτες που σήμερα είναι ξακουστοί σε όλο τον κόσμο. Τον καπετάνιο και ποιητή Δημήτρη Αντωνίου και τον διάσημο τενόρο Μάριο Φραγκούλη.

 

Οι πρώτοι Έλληνες που βγήκαν στο Μαπούτο, τότε ήταν το ονομαστό Λουρέτζο Μάρκες, ήταν κυρίως νησιώτες. Από τη Κρήτη, τη Κάσο, τη Ρόδο και τη Μυτιλήνη και τα Βάτικα. Και δεν ξεκινούσαν με κάποια συγκεκριμένη εικόνα για τη χώρα που βρέχεται στον άγνωστο Ινδικό ωκεανό, αντίθετα ήταν εκείνοι οι πολυμήχανοι πρωτοπόροι, που άνοιγαν δρόμους με μοναδικά όπλα τα κορμιά τους.
Οι Πορτογιέζοι, όταν ανέφεραν τη Μοζαμβίκη, δεν μιλούσαν για αποικία αλλά για επαρχία, και το διαβατήριο των δικών μας Ελλήνων, ήταν τρίτης τάξεως, δηλαδή ήταν η κατηγορία των λευκών ξένων.
Πρώτες δουλειές ήταν το ψάρεμα και οι δουλειές κατασκευών στα βόρεια και τον σιδηρόδρομο που άνοιγαν από τη πόλη Μπέϊρα προς τα πάνω, τη Ζάμπια και μέχρι την Αγκόλα. Με πρώτη τη μεγάλη παροικία των Κασιωτών, που έφτασαν εδώ μετά την ολοκλήρωση της διώρυγας του Σουέζ.
Χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι οι βάρκες μέσα στον κόλπο του Μαπούτο, αυτές λέγονται Ντάου και η ιστορία του τόπου θέλει τους Έλληνες, να είναι οι πρώτοι που τις κατασκεύασαν και έδειξαν σς;4565τους ντόπιους τις τεχνικές του ψαρέματος. Μέχρι τότε το ψάρεμα γινόταν είτε από ξηρά, είτε με τα δικά τους μικρά κανό.
Οι πρώτοι Έλληνες, όπως ο θρυλικός Κρητικός Βλαχάκης κι ο Καρπάθιος Αντωνιάδης,  έγιναν ακόμη και κυνηγοί άγριων ζώων, στα γρήγορα κατάλαβαν ότι αν ήθελαν να προκόψουν, θα έπρεπε να ασχοληθούν ταυτόχρονα με χίλιες δυό διαφορετικές επιχειρήσεις. Σύντομα μπλέχτηκαν με διάφορα προϊόντα, όπως ο Νίκος Νικολάου, παθιασμένος οδηγός αγωνιστικών αυτοκινήτων, που έκανε και τις εισαγωγές αυτοκινήτων ή ο Περαντωνάκης που έφτιαξε το πρώτο εργοστάσιο Μπύρας.

Η Lorentina του, έτσι είναι το όνομα που της έδωσε, είναι πασίγνωστη, και εξακολουθεί να είναι μια από της δύο τοπικές μπύρες της Μοζαμβίκης. Και δεν είναι μόνο αυτά, από το διάσημο εστιατόριο costa del Sol του Κρητικού Πετρακάκη, που μετά από 73 χρόνια σταθερής λειτουργίας, και πέρασε αποικιοκρατίες, επαναστάσεις και κομμουνισμούς, πουλήθηκε το 2013.
Το πιο μεγάλο κτήριο στη κεντρική εμπορική πλατεία, απέναντι από τον σιδηροδρομικό σταθμό του Μαπούτο που σχεδίασε ο διάσημος αρχιτέκτονας Άιφελ,  φιλοξενούσε τα γραφεία των επιχειρήσεων Ελληνικών συμφερόντων, παραμένει απομεινάρι μνήμης για τους λιγοστούς Έλληνες.

Λορέτζο Μάρκες, Μοζαμβίκη

Ο βιβλιοπώλης Σπανός, ο Βλαντής, ο Λυγερός, ο  Κατσούλης, ο Κασιμάτης, ο Μακρόπουλος, ο Βέλιος, ο Πρωτούλης, οι Καστελορίζιοι Αντώνης και Πόπη Μω, η οικογένεια Τσιχλάκη, είναι μερικοί από τους πρωτοπόρους Έλληνες που οι περισσότεροι ξεκίνησαν με πενταροδεκάρες από τα νησιά και τα χωριά τους κι έγιναν οι πιο σπουδαίοι πρεσβευτές του Ελληνισμού στη έφορη μα ανεξερεύνητη γη της Μοζαμβίκης.
Ίσως οι δύσκολες προσωπικές ιστορίες τους να μην πολύ-ενδιαφέρουν. Παραμένουν κρυφές και άγνωστες οι ξαφνικές αρρώστιες από μαλάρια, όσο και η απογοήτευση από το πέρασμα στην ανεξαρτησία και το κομμουνισμό. Υπάρχουν αρκετές στιγμές που σα περαστικός αμφιβάλεις, νιώθεις πως έχεις να κάμεις με σκληρούς Έλληνες λευκούς ρατσιστές, όμως δεν είναι καθόλου έτσι. Ανοίγουμε περισσότερο τα μάτια μας, οπουδήποτε υπάρχουν εργοδότες και εργαζόμενοι και δεν υπάρχουν νόμοι και κανόνες, ξεπετάγονται τέτοιες τεράστιες διαφορές, και δεν είναι πρώτο το χρώμα, ας μη ξεγελιόμαστε, απλά εδώ βρήκαν τους φιλήσυχους ιθαγενείς και τους έκαναν ότι ήθελαν.

Η απόδειξη είναι ο ξεσηκωμός των ντόπιων το 1975, παρότι προσπάθησαν να περάσουν σε ένα περισσότερο δίκαιο σύστημα, δε σκότωσαν, αν και θα μπορούσαν να καθαρίσουν τους λευκούς, έχει μείνει η ιστορική φράση της εποχής. “Είκοσι κιλά σε εικοσιτέσσερις ώρες”. Ο κάθε λευκός μπορούσε να πάρει πράγματα, έως 20 κιλά και να φύγει μέσα σε ένα 24 από τη χώρα!

Μαπούτο, Ελληνικό νεκροταφείο στην πρωτεύουσα της Μοζαμβίκης

Στη Μοζαμβίκη, οι Κασιώτες, όπως και οι υπόλοιποι Έλληνες μετανάστες, δε βρήκαν στρωμένα χαλιά και τακτοποιημένους ανοικτούς δρόμους. Κάθε ένας από τους πρώτους μετανάστες είχε και το χάρισμα ενός σπουδαίου αγωνιστήεξερευνητή, διαφορετικά ήταν αδύνατον να σταθεί πάνω στον άγριο τόπο. Εύκολα θα έβλεπες τη πρώτη φτώχεια, πίσω από τη ακούραστη δημιουργικότητα τους, όμως αν σταθείς, αν μιλήσεις με τους λιγοστούς, που απέμειναν και θυμούνται εκείνες τις ιστορίες, όπως η Μαίρη Κασιμάτη και η Μαρίνα Τσιχλάκη, καταλαβαίνεις το Ελληνικό δαιμόνιο, καμαρώνεις για τους πολυμήχανους πατριώτες και δεν αμφιβάλεις, για τη πραγματική καρδιά, που χτυπά έξω από το σώμα της χώρας μας.

Ελληνικό νεκροταφείο Μοζαμβίκη

Το βιβλίο του κ. Χαλδαίου έχει έκταση 339 σελίδες Α4. Είναι μια ενδιαφέρουσα και πρωτότυπη μελέτη για την διαδρομή των Ελλήνων της Μοζαμβίκης. Ο μελετητής μπορεί να βρει 15 συνεντεύξεις, χρήσιμες πληροφορίες καθώς και τον ονομαστικό κατάλογο των Ελλήνων που μετανάστευσαν στη χώρα της Αφρικής. Επίσης υπάρχουν πολλά στοιχεία για τις δομές των κοινοτήτων, αρκετές Α/Μ φωτογραφίες και ένα πλήθος βιβλιογραφικών αναφορών.