γράφει ο Μανώλης Δημελλάς
Ταξιδεύουμε περίπου έναν αιώνα προς τα πίσω κι ας ρίξουμε ανεμόσκαλα στο καλοκαίρι του 1923, όταν δύο φιλόδοξοι ναυτικοί, οι Κασιώτες αδελφοί Σαμπουνιάρη, αγόρασαν ένα βαποράκι και αποφάσισαν να συνδέσουν την Αίγυπτο και τα Δωδεκάνησα με τον Πειραιά.
Μέχρι τότε η Κάρπαθος βολευόταν κυρίως με ιστιοφόρα, τα πλοία των: Νικολάου Πιττά, Εμμανουήλ Παναγιώτου, Εμμανουήλ Κ. Λάμπρου, Πιπίνου Πιπίνου, Γεώργιου Πιπίνου, Νικήτα Καποτά, Εμμανουήλ Κανάκη, Χαρίδημου Αλεξανδρίδου.
Τα σκάφη αυτά φόρτωναν καμμιά σαρανταριά επιβάτες, έδεναν τα αναγκαία εμπορεύματα στην κουβέρτα και ξεκινούσαν για ένα άβολο και πολλές φορές μακρύ και κουραστικό ταξίδι. Ωστόσο τα σκαριά αυτά, αλλά και οι καπεταναίοι τους, ήταν καθαροί άνθρωποι, σπάνια “πουλούσαν” τους νησιώτες και μαζί τους, αν τύχαινε κακοκαιρία, θαλασσοπνίγονταν.
Σε ένα κόσμο που αυξάνεται, ψάχνει για ταχύτητα, άνεση και ευρωπαϊκά κομφόρ, η μοίρα τέτοιων μικρών σκαφών, ήταν προγραμμένη. Κι αν μερικά μεγάλα ατμόπλοια περνούσαν από τα μικρά νησιά της Δωδεκανήσου, αυτό συνέβαινε κυρίως τα καλοκαίρια, όσο για τους χειμώνες δεν υπήρχε τιμιότητα, ούτε αξιοπιστία, έτσι οι νησιώτες εξακολουθούσαν να εμπιστεύονται τα πανιά από τα ξύλινα σκαριά, αφού είχαν ελπίδα στο σκαμμένο πρόσωπο και τα χαρακωμένα από την αλμύρα χέρια-κουπιά, των δικών τους ναυτικών.
Το πλοίο που δρομολογήθηκε από τους αδελφούς Σαμπουνιάρη στην Κάσο και την Κάρπαθο ναυπηγήθηκε στο Govan το 1861 από την Smith & Rodger με το όνομα THE QUEEN. Ειχε 413 τόνους, μήκος 55.2 μέτρων και πλάτος 7.9 μέτρων. Πουλήθηκε το 1911 και έγινε το AMALIA. Κατά το 1918 έγινε το Ρωσικό POTCHIN. Την Άνοιξη του 1923, πιο συγκεκριμένα στις 13 Μάϊου, έκανε την παρθενική της άφιξη στη Κάσο. Ήταν ένα καλοτάξιδο βαπόρι, η ΚΑΣΣΙΑΝΗ. Μια καθαρή νησιωτοπούλα, μα άλλωστε την πρόδιδε το όνομα της.
Ποια ήταν η Κασσιανή που έδωσε το όνομα της στο πλοίο;
Η Αγία Κασσιανή, ή Κασσία, ή Ικασία, γεννήθηκε γύρο στα 805 με 815 μ.Χ. στην Κωνσταντινούπολη από ευγενείς γονείς και το πιθανότερο είναι ότι η οικογένεια της καταγόταν από την Κάσο, για αυτό και το όνομά του κοριτσιού!
Η ποιήτρια Κασσιανή τολμούσε να λέει τα πράγματα με τ’ όνομά τους: «Μισώ τον μοιχόν, όταν κρίνει τον πόρνον», ενώ κάπου αλλού γράφει: «Μισώ την σιωπήν, ότε καιρός του λέγειν».
Αφήνουμε πίσω την «Η εν πολλαίς αμαρτίαις περιπεσούσα γυνή…» την Αγία της Μεγάλης Τρίτης, και επιστρέφουμε στους Αδελφούς Σαμπουνιάρη και στο 1923. Ετούτοι οι ναυτικοί παρακολουθούν τη μετανάστευση των υπόλοιπων κασιωτών στο Σουέζ, η αναγκαία καλοκαιρινή ολιγοήμερη επιστροφή των Κονζέδων (αδειούχοι εργαζόμενοι) στα πατρογονικά, θα τους κάνει να αγοράσουν το σχεδόν ενός τόνου ατμόπλοιο, και να το δρομολογήσουν για το Φρύ της Κάσου, αλλά και τον Πειραιά.
Ήταν αληθινοί πατριώτες, δεν ξέχασαν την Κάρπαθο, που μέχρι τότε έβλεπε τα ατμόπλοια σα φαντάσματα, αφού δεν είχαν ξεκαθαρισμένα δρομολόγια κι οι ξένοι-άγνωστοι ιδιοκτήτες τους ενώ δούλευαν τους καλοκαιρινούς μήνες, μόλις έπιανε ο χειμώνας ήταν σα να έπεφτε περονόσπορος στη θάλασσα, αφού τα σιδερένια σκαριά απέφευγαν το πέρασμα από το καρπάθιο πέλαγος.
Σύμφωνα με την Δωδεκανησιακή Αυγή, πρώτος ο Κασιώτης επιχειρηματίας Μιχάλης Πουσουνάκης, έγινε ο μεσολαβητής για βρεθούν χρήματα και το βαπόρι Κασσιανή να μεταβιβαστεί και να περάσει σε πολυμετοχικά χέρια με την επιθυμία των πρώτων ιδιοκτητών του.
Για την Κάρπαθο μια επιτροπή από τους: Θεοχάρη Σακελλαρίδη (πρόεδρο), Πέρρο Σταυράκη, Χατζημανώλη Μάλτα, Ιωάννη Καραϊτιανό, ξεκίνησε την προσπάθεια.
Ήθελαν να ενημερώσουν, αλλά και να πείσουν τους Καρπάθιους, για να βάλουν βαθιά το χέρι στη τσέπη και να συμμετέχουν στην αγορά του πλοίου.
Η πρώτη κοστολόγηση έφτασε τις 4.500 αιγυπτιακές λίρες, και με σκέψη για την έκδοση 1100 μετοχών, το κόστος για την αγορά της κάθε μιας μετοχής θα έφτανε τις 4 αιγυπτιακές λίρες, μάλιστα τα χρήματα συμφωνήθηκε να δοθούν σε 2 ή 3 δόσεις.
Όλο το χειμώνα του 1923, και οι τοπικές εφημερίδες αρθρογραφούσαν για την προοπτική της μεγαλειώδους αγορά και τη πιθανότητα η ΚΑΣΣΙΑΝΗ να γίνει πλοίο εταιρίας λαϊκής βάσης, ενώ το ίδιο, το ατμόπλοιο πάλευε, και τις περισσότερες φορές κατάφερνε να σταθεί έξω από το λιμάνι και με λάτζες να ξεφορτώσει τους Καρπάθιους επιβάτες.
Η πρώτη προσπάθεια για σταθερή σύνδεση από εταιρία λαϊκής βάσης με χρήματα των Κασιωτο-καρπάθιων έπεσε στο κενό.
Το ΚΑΣΣΙΑΝΗ ναυάγησε στις 6/2/28, έξω από την Αλεξάνδρεια και λίγες μέρες αργότερα καταγράφεται η ολική απώλεια του πλοίου.
Όσο για την ακτοπλοϊκή σύνδεση της Καρπάθου συνέχισε να εξυπηρετείτε κυρίως από τα ντόπια ιστιοφόρα, ενώ, όπως πάντα τα καλοκαίρια, έκαναν τη εμφάνιση τους σιδερένια σκαριά που κοιτούσαν να τα κονομήσει, πρώτα από όλα να γεμίσει το πορτοφόλι ο ιδιοκτήτης τους.
Εξαίρεση ένα ακόμη κασιώτικο βαπόρι, το ΚΑΙΡΟ, των αδελφών Εμίρη, που με καπετάνιο τον Γιάννη Μανωλακάκη, εξυπηρέτησε τη γραμμή.
Αν κάτι διδάσκει η ιστορία της “καλοθάλασσης” ΚΑΣΣΙΑΝΗΣ,
δεν είναι η αποτυχία της αγοράς του πλοίου, αυτή μάλλον ήταν δεδομένη, αφού οι προκομένοι Καρπάθιοι δεν έχουν στο αίμα τους θαλασσινές επενδύσεις, αλλά επιλέγουν περισσότερο στέρεα εδάφη, διαλέγουν γερά μπετά και σίδερα, για να σηκώσουν ψηλά τα καλιμέντα τους.
Όμως το παράδειγμα των Κασίων αδελφών Σαμπουνιάρη (και των υπολοίπων καπεταναίων και ιδιοκτητών εκείνων των ιστιοφόρων), δείχνει ότι μόνο αληθινοί πατριώτες, μπορούν να “δουν” το πρόβλημα της ακτοπλοϊκής σύνδεσης των απομακρυσμένων τόπων, και έπειτα στα σίγουρα θα ακολουθήσουν οι αληθινές λύσεις.
Όσες φορές το ζήτημα έγινε αντικείμενο μακρόπνοου σχεδιασμού και μεγάλων οικονομοτεχνικών προγραμμάτων, όλοι εμείς, άνθρωποι με σάρκα και όχι μελάνια και αριθμοί, ξεμείναμε, αρρωστήσαμε ψυχικά και σωματικά, από την αναμονή πάνω στα λιμάνια.
Τα λόγια και οι προτάσεις είναι εύκολες από τα γραφεία και την ασφάλεια των μεγάλων πόλεων, αντίθετα οι θαλασσινοί δρόμοι θέλουν αντριοσύνη, απαιτούν ναυτοσύνη, τόσο από τους καπεταναίους, όσο και από όλους εκείνους που κουμαντάρουν και αποφασίζουν, για την τύχη και τις ζωές των νησιωτών.