karpathiakanea.gr

Μανώλης Κασσώτης: Η ιστορία του Καρπάθιου μετανάστη Γιάννη Κοκκινίδη (1901-2003)

Μανώλης Κασσώτης: Η ιστορία του Καρπάθιου μετανάστη Γιάννη Κοκκινίδη (1901-2003)

 

Η Κάρπαθος στις αρχές του περασμένου αιώνα μέσα από τα μάτια ενός παιδιου.

Με την ευκαιρία οργάνωσης μεταπτυχιακών μαθημάτων Λαογραφίας του Πανεπιστημίου Αθηνών στην Κάρπαθο (6-12 Νοεμβρίου) θεωρούμε επίκαιρο να παρουσιάσουμε την Κάρπαθο στις αρχές του περασμένου αιώνα μέσα από τα μάτια ενός παιδιού.

Ένας από τους πιο πετυχημένους Καρπάθιους επιστήμονες και επιχειρηματίες της Αμερικής υπήρξε ο Γιάννης Κοκκινίδης, που γεννήθηκε στις 15 Οκτωβρίου 1901 στο Όθος της Καρπάθου. Τον Σεπτέμβρη του 1918 πήγε στην Αθήνα, κοντά στο θείο του Γεώργιο Πρωτόπαπα, για δουλειά και σπουδές και στις 13 Δεκεμβρίου 1920 ξεκίνησε για την Αμερική, με το υπερωκεάνιο «Μεγάλη Ελλάς». Μετά από τρεις εβδομάδες μέσα στον Ατλαντικό, έφτασε στην Νέα Υόρκη, πέρασε από το Ellis Island και στις 21 Ιανουαρίου 1921, μόνος και απροστάτευτος, «πάτησε» το πόδι του στην Αμερική.

… και αφού τα πραγματοποίησε, άφησε την τελευταία του πνοή στο Palm Beach, FL. … and after accomplishing them, he left his last breath in Palm Beach, FL.

Στη χώρα των μεγάλων ευκαιριών, ο Κοκκινίδης, μαζί με τις μικρές του αποσκευές, κουβάλησε και τις μεγάλες του φιλοδοξίες για επιτυχία και καθιέρωση. Άνθρωπος άκαμπτης θέλησης, αγωνίστηκε, όχι απλά για επιβίωση, αλλά για στόχους υψηλούς, από τους οποίους ποτέ δεν παρέκκλινε. Και τους πέτυχε!:

Ήταν ο πρώτος Έλληνας που φοίτησε στην Αρχιτεκτονική Σχολή του Πανεπιστημίου Columbia κι όταν αποφοίτησε λάμπρυνε το πτυχίο του, καθώς αναδείχθηκε σ’ ένα από τους πλέον επιτυχημένους αρχιτέκτονες της Αμερικής. Τη Νέα Υόρκη και άλλες πόλεις της Αμερικής κοσμούν δικά του δημιουργήματα, δείγματα υψηλής αρχιτεκτονικής, αισθητικής και κάλλους.

Από το Όθος της Καρπάθου έφυγε γεμάτος όνειρα. He left Othos of Karpathos full of dreams.

Παράλληλα, με τις επιτυχίες του, ο Κοκκινίδης παρουσίασε πλούσια φιλανθρωπική δράση: μεταξύ των άλλων, δημιούργησε φιλανθρωπικό ίδρυμα και έδωσε αρκετές υποτροφίες σε Καρπάθιους φοιτητές. Το 2003, πλήρης ημερών, πέθανε στο Palm Beach FL, φρόντισε όμως προτού αφήσει την τελευταία του πνοή να γράψει τα απομνημονεύματα της ζωής του (My Story).

Μεταξύ των άλλων περιγράφει τα πρώτα χρόνια της ζωής του στο νησί. Στην ελεύθερη μετάφραση και στις παρεμβάσεις που κάμαμε, κρατήσαμε το πρώτο πρόσωπο και προσπαθήσαμε να διατηρήσουμε το ύφος του συγγραφέα, αλλά και να το προσαρμόσουμε (γλωσσικά) στο αναγνωστικό κοινό στο οποίο απευθυνόμαστε. Μέσα από τα μάτια ενός παιδιού βλέπουμε πως ήταν η ζωή στην Κάρπαθο στις αρχές του 20ου αιώνα.

Όμως το συγκινητικό και πλέον ενδιαφέρον αυτής της “εκ βαθέων” εξομολόγησης, είναι η διαπίστωση πως το παιδί πού έφτασε κάποτε στην Αμερική, φτωχό και αβοήθητο (θεωρητικά), θωρακισμένο στην πραγματικότητα με τις αρχές και τις αξίες που εμφύσησε η πληρότητα της αληθινής αγάπης που βίωσε στο χωριό του από τους αμέσους συγγενείς του, αυτό το παιδί δεν “πέθανε” ποτέ μέσα στη ψυχή του Κοκκινίδη. Ο κατοπινός λαμπρός αρχιτέκτονας, κράτησε μέσα του την παιδικότητα του, μ’ όλη της την αθωότητα, την χωρίς συμπλέγματα ειλικρίνεια του, που του επέτρεψε να περιγράψει τις συνθήκες ζωής και το περιβάλλον, ακριβώς όπως ήταν την εποχή εκείνη κι έτσι να γίνει – για μας – πηγή πολύτιμων λαογραφικών πληροφοριών.

Μια δεύτερη όμως «βαθύτερη» ματιά στις εξομολογήσεις αυτές αποκαλύπτει την «μακρόσυρτη» νοσταλγία ενός ανθρώπου που αγάπησε τον τόπο και τους δικούς του τόσο πολύ, που ο ξεριζωμός του από το αγαπημένο περιβάλλον, δημιούργησε και διατήρησε μέσα του κρυφή κι ανεπούλωτη πληγή. Όλα, όσα αγάπησε, έμειναν μέσα στην ψυχή του ζωντανά, «φρέσκα» και παλλόμενα μαζί με τους κτύπους της καρδιάς, στις εξάρσεις της νοσταλγίας. Γι’ αυτό η αφήγησή του έχει τόση αμεσότητα, έτσι που θαρρείς πως μυρίζεις το μελισσοκέρι και το άρωμα του φουρνισμένου ψωμιού και πως ακούς τη «καταδραή» των ζώων στον αχερώνα.

Το σπίτι

«Το σπίτι μας που ήταν κτισμένο από πέτρες και λάσπη και σοβατισμένο με ασβέστη, θα ήταν πάνω από εκατό χρονών. Δεν είχε ντουλάπες, εκτός από ένα σεντούκι που βάζαμε τα ρούχα μας. Το σπίτι δεν είχε τρεχούμενο νερό. Με πήλινες στάμνες, παίρναμε νερό από την μοναδική πηγή του χωριού, κάτω από την εκκλησία. Δεν υπήρχε αποχέτευση ούτε και εξωτερικό αποχωρητήριο, αρκούσε κάποιο μέρος, που δεν τόφτανε μάτι ανθρώπου.

Το “μεγάλο σπίτι” είχε μια πόρτα με δυο μικρά παράθυρα και το δάπεδο ήταν σκεπασμένο με λεπτό χαλίκι ανακατεμένο με γύψο. Τα στρώματα του ύπνου ήταν στρωμένα στον σοφά, πάνω από τον αποκρήατο, που χρησίμευε και για αποθήκη. Το πάτωμα του “μικρού σπιτιού” ήταν φτιαγμένο από πηλό επιστρωμένο από πρασινωπό μείγμα φτιαγμένο από τις βουτσές των βοδιών. Η γιαγιά μου συνήθιζε να λέγει ότι ήταν “υγιεινό και μύριζε καλά”.

Υπήρχε ακόμη ένας αχερώνας για τα ζώα (τέσσαρες προβατίνες, μια κατσίκα, ένας – δυο γάιδαροι, ένας χοίρος, αρκετές κότες) και τόπος για τα άχερα, την τροφή των ζώων. Μέσα στον αχερώνα οι κότες έφτιαχναν τη κασσά τους για να γεννούν τα αυγά τους. Δίπλα στο χώρο που στάβλιζαν τα ζώα, είχαμε ένα φούρνο, που κάθε Σάββατο φουρνίζαμε τα ψωμιά. Στην μια άκρη του φούρνου υπήρχε ένα μικρό βαθούλωμα όπου μαζευόταν η στάχτη. Μια φορά το μήνα, η μητέρα μου με έβαζε μέσα στο φούρνο να μαζέψω τη στάχτη για τη μπουγάδα. Στο νησί δεν υπήρχε ηλεκτρισμός, μόνο λάμπες πετρελαίου και κεριά από ντόπιο μελισσοκέρι.»

Το σχολείο

«Το σχολείο του χωριού “πήγαινε” μέχρι την τετάρτη τάξη, καμιά φορά μέχρι και την εβδόμη. Οι πρώτες τέσσαρες τάξεις είχαν ένα δάσκαλο σε ξεχωριστό δωμάτιο. Ο δάσκαλος (ποτέ δεν είχαμε δασκάλα) πληρωνόταν από τους γονείς των μαθητών. Το σχολείο δεν διέθετε νερό, αποχωρητήρια, γυμναστήριο, βιβλία, και σχολική ύλη. Για φωτισμό είχε ένα παράθυρο για να μπαίνει το φως της ημέρας. Ο κάθε μαθητής αγόραζε τα βιβλία, τα τετράδια, τις πένες, τα μολύβια και μερικές φορές και τις κιμωλίες. Υπήρχε ένα τραπέζι και μια καρέκλα για τον δάσκαλο, σκαμνιά για τα παιδιά, και ένας μαυροπίνακας. Στους τοίχους υπήρχαν μερικές εικόνες από την Βίβλο.

Ο δάσκαλος είχε απόλυτη εξουσία μέσα στη τάξη και η πειθαρχία ήταν αδιαπραγμάτευτη: κανένας μέσα στο χωριό δεν αμφισβητούσε τα διδασκαλικά του δικαιώματα. Ο Κυριακάτικος εκκλησιασμός θεωρείτο απαραίτητος για μικρούς και μεγάλους. Τον μόνο παπά που γνώρισα ήταν ο παπά -Σταυράκης, που ήταν και ο παπουτσής του χωριού. Μόλις άρχισα να διαβάζω, έμαθα και πότε γεννήθηκα. Εσωτερικά στο σκέπασμα του μπαούλου, και κάτω από την ημερομηνία γέννησης της αδελφής μου, ο πατέρας μου είχε γράψει: “Σήμερα, Τρίτη, 7:00 μμ, 15 Οκτωβρίου 1901 (Ιουλιανού ημερολογίου), γεννήθηκε ο υιός μου Ιωάννης σε καλή και ευλογημένη ώρα”.»

Η οικογένεια

«Όπως ήταν καθιερωμένο από τα παλιά, κάθε άνοιξη έφευγαν οι κτίστες και οι μαραγκοί του νησιού και γύριζαν τον Οκτώβρη. Μαζί με τους πιο μεγάλους τους γιούς και άλλους συγγενείς, πήγαιναν στο Αϊδίνι και σε άλλα μέρη της Τουρκίας, να δουλέψουν, να εξασφαλίσουν συμπληρωματικό εισόδημα για να τα βγάλουν πέρα. Μόλις άρχιζαν οι βροχές επέστρεφαν στο νησί, να σπείρουν τα χωράφια τους και να ξεχειμωνιάσουν. Το ίδιο έκαμνε και ο πατέρας μου, όμως αυτή τη χρονιά έφυγε, αμέσως μετά το Πάσχα, για την Αίγυπτο. Ήμουν μόλις πέντε μηνών, ήταν η τελευταία φορά που τον “είδα”, και στην συνέχεια δεν τον γνώρισα, ούτε κι από την φωτογραφία. Έφυγε πικραμένος από την Κάρπαθο, για κάποια κληρονομική διαφορά που είχε με τον αδελφό του.

Ο Γιάννης, ο πατέρας της μητέρας μου, ορφάνεψε μικρός και τον μεγάλωσε η θεία του η Φραγκουλιά, που είχε κληρονομήσει μεγάλη κτηματική περιουσία και έχαιρε μεγάλης εκτίμησης στο χωριό, αν και παράμεινε υφάντρια σε όλη της τη ζωή. Η Φραγκουλιά έδωσε μεγάλη σημασία στη μόρφωση του ανεψιού της (πάππους μου). Με τις προσπάθειές της εξελέγη δήμαρχος του χωριού και διορίστηκε γραμματέας στην Μητρόπολη, σε μικρή ηλικία. Παντρεύτηκε την γιαγιά μου την Ερνιά και από το γάμο τους απέκτησαν τρία παιδιά την Άννα, τον Γιώργο και την μητέρα μου την Φραγκουλιά, την πιο μικρή. Σε ηλικία 26 ετών, όταν ακόμη ήταν δήμαρχος στο Όθος και καθόταν στο καφενείο με την παρέα του, κάποιος ανισόρροπος τον πυροβόλησε και τον τραυμάτισε στο χέρι.

Στο νησί δεν υπήρχε γιατρός και μέχρι να έλθει από την Κάσο έπαθε γάγγραινα και πέθανε, αφήνοντας τρία μικρά παιδιά ορφανά. Η Ερνιά, η γιαγιά μου, αντιμετώπισε τα προβλήματα όσο καλύτερα μπορούσε. Πάντρεψε την θεία μου την Άννα στα 12 της, το ίδιο και τη μητέρα μου, που της έδωσε κάποιον από καλή οικογένεια με τα διπλά της όμως, χρόνια. Προτού κλείσει χρόνος σκοτώθηκε ο άνδρας της μητέρας μου από δυστύχημα, ενώ ψάρευε. Μόλις η χήρα έκλεισε τα 15, την πάντρεψαν με τον Μηνά, τον πατέρα μου, 12 χρόνια μεγαλύτερό της.»

Δύσκολα χρόνια

«Η μητέρα μου, η αδελφή μου, η γιαγιά Ερνιά και η προγιαγιά μου δεν είχαν καμιά οικονομική ευχέρεια. Το λίγο λάδι από τα ελαιόδεντρα μας, γύρω στα 800 λίτρα, κρασί από τα αμπέλια μας και τα λίγα δημητριακά από την ενοικίαση των χωραφιών μας δεν ήταν αρκετά για να ζήσουμε, όση οικονομία και αν κάνανε. Η διατροφή μας περιλάμβανε κρέας οκτώ φορές τον χρόνο και ψάρι τέσσαρες. Πολύ σπάνια αυγά, εκτός από το Πάσχα και γάλα από τον Φεβρουάριο μέχρι τον Μάιο. Συντηρούμαστε κυρίως από χόρτα, όσπρια και πατάτες. Είχαμε αρκετές σταφίδες και ξερά σύκα και το καλοκαίρι φρούτα. Για τα σχολικά μου έξοδα και τα εισαγόμενα είδη όπως ρύζι, ζάχαρη, καφέ, αλεύρι και υφάσματα (η θεία Άννα ήταν καλή μοδίστρα) δανειζόμασταν από τον Σολομών (Εβραίο έμπορο που, με την γυναίκα του Ρεβέκκα, είχε μαγαζί στο χωριό), βάζοντας ενέχυρο την περιουσία του πατέρα μου. Πολλές φορές έβλεπα την μητέρα μου να κλαίει, ιδιαίτερα όταν έφτανε ο καιρός να πληρώσει το σχολείο μου.

Μεγάλωσα μεταξύ γυναικών – την μητέρα μου, την θεία μου, την γιαγιά μου και την αδελφή μου. Αισθανόμουνα την μεγάλη αγάπη που ένιωθαν για μένα και ποτέ στην ζωή μου δεν στέρεψε η ευγνωμοσύνη και η αγάπη μου γι’ αυτές. Την αίσθηση τιμής και αξιοπρέπειας που απέκτησα τη χρωστώ στην μητέρα μου και στην θεία Άννα. Και τις αξίες μου για τη ζωή και τον άνθρωπο, αυτές τις διαμόρφωσαν. Πάντοτε αισθανόμουν την παρουσία τους κοντά μου, ακόμη και τώρα, είναι στη σκέψη μου.

Όταν έγινα 12 χρονών, η αδελφή μου παντρεύτηκε και, σύμφωνα με το τοπικό έθιμο, έπρεπε να πάρει όλη την περιουσία της μητέρας μου, ακόμη και το σπίτι που μέναμε. Από εκείνη την μέρα, η μητέρα μου, η γιαγιά μου και εγώ περιοριστήκαμε σ’ ένα μέρος του σπιτιού και η ζωή μας έγινε ακόμη πιο δύσκολη.»

Στο σχολείο

«Τα πρώτα επτά χρόνια πήγα στο σχολείο του χωριού μου και τα πέρασα με διαφορετικό δάσκαλο κάθε χρόνο. Σχεδόν πάντοτε ήμουν μεταξύ των τριών πρώτων. (Ο Αριστοτέλης Σταυράκης ήταν πάντα πρώτος). Τις Κυριακές, στην εκκλησία, βοηθούσα τον ψάλτη, έλεγα το “Πιστεύω” και συχνά διάβαζα τον Απόστολο. Αιτία για το ενδιαφέρον μου για τα βιβλία, ήταν ένας τυφλός, ο οποίος αγόραζε βιβλία, κυρίως μυθιστορήματα, και τα έφερνε στο σπίτι μας να του τα διαβάσει η αδελφή μου. Καθίζαμε γύρω από το τζάκι και με πολύ ενδιαφέρον, παρακολουθούσαμε την εξέλιξη της ιστορίας. Την επόμενη μέρα όταν οι άλλοι κοιμόντουσαν, εγώ διάβαζα την συνέχεια, απ’ εκεί που είχε σταματήσει η αδελφή μου. Η μητέρα μου δεν το ενέκρινε, γιατί φοβόταν μήπως επηρεαστούν οι αρχές μου. Ένα από τα βιβλία που διάβασα, όταν ακόμη ήμουν δέκα ετών, ήταν “οι Άθλιοι” του Victor Hugo.

Τις περισσότερες φορές, εκτός τις Κυριακές, τις γιορτές και τις κρύες μέρες του χειμώνα, σαν όλα τα παιδιά του χωριού, ήμουν ξυπόλυτος. Όταν πηγαίναμε για επίσκεψη στα γύρω χωριά, κρατούσα τα παπούτσια μου στο χέρι και τα έβαζα μόλις φθάναμε κοντά στο σπίτι που θα επισκεπτόμασταν. Στην επιστροφή γινόταν το αντίθετο. Όταν έφτασα στην ογδόη τάξη έπρεπε να πάω στο Απέρι, πέντε χιλιόμετρα από το Όθος. Μαζί με άλλα δυο αγόρια κάναμε την διαδρομή, με βροχή ή με λιακάδα. Μέσα σε ένα καλαθάκι η μητέρα μου έβαζε μια φέτα ψωμί και ένα φλιτζάνι με ένα τηγανητό αυγό που έπλεε μέσα στο λάδι κι αυτό ήταν το μεσημεριανό μου φαγητό. Μερικές φορές μου έδινε μια πεντάρα να αγοράσω μερικές σαρδέλες από τον μπακάλη του χωριού. Μια φέτα ψωμί και κρύο νερό από την πηγή του χωριού συμπλήρωνε το γεύμα μου.

Στο μεσημεριανό διάλειμμα παίρναμε τα καλαθάκια μας και πηγαίναμε πίσω από το ιερό της εκκλησίας, που ήταν δίπλα στο σχολείο, για να φάμε το φαγητό μας. Μέχρι να έλθει το μεσημέρι, αφήναμε τα καλαθάκια στο πρεβάζι του παραθυριού. Αυτό δεν εμπόδιζε τα μερμήγκια, που ήθελαν να δοκιμάσουν το φαγητό μας να φτάνουν σ’ αυτό, με αποτέλεσμα, καμιά δεκαριά, να πέφτουν μέσα στο λάδι και να πνίγονται. Δεν υπήρχε άλλη επιλογή, παρά να γίνουν και αυτά μέρος του φαγητού μου. Ευτυχώς δεν πείραζαν την υγεία μου, ίσως να την ωφελούσαν κιόλας.»

Έρχεται πόλεμος

«Το καλοκαίρι του 1915, ο Πρώτος Παγκόσμιος Πόλεμος, που στο μεταξύ είχε επεκταθεί και στην Ανατολική Μεσόγειο, έκλεισε τα σχολεία του νησιού. Μερικοί γονείς προσλάβανε ένα φοιτητή της νομικής – πρόσφυγα από την Τουρκία – για να κάνει μάθημα στα παιδιά και να μη γυρίζουν άσκοπα μέσα στους δρόμους. Ο δάσκαλος ήταν ένας ευχάριστος τύπος που έπαιζε και καλή τσαμπούνα. (Πολλές φορές, μέσα στην ησυχία της σεληνόφωτης νύκτας, το χωριό απολάμβανε την μελωδία της). Ο κάθε μαθητής έπρεπε να φέρνει στο σχολείο και το σκαμνί του. Ο νεαρός δάσκαλος, μέσα σ’ ένα κατέλυμα, κρέμασε ένα άδειο τενεκέ του πετρελαίου, που στο κάτω μέρος πρόσθεσε ένα ραντιστήρι, για να κάνει ντους. Ο καθένας μας, με τη σειρά του, έφερνε νερό από την πηγή για να γεμίζει τον τενεκέ, κάθε φορά που ο δάσκαλος ήθελε να κάνει μπάνιο.

Από το Μάη του 1916 μέχρι τον Οκτώβρη του 1918 δεν πήγα στο σχολείο. Περνούσα τον καιρό μου, σκάβοντας και καλλιεργώντας τον κήπο και τ’ αμπέλια μας και φρόντιζα τα οικόσιτα ζώα μας. Έμαθα να αρμέγω την κατσίκα και τις προβατίνες και να καβαλικεύω τα γαϊδούρια σαμαρωμένα ή ασαμάρωτα. Στην κατάλληλη εποχή του χρόνου βοηθούσα στο μάζεμα και στο πάτημα των σταφυλιών. Είχαμε πραγματικά, εξαιρετικής ποιότητας σταφύλια και σύκα.

Η εμφάνιση Γερμανικών υποβρυχίων στην Ανατολική Μεσόγειο δημιούργησε έλλειψη τροφίμων και άλλων αναγκαίων αγαθών. Ο γανωματής του χωριού, για να εξοικονομήσει τα αναγκαία για την οικογένεια του, αποφάσισε να πάει στον Αφιάρτη, όπου οι τσοπάνηδες, για να βράσουν το γάλα τους, χρησιμοποιούσαν μπρούτζινα καζάνια, που κάθε δυο τρία χρόνια χρειαζόντουσαν γάνωμα.

Στα 15 μου, με πήρε μαζί του για να τρίβω και καθαρίζω το εσωτερικό των καζανιών. Τα έπαιρνα στην κοίτη ενός ξεροπόταμου και με λεπτό χαλίκι, άμμο και νερό τα έτριβα με τα χέρια και τα πόδια, να τα ετοιμάσω για τον γανωματή. Οι τσοπάνηδες μας πρόσφεραν στέγη στους στάβλους τους. Κοιμόμασταν στο πάτωμα πάνω σε ένα αχυρένιο στρώμα με μια κουβέρτα για σκέπασμα. Το μόνο φαγητό που μας πρόσφεραν, ήταν ζεστό γάλα με λίγο αλάτι και μελαζένιο ψωμί, τρεις φορές την ημέρα. Κάθε βδομάδα, μέναμε στον Αφιάρτη τρεις-τέσσαρες μέρες προτού επιστρέψουμε στο χωριό. Για πληρωμή οι τσοπάνηδες έδιναν στον γανωτζή μέλαζη και τυρί για την οικογένεια του. Ποτέ δεν έμαθα ποια ήταν η δική μου πληρωμή, γιατί αυτό το κανόνιζε η μητέρα μου με τον … εργοδότη μου.»

 

Ανταλλαγή

«Αργότερα, τον ίδιο χρόνο, η μητέρα μου κι εγώ με δυο γαϊδούρια πήγαμε στον Αφιάρτη για να συναντήσουμε ένα δυο γνωστούς μας τσοπάνηδες. Πήραμε μαζί μας τρεις τέσσερις τενεκέδες λάδι για να το ανταλλάξουμε με τραχανά και τυρί. Αργά το βράδυ, μόλις ετοίμασαν οι τσοπάνηδες τον τραχανά, ξεκίνησα με τον πιο μεγάλο γάιδαρο από τον Αφιάρτη για το χωριό. Η διαδρομή θα κρατούσε πέντε ώρες και θα έφτανα στο Όθος, όταν όλοι θα κοιμούνταν κι έτσι δεν θάβλεπαν εμένα και το πολύτιμο φορτίο μου. Η μητέρα μου θα ερχόταν την άλλη μέρα με τον άλλο γάιδαρο.

Το μονοπάτι ήταν στενό και ελικοειδές, περνούσε μέσα από απότομα βουνά και έπρεπε να προσέχω, ιδιαίτερα τη νύχτα. Ευτυχώς ήταν πανσέληνος. Στην κορφή του βουνού σταμάτησε ο γάιδαρος και αρνιόταν να προχωρήσει γιατί δεν υπέφερε τη κάψα από τον ζεστό ακόμη τραχανά. Στην απελπισία μου, φορτώθηκα εγώ τον τραχανά και μόνο τότε ξεκίνησε ο γάιδαρος. Μόλις φτάσαμε στον ίσιο δρόμο, ξαναφόρτωσα τον τραχανά στον γάιδαρο και κάποτε, περασμένα μεσάνυκτα, φτάσαμε στο χωριό. Επικρατούσε ησυχία, όλοι κοιμόντουσαν, εκτός της αδελφής μου που ξαγρυπνούσε και με περίμενε. Χωρίς να χάσουμε καιρό ξεφορτώσαμε τον γάιδαρο. Πρώτη μας δουλειά ήταν να πάρουμε την σακούλα με τον τραχανά κάτω από ένα ελαιόδεντρο. Έσκαψα ένα βαθύ λάκκο, σκέπασα την σακούλα με καναβάτσο και τον έθαψα. Μετά από δυο μέρες, η αδελφή μου έκρινε ότι δεν υπήρχε κίνδυνος να πάρει είδηση η γειτονιά. Ξεθάψαμε τον τραχανά και τον φέραμε στο σπίτι. Με τέτοιες προσπάθειες και τρόπους, προσπαθούσαμε να επιβιώσουμε.

Η οικονομική κατάσταση της μητέρας μου δεν επέτρεπε να συνεχίσω το σχολείο στο Γυμνάσιο, στη Ρόδο. Έτσι όταν οι πρώην συμμαθητές μου γύρισαν το καλοκαίρι από την Ρόδο, καλοντυμένοι με πουκάμισο, γραβάτα και καπέλο, γινόντουσαν δεκτοί ως τακτικοί πελάτες στο καφενείο του χωριού. Εγώ, ξυπόλυτος με πρόχειρα ρούχα, δεν είχα τα προσόντα να γίνω δεκτός. Ήταν η μεγαλύτερη ταπείνωση που ένιωσα στη ζωή μου. Έξη χρόνια αργότερα, όταν έγινα δεκτός στο Columbia της Νέας Υόρκης, μου έφυγε το αίσθημα της πίκρας και της ταπείνωσης που ένοιωσα τότε.»

Γιατροσόφια

«Η γιαγιά μου φρόντιζε ιδιαίτερα την υγεία μου, γιατί συχνά πρησκόντουσαν οι αμυγδαλές μου. Σ’ αυτές τις περιπτώσεις ζητούσε την βοήθεια της Σταματούλας, μιας γριάς γειτόνισσας, που στις δύσκολες περιπτώσεις ξεγεννούσε τις γυναίκες του χωριού. Είχε βγάλει φήμη στο γιάτρεμα μικρών τραυμάτων και ιδιαίτερα πρησμένων αμυγδαλών. Αυτή, πάντοτε, κρατούσε, μέσα σε ένα κόμπο στην άκρη του τσεμπεριού της, ψιλοκοπανισμένο κάρβουνο ανακατεμένο με κονιορτοποιημένη στύψη. Κάθε φορά που πρησκόντουσαν οι αμυγδαλές μου, η Σταματούλα έλυνε το κόμπο του τσεμπεριού της μέχρι να φανεί το περιεχόμενο του, σιάλωνε τον δείκτη του χεριού της και τον ακουμπούσε μέσα στο μείγμα. Συγχρόνως με διάτασσε να ανοίξω διάπλατα το στόμα μου και με μια καλοϋπολογισμένη κίνηση έβαζε το δάκτυλο της βαθιά μέσα στο στόμα μου και το έτριβε δυνατά τις πρησμένες αμυγδαλές μου. Μετά από δυο μέρες οι αμυγδαλές πήγαιναν πίσω στη θέση τους.

Τον χειμώνα, όταν ήμουν μικρός, εκτός από τις αμυγδαλές μου, υπέφερα κι από συνάχι. Σ’ αυτές τις περιπτώσεις, η γιαγιά μου ήταν πάντοτε έτοιμη να προσφέρει τις υπηρεσίες της. Με τη μασιά έπαιρνε από το τζάκι μερικά αναμμένα κάρβουνα και τα έβαζε μέσα στη κουτάλα της σούπας και από το εικονοστάσι έπιανε μερικά φύλλα ελιάς και βάγια από τη Κυριακή των Βαΐων και τα τοποθετούσε πάνω στα ολοκόκκινα κάρβουνα. Μόλις άρχιζαν να καίονται και να βγάζουν ένα αψύ καπνό, με διέτασσε να σκύψω το κεφάλι μου, καθώς περνούσε την κουτάλα κάτω από τη μύτη μου, ενώ συγχρόνως μουρμούριζε κάτι ακατάληπτα λόγια. Κάθε λίγο σταματούσε για να φτύσει αριστερά και δεξιά, ξορκίζοντας το πειρασμό να φύγει από πάνω μου. Μετά από μερικά τέτοια τελετουργικά, έριχνε τα κάρβουνα μέσα σ’ ένα τσουκάλι με κρύο νερό και άκουγε με προσοχή το συριγμό που έβγαζαν καθώς έσβηναν, γιατί ακριβώς αυτός ο συριγμός ήταν και η απόδειξη ότι έφυγαν τα πονηρά πνεύματα από πάνω μου και, για αρκετές μέρες, σταματούσαν να τρέχουν οι μύξες μου.

Πάνω στο εικονοστάσι, εκτός από τα βάγια και τα φύλλα της ελιάς, υπήρχε και ένα μικρό μπουκαλάκι γεμάτο με ένα λασπώδες μείγμα που η ίδια είχε παρασκευάσει, από λάδι και ποντικό, για την ακρίβεια, από το σώμα νεογέννητου ποντικιού, που ακόμη δεν είχε βγάλει τρίχες. Όταν κάποιος από εμάς είχε κάποιο τραύμα που αιμορραγούσε ή χιονίστρες, η γιαγιά, με ένα κομμάτι βαμβάκι, έβαζε λίγο από το μείγμα πάνω στη πληγή, που γρήγορα θεραπευόταν. Η γιαγιά  ήταν απόλυτα σίγουρη για τις θεραπευτικές ιδιότητες του θαυματουργού φαρμάκου της και, μόλις κόντευε να τελειώσει, φρόντιζε να το ανανεώσει με κάποιο άλλο νεογέννητο ποντικάκι και λίγο λάδι. Πολλά χρόνια, αργότερα όταν ανάφερα το περιστατικό σε κάποιο γιατρό, στην Αμερική, μου είπε ότι ίσως το μείγμα επιδρούσε ως πρωτόγονη πενικιλίνη.

Πολύ συχνά τα μάτια της γιαγιάς τσίμπλιαζαν. Ο τρόπος θεραπείας τους – κατά τη γιαγιά μου πάντα – ήταν να τα επαλείψει με τα φρέσκα ούρα ενός μικρού αγοριού, όχι πάνω των έξι χρόνων. Γι’ αυτή την δουλειά, η πιο εύκολη λύση, ήμουν εγώ. Με μερικά παρακάλια και μερικές σταφίδες με έπειθε να κατουρήσω λίγο από το θαυματουργό υγρό στη φούχτα του αριστερού της χεριού και με τον δείκτη του δεξιού της χεριού έπαιρνε λίγο από το ζεστό ακόμη “φάρμακο” και άλειφε τα μάτια της. Με τις ευχές της και ένα ζεστό φιλί, μου εκδήλωνε την ευγνωμοσύνη της. Αισθανόμουν ικανοποίηση και περηφάνια, που χωρίς μεγάλο κόπο συνέβαλλα στην θεραπεία της καλής μου γιαγιάς.»

Οι μεγάλες μου απώλειες

«Στην Κάρπαθο συνήθιζαν αρκετά μέλη μιας οικογένειας να κοιμούνται στο ίδιο στρώμα πάνω στο σοφά ή και στο πάτωμα. Σε μια τέτοια περίπτωση κοιμήθηκαν στο ίδιο στρώμα η γιαγιά μου με τη μάνα μου και τις δυο μου αδελφές. Συνήθως η γιαγιά μου σηκωνόταν πρώτη, από την αυγή, για να ανάψει την φωτιά και να βράσει το φρασκόμηλο ή το διοσμαρί. Εκείνο το πρωινό, όλες σηκωθήκανε εκτός από κείνη. Όταν προσπάθησαν να την ξυπνήσουν, την βρήκαν παγωμένη. Έμαθα τα νέα, όταν ετοιμαζόμουν να μπω στο Columbia. Πόνεσα τόσο πολύ. Ένιωσα σαν κάποιος να πήρε κομμάτι της ψυχής μου. Ποτέ δεν με εγκατέλειψε αυτή η τρομερή αίσθηση: Αγαπημένη μου γιαγιά!»

University of Athens – Folklore Seminars Karpathos, beginning of the last century.

By Manolis Cassotis

On the occasion of the organization of postgraduate courses in Folklore in Karpathos by Athens University (November 6-12), it is timely to present Karpathos at the beginning of the last century through the eyes of a child.

One of the most successful Karpathian American scientists and businessmen was John Kokkinidis, who was born on October 15, 1901 in Othos, Karpathos. In September 1918, he went to Athens, near his uncle George Protopapas, for work and studies and on December 13, 1920 he left for America on the transoceanic ship “Megali Ellas” (Great Greece). After three weeks in the Atlantic, he arrived in New York, passed through Ellis Island and on January 21, 1921, alone and unprotected, he set foot in America.

In the land of great opportunities, Kokkinidis, along with his small baggage, also carried his great ambitions for success and establishment. A man of rigid will, he fought, not simply for survival, but for lofty goals, from which he never deviated. And he achieved them!:

He was the first Greek to study at Columbia University’s School of Architecture and when he graduated, he shone his degree, as he emerged as one of the most successful architects in America. New York and other American cities are adorned with his creations, examples of high architecture, aesthetics and beauty.

In parallel with his successes, Kokkinidis had a rich philanthropic activity: he created a charitable foundation, among others, and gave several scholarships to Κarpathian students. In 2003, in old age, he died in Palm Beach FL, but he made sure before he took his last breath to write the memoir of his life (My Story).

Among other things, he describes the first years of his life on the island. In the free translation and in the interventions, we made, we kept the first person and tried to preserve the author’s style, but also to adapt it (linguistically) to the readership we are addressing. Through the eyes of a child, we see what life was like in Karpathos at the beginning of the 20th century.

But the moving and most interesting of this “deep” confession, is the finding that the child who once arrived in America, poor and helpless (theoretically), shielded with the principles and values instilled by the fullness of true love that experienced in his village by his immediate relatives, this child never “died” in the soul of Kokkindis. The later brilliant architect kept his childhood, with all its innocence, his uncomplicated honesty, which allowed him to describe the living conditions and the environment, exactly as it was at that time and so it will be – for us – a source of valuable folklore information.

But a second “deeper” look at these confessions reveals the “long-lasting” nostalgia of a man who loved the place and his people so much, that his uprooting from his beloved environment, created and preserved a hidden and unhealed wound inside him. Everything he loved remained in his soul alive, “fresh” and pulsating with the heartbeat, in outbursts of nostalgia. That is why his narrative has such immediacy, so that you think you can smell the beeswax and the aroma of the baked bread and that you can hear the “katadrae” (movement) of the animals in the barn.

The house

“Our house, which was built of stones and mud and plastered with lime, would be over a hundred years old. It had no wardrobes, except for a chest where we put our clothes. The house had no running water. With ceramic pitchers, we took water from the only spring in the village, under the church. There was no drainage, not even an external toilet, a place out of sight was enough.

The ‘big house’ had a door with two small windows and the floor was covered with fine gravel mixed with plaster cast. The sleeping mats were laid on the sofas, above the ‘apocryato’, which also served as a storeroom. The floor of the ‘little house’ was made of clay covered with a greenish mixture made from the butts of the oxen. My grandmother used to say it was ‘healthy and smelled good’.

There was also a barn for the animals (four ewes, a goat, one or two donkeys, a pig, several hens) and a place to store the straws, the food for the animals. Inside the barn the hens were making their nest to lay their eggs. Next to the place where the animals were stabled, we had an oven, where we baked bread every Saturday. At one end of the furnace was a small depression where the ashes collected. Once a month, my mother would put me in the oven to collect the ashes for the laundry. There was no electricity on the island, only oil lamps and candles made from local beeswax.”

The school

“The village school ‘went’ up to the fourth grade and sometimes up to the seventh. The first four classes had a teacher in a separate room. The teacher (we never had a female teacher) was paid by the students’ parents. The school had no water, toilets, gym, books or school supplies. For lighting it had a window to let in the daylight. Each student bought the books, the notebooks, the pens, the pencils and sometimes the chalks. There was a table and chair for the teacher, stools for the children, and a blackboard. On the walls were some pictures from the Bible.

The teacher had absolute authority in the classroom and discipline was non-negotiable: no one in the village questioned his teaching rights. Sunday church attendance was considered essential for young and old. The only priest I met was Father Stavrakis, who was also the village shoemaker. Once I started reading, I also found out when I was born. On the inside of the lid of the trunk, and below my sister’s date of birth, my father had written: ‘Today, Tuesday, 7:00 p.m., October 15, 1901 (Julian calendar), my son John was born in a good and blessed hour’.”

The family

“As was established from the old days, every spring the masons and carpenters left the island and returned in October. Together with their older sons and other relatives, they went to Aydin and other parts of Turkey, to work and secure additional income to make ends meet. As soon as the rains started, they would return to the island, to sow their fields and spend the winter. My father did the same, but this year he left, right after Easter, for Egypt. I was only five months old, that was the last time I ‘saw’ him, and then I didn’t recognize him, not even from the photo. He left Karpathos bitter, because of some hereditary difference he had with his brother.

John, my mother’s father, was orphaned at a young age and was raised by his aunt Fragoulia, who had inherited a large estate and was highly respected in the village, although she remained a weaver all her life. Fragoulia gave great importance to the education of her nephew (my grandfather). Through her efforts, he was elected mayor of the village and was appointed secretary in the Metropolis, at an early age. He married my grandmother Ernia and from their marriage they had three children, Anna, George and my mother Fragoulia, the youngest. At the age of 26, when he was still the mayor of Othos and was sitting in the cafe with his friends, someone unbalanced shot him and wounded him in the arm.

There was no doctor on the island and until he came from Kasos, he got gangrene and died, leaving three young children orphans. Ernia, my grandmother, dealt with the problems as best she could. He married my aunt Anna when she was 12, and so did my mother, who gave her someone from a good family twice her age. Before time was up, my mother’s husband was killed in an accident while fishing. As soon as the widow turned 15, they married her to Mina, my father, 12 years her senior.”

Difficult years

“My mother, my sister, grandmother Ernia and my great-grandmother had no financial means. The little oil from our olive trees, around 800 liters, wine from our vineyards and the few grains from the rental of our fields were not enough to live on, no matter how much they saved. Our diet consisted of meat eight times a year and fish four times. Very rare eggs, except at Easter and milk from February to May. We subsist mainly on vegetables, legumes and potatoes. We had plenty of raisins and dried figs and in the summer fruit. For my school expenses and imported goods such as rice, sugar, coffee, flour and cloth (aunt Anna was a good seamstress) we borrowed from Solomon (a Jewish merchant who, with his wife Rebecca, had a shop in the village), by pledging my father’s estate. Many times I saw my mother cry, especially when it was time to pay my school fees.

I grew up around women – my mother, my aunt, my grandmother and my sister. I felt the great love they felt for me and never in my life did my gratitude and love for them run out. I owe the sense of honor and dignity I acquired from my mother and aunt Anna. And my values for life and humanity, they shaped them. I have always felt their presence near me, even now, they are in my thoughts.

When I turned 12, my sister got married and, according to local custom, she had to take all my mother’s property, including the house we lived in. From that day, my mother, my grandmother and I were confined to one part of the house and our life became even more difficult.”

Going to school

“For the first seven years I went to my village school and had a different teacher every year. I was almost always in the top three. (Aristotelis Stavrakis was always first). On Sundays, in church, I helped the cantor, said the ‘Symbol of Believe’ and often read the Apostle. The reason for my interest in books was a blind man who bought books, mostly novels, and brought them to our house for my sister to read to him. We sat around the fireplace and watched the story unfold with great interest. The next day when the others were sleeping, I continued reading, where my sister had left off. My mother did not approve of it, because she was afraid that my principles might be affected. One of the books I read when I was still ten years old was Victor Hugo’s Les Misérables.

Most of the time, apart from Sundays, holidays and cold winter days, like all the children in the village, I was barefoot. When we went to visit the surrounding villages, I kept my shoes in my hand and put them on as soon as we got close to the house we were going to visit. On the way back it was the opposite. When I reached the eighth grade, I had to go to Aperi, five kilometers from Othos. Together with two other boys we did the route, rain or shine. In a small basket my mother would put a slice of bread and a cup with a fried egg floating in the oil and that was my lunch. Sometimes she would give me five pennies to buy some sardines from the village grocer. A slice of bread and cold water from the village spring completed my meal.

At lunch break we would take our baskets and go behind the church sanctuary, which was next to the school, to eat our food. Until noon came, we left the baskets by the window. This did not prevent the ants, who wanted to taste our food, from reaching it, with the result that about a dozen of them fell into the oil and drowned. There was no other choice but to make them part of my food. Luckily they didn’t bother my health, maybe they even benefited it.”

War is coming

“In the summer of 1915, WWI, which had meanwhile spread to the Eastern Mediterranean, closed the island’s schools. Some parents hired a law student – a refugee from Turkey – to teach the children not to roam the streets aimlessly. The teacher was a pleasant fellow who played the flute. (Many times, in the quiet of the moonlit night, the village enjoyed the flute’s melody). Each student had to bring his own stool to school. The young teacher, inside a shelter, hung an empty oil tin, to which he added a sprinkler at the bottom, to take a shower. Each of us, in turn, brought water from the spring to fill the tin, whenever the teacher wanted to bathe.

From May 1916 to October 1918, I did not go to school. I spent my time digging and cultivating our garden and vineyards and tending to our domestic animals. I learned to milk the goat and the ewes and ride the donkeys saddled or unsaddled. At the right time of the year, I helped pick and press the grapes. We really had great quality grapes and figs.

The appearance of German submarines in the Eastern Mediterranean created a shortage of food and other necessary goods. The village tinsmith, to save what he needed for his family, decided to go to Afiarti where the shepherds, to boil their milk, used bronze cauldrons, which needed to be serviced every two or three years.

At the age of 15, he took me with him to scrub and clean the inside of cauldrons. I took them to the bed of a dry river and with fine gravel, sand and water I rubbed them with my hands and feet, to prepare them for the tinsmith. The shepherds offered us shelter in their stables. We slept on the floor on a straw mattress with a blanket to cover us. The only food they offered us was warm milk with a little salt and barley bread, three times a day. Every week, we stayed in Afiarti for three to four days before returning to the village. For payment, the shepherds gave the tinsmith barley and cheese. I never found out what my own payment was because my mother arranged that with my … employer.”

Exchange

“Later, in the same year, my mother and I with two donkeys went to Afiarti to meet a couple of shepherds we knew. We took with us three or four tins of oil to exchange for ‘trachanas’ (wheat cooked with milk) and cheese. Late in the evening, as soon as the shepherds had prepared the trachanas, I started with the biggest donkey from Afiarti for the village. The journey would take five hours and I would reach Othos when everyone would be asleep so they would not disturb me and my precious cargo. My mother would come the next day with the other donkey.

The path was narrow and winding, passing through steep mountains and I had to be careful, especially at night. Luckily it was a full moon. At the top of the mountain the donkey stopped and refused to go on because he could not suffer the heat from the still warm trachana. In my desperation, I loaded the trachana on my back and only then did the donkey moved. As soon as we reached the straight road, I reloaded the trachana on the donkey and once, past midnight, we reached the village. It was quiet, everyone was sleeping, except my sister who was awake and waiting for me. Without wasting time, we unloaded the donkey. Our first job was to get the bag of trachana under an olive tree. I dug a deep hole, covered the bag with canvas and buried it. After two days, my sister decided that there was no danger of the neighborhood getting word. We dug up the trachana and brought it inside the house. With such efforts and ways, we tried to survive.

My mother’s financial situation did not allow me to continue school at the Gymnasium, in Rhodes. So, when my former classmates returned from Rhodes in the summer, well dressed in shirt, tie and hat, they were welcomed as regular customers in the village cafe. I, barefoot in rough clothes, was not qualified to be admitted. It was the biggest humiliation I felt in my life. Six years later, when I was accepted to Columbia University, the feeling of bitterness and humiliation I felt then left me.

Homemade medicine

“My grandmother took special care of my health, because my tonsils were often swollen. In these cases, she asked for the help of Stamatoula, an old neighbor, who in difficult cases gave birth to the women of the village. It had developed a reputation for healing minor wounds and especially swollen tonsils. She always kept, in a knot at the end of her tsemberi (head covering garment), finely ground charcoal mixed with powdered ascorbic acid. Every time my tonsils swelled, Stamatoula would untie her tsemberi until its contents were visible, spit her index finger and touch it into the mixture. At the same time, she ordered me to open my mouth wide and with a well calculated movement she put her finger deep inside my mouth and rubbed it hard on my swollen tonsils. After two days the tonsils were going back to their place.

In the winter, when I was little, in addition to my tonsils, I also suffered from sinusitis. In these cases, my grandmother was always ready to offer her services. With the stick she would take some burning coals from the fireplace and put them in the soup ladle and from the iconostasis she would take some olive leaves and palm leaves from Palm Sunday and place them on the red coals. As soon as they began to burn and give off an acrid smoke, he ordered me to bow my head as she passed the ladle under my nose, muttering at the same time some unintelligible words. Every now and then she would stop to spit left and right, exorcise the temptation to leave me. After some such rites, she would throw the coals into a vat of cold water and listen attentively to the hissing they made as they went out, this very hissing was the proof that the evil spirits had departed from me, and, for several days, my nose would stop running.

On the iconostasis, in addition to the palm and olive leaves, there was also a small bottle filled with a muddy mixture that she had prepared, from oil and mouse, to be precise, from the body of a newborn mouse, which had not yet had hairs. When one of us had a bleeding wound, grandma with a piece of cotton, would put some of the mixture on the wound, which would quickly heal. The grandmother was completely confident in the healing properties of her miracle medicine and, as soon as it was about to run out, she made sure to refill it with another newborn mouse and some oil. Many years later when I mentioned the incident to a doctor in America, he told me that perhaps the mixture was acting as primitive penicillin.

Very often the grandmother’s eyes tingled. The way to treat them – according to my grandmother – was to smear them with the fresh urine of a small boy, no more than six years old. For this job, the easiest solution was me. With some pleading and some raisins, she convinced me to pee some of the miraculous liquid on the palm of her left hand and with the index finger of her right hand she would take some of the still warm “medicine” and anoint her eyes. With her wishes and a warm kiss, she expressed her gratitude to me. I felt satisfaction and pride, that without much effort I contributed to the treatment of my good grandmother.”

Mybiglosses

“In Karpathos, several members of a family used to sleep on the same mattress on the sofa or even on the floor. In one such case, my grandmother slept on the same mattress with my mother and my two sisters. Usually my grandmother got up first, from dawn, to light the fire and boil the ‘faskomilo’ or ‘liosmari’ (mountain teas). That morning, all got up except her. When they tried to wake her up, they found her frozen. I got the news when I was about to enter Columbia. I was in so much pain. I felt like someone took a piece of my soul. This terrible feeling never left me: My beloved grandmother!”

www.anamniseis.net

30.10.2023