Ο Καταχανάς

Ο Καταχανάς

Του Μανώλη Δημελλάς

Τα παλιά χρόνια στη Κάρπαθο λέγαν μια τρομακτική ιστορία για τον Καταχανά. Τον βρυκόλακα, που βγήκε, λέει, στη στράτα και συνόδεψε έναν βοσκό από το μαντρί μέχρι το σπίτι του στο χωριό.

Με τα χρόνια οι καταχανάδες φαίνεται πως τρόμαξαν με τα καλιμέντα των ζωντανών και μαζεύτηκαν στα γιατάκια τους. Όμως ετούτη η ιστορία είναι από κείνες που κάνουν τον εγκλεισμό και την καραντίνα να μοιάζει με φτηνό πασχαλιάτικο παιδικό παιγνίδι!

Η ιστορία ξεκινά με έναν μισότρελο νεαρό, από κείνους που τους κοροϊδεύουν τα μικρά και τα μεγάλα παιδιά.

Ο Γεργαράς, έτσι ήταν το όνομα του, ήταν καλός άνθρωπος, μα αλαφροΐσκιωτος, κολλημένος με τα θρησκευτικά και τα ξόρκια.

Ολο το χωριό τον φώναζε Διάκο, αφού είχε φτάσει σε σημείο να κυκλοφορεί με μεγάλους σταυρούς και να μη σταματά να ξορκίζει τον σατανά. Τα μικρά παιδιά, που είχαν πάρει χαμπάρι τη λόξα του, δε σταματούσαν να τον περιπαίζουν κι αυτός πότε τα κυνηγούσε και πότε έπιανε πέτρες και πάλευε να τις πετάξει σε κείνα, που είχαν βάλει φτερά στα πόδια τους.

Με τα πολλά βρέθηκε ένας πιο μεγάλος, που για να κάμει κι αυτός μια πλάκα, του πρότεινε να βάλει ρόβι, αντί για σκάγια, στο όπλο του κι όποιος τον ενοχλούσε να του ανάψει μια κι έτσι, με το φόβο, όλοι θα συμμορφωνόντουσαν.

Το ίδιο βράδυ εκείνος που του είπε να πιάσει το όπλο πλησίασε το σπίτι του Διάκου και άρχισε να φωνάζει. Εκείνος βγήκε και δε λογάριασε στιγμή, σήκωσε το όπλο και μέσα στα σκοτάδια κάτι σημάδεψε και πάτησε τη σκανδάλη.

Ο νεαρός έπεσε φαρδύς-πλατύς μέσα στο σοκάκι κι ήταν τέτοιος ο πυροβολισμός που αναστάτωσε το χωριό. Όλοι έτρεξε να δουν κι αγριεύτηκαν με το κακό.

Το αίμα του νεαρού έμοιαζε με κόκκινο ρυάκι μέσα στο τρίστρατο κι ο γιατρός, που ερχόταν με τα πόδια από την πρωτεύουσα όλο καθυστερούσε.

Κάποτε πήραν τον λαβωμένο σπίτι, όμως το χτύπημα ήταν στο στήθος κι η αιμορραγία δεν έλεγε να σταματήσει. Ώρα με την ώρα τα πράματα πήγαιναν από το κακό στο χειρότερο.

Το παλικαράκι άντεξε δυο μέρες κι έσβησε δίχως ναχει κουράγιο να ζητήσει συγχώρεση από το Θεό.

Τα περασμένα χρόνια, όταν ο παπάς δεν ήξερε και πολλά γράμματα, έλεγαν οι παλιοί ότι δυσκολευόταν να διαβάσει τις σωστές ευχές για να κάμει τη ψυχή να φτάσει στον καταταμό, δηλαδή στην κατάταξη, από τον Θεό. Έλεγαν λοιπόν ότι τότε ειδικά οι αδικοσκοτωμένοι βρυκολάκιαζαν και γινόντουσαν καταχανάδες!

Να μην τα πολυλογούμε, στην επόμενη σκηνή ετούτης της τρομερής ιστορίας θα βρεθούμε σε ένα μαντρί, γεμάτο από κατσίκια και πρόβατα. Εκεί ο βοσκός έκανε τις τελευταίες δουλειές πριν επιστρέψει στο σπίτι του στο χωριό.

Ήταν πια βράδυ όταν είδε τα ζώα να ξυπνούν τρομαγμένα, μέχρι και το άφοβο σκυλί του έτρεχε αλαφιασμένο, πέρα-δώθε μέσα στη στάνη κι έψαχνε κάπου να κρυφτεί. Ο βοσκός γύρισε τα μάτια του προς τη μαυρίλα της νύχτας. Η ησυχία καμιά φορά γεννά τις πιο άγριες σκέψεις.

Πάγωσε το αίμα από το φόβο του και χωρίς να ξέρει το γιατί άρχισε να ψιθυρίζει μια προσευχή:

«Άη Γιώργη, Άη Γιάννη κι Άη Τίμιε Σταυρέ και Χριστέ μου αληθινέ

Δέσε και χαλίνωσε τα συρμάμενα της γης

Τον όφη την οχιέντρα, τον σκορπιό τη σκολομέντρα, τη Γελτού, τη Μαλλού, τη Καπαροκεφαλού, το μυξιάρη, το λυγδιάρη, το κακό τον άνθρωπο και τον νυχτογυριστή, ως τα να βγει ο ήλιος πέντε κονταρόξυλα να τινάξω τα σακιά μου και να πάω στη δουλειά μου»

Καλύτερα να μείνω στο σταύλο και το πρωί, σα φέξει, τραβάω για το χωριό, εδώ έχω παρέα τα ζώα μου και έκανε να πιάσει δυο κουβέρτες κι ένα μαξελάρι, για να στρώσει το αχεροκρέβατο του.

Ξάφνου άκουσε ένα δυνατό χτύπο στην πόρτα, άρπαξε ένα μαχαίρι και πλησίασε σα ναταν γάτης, ώσπου άκουσε μια σχεδόν γνώριμη φωνή και κάπως ησύχασε.

  • Άνοιξε μου ξάερφε, ήρθα να σε πάρω στο χωριό γιατί η γυναίκα σου είναι άρρωστη.

Ήταν ο νεαρός που λίγες ώρες νωρίτερα είχε πεθάνει και τον είχαν θάψει στο κοντινό νεκροταφείο! Ο βοσκός, που έλειπε τρεις μέρες από το χωριό, δεν είχε μάθει για το φονικό, έτσι καλοδέχτηκε το παλικάρι, αν και του φάνηκε σαν άρρωστος, είχε τη χλωμάδα των νεκρών.

Αντάλλαξαν δυο κουβέντες κι ο νεαρός πρότεινε στο βοσκό να επιστρέψει στο σπίτι, γιατί, όπως του είπε, η γυναίκα του είχε πέσει αρρωστημένη στο κρεββάτι κι ήταν του θανατά.

Με βαριά καρδιά ο βοσκός άναψε ένα δαδί, έσβησε με στάχτη το τζάκι και έτρεξε σχεδόν μηχανικά στην πόρτα. Εκεί ο καταχανάς του άρπαξε το δαδί και το έσβησε, λέγοντας του πως έχει λαμπρό φεγγάρι που σηκώνει και νεκρούς! Κι ήταν τέτοια η φωνή του, που έκαμε το στόμα και το μυαλό του βοσκού να ξεραθούν από το φόβο. Μια φωνή απόκοσμη, σα να μην είχαν φωνήεντα οι λέξεις κι ο ήχος να έβγαινε μέσα από τσακμακόπετρες.

Στο μονοπάτι για το χωριό άρχισαν τα περίεργα, ο νεαρός δεν έκοβε δρόμο, τραβούσε μια ευθεία. Περνούσε μέσα από τους σκίνους, κουτρουβαλούσε το άψυχο κορμί του πάνω στους γκρεμούς και κάθε τόσο φώναζε στο βοσκό:

  • Από δω ξάερφε, από εδώ είναι ο καλός δρόμος.

Κι ύστερα χανόταν, φαινόταν μια σκιά άλλοτε μικρή, σα του ποντικού κι άλλες στιγμές πελώρια, πιο ψηλή κι από τα δέντρα και γεμάτη παράξενες γωνίες.

  • Ύπαγε οπίσω μου σατανά, ύπαγε οπίσω μου όξωαποδώ.

Έλεγε και ξανάλεγε ο βοσκός που τον είχε πιάσει τρόμος.

Στην είσοδο του χωριού ο καταχανάς έδειξε τον γκρεμό κι είπε στον βοσκό να πέσουν για φτάσουν μια ώρα αρχύτερα! Εκείνος στάθηκε μια στιγμή κι έπειτα έτρεξε  γραμμή για την κοντινή εκκλησία. Εκεί χώρισαν μια και καλή οι δρόμοι τους.

Κάποτε ο βοσκός έφτασε σπίτι και ξύπνησε τη γυναίκα του από βαθύ ύπνο. Άρχισε να της περιγράφει την περιπέτεια του και κείνη όταν άκουσε για τον νεαρό τον έκοψε τρομαγμένη.

  • Ξέρεις αυτό το παλικάρι σήμερα το θάψαμε.

Του φώναξε και έκανε να πλησιάσει προς τα εικονίσματα. Εκείνη τη στιγμή  ο άντρας της έχασε τον κόσμο και λιποθυμούσε.

Ο βοσκός έκανε πολλούς μήνες να συνέλθει, έπαψε να βγαίνει τα βράδια από το σπίτι και τη μέρα, που έφεγγε ο ήλιος, ποτέ δεν περπατούσε μοναχός του.  Όταν άκουγε έναν περίεργο θόρυβο ή ένιωθε καμιά ξένη μυρωδιά, τότε μάζευε σα μπάλα όλο το κορμί του και στα φωναχτά έλεγε όλες τις προσευχές που γνώριζε.

 

Η ιστορία του καταχανά πρωτογράφτηκε από τον Ίκαρο το 1934 στην εφημερίδα «Δωδεκάνησος».