Η επιστροφή και «τ’ Άη Λία, τ’ Άη μάλα» με τον ηγούμενο Παΐσιο
Του Μιχαήλ Γ. ΠΕΤΡΙΔΗ*
Γυμνασιάρχη- αγωνιστή στην www.rodiaki.gr
Ο ξεσηκωμός του Έθνους είχε γίνει. Όλοι μιλούσαν για πολεμικούς αγώνες και μέλλουσες επιτυχίες. Το όραμα της λευτεριάς φώτιζε σαν πολικό αστέρι τις ελληνικές ψυχές. Καθ’ ελληνική γωνιά συλλογιζότανε με ποιόν τρόπο θα προσφέρη τις υπηρεσίες της στην Πατρίδα, που πάλευε μ’ ένα γίγαντα, την Τουρκιά, κι είχεν ανάγκη από την οποιαδήποτε βοήθεια κάθε παιδιού της.
Οι Καστελλοριζιοί στο πόδι. Συνέδρια πάνω στα συνέδρια. Οι δημογέροντές τους δεν έχουν ύπνο από τις σκέψεις. Οι πρόκριτοι τους περικυκλώνουν και τους ενθαρρύνουν. Ένας, ο πιο ζωηρός, προτείνει:
– Θα λάβουμε μέρος στην επανάσταση, Θα παλαίψουμε σα ναυτικός λαός, που είμαστε, κατά θάλασσα.
– Μα είμαστε μακριά από τάλλα νησιά και πολύ κοντά στην Ανατολή, τη μεγάλη στεριά. Μόλις ξεσηκωθούμ’ εμείς οι άντρες μπαίνοντας στα καράβια, θάρθουν του Τούρκοι από απέναντι και θα πετσοκόψουν τις γυναίκες μας, τα παιδιά μας και τους γέρους μας.
Σιωπή καταθλιφτική ακολούθησε. Ένας βραχνάς ζουλούσε τις ψυχές. Το μπόδιο τους ήρθε σαν ένας γκρεμός στα στήθια και τους κράτησε την ανάσα.
Όλοι κοίταζαν χάμω με ζωγραφισμένη την αμηχανία στα ροδοκόκκινα κ’ ηλιοκαμένα πρόσωπα. Οι γροθιές τους σφιχτές κ’ οι μασέλες τους μανταλωμένες.
Ξάφνου πετιέται από τη θέση του ένας σαρανταπεντάρης μελαχροινός, αψηλός, βεργολυγερός.
– Ακούστε, πατριώτες, λέει με σταθερή φωνή. Δε θα μείνουμε όξω από τον αγώνα, δε μπορεί να μείνουμε. Θα κάνουμε μια μεγάλη θυσία, λαβαίνοντας μιάν τολμηρήν απόφαση. Νά τηνε, θα βάλουμε τα γυναικόπαιδά μας στα καράβια κι’ αφού θα τα φέρουμε να τα σιγουρέψουμε στα νησιά, πούνε στην Κρήτη, και στην Ελλάδα κοντά, θα μείνουμε αδέσμευτοι να λάβουμε μέρος ενεργητικό στον αγώνα της λευτεριάς. Δεχθήτε το. Μη διστάσετε. Ο Θεός θα μας βοηθήση.
– Και τα πράματά μας; Τι θα γίνουν τα πράματά μας; αρώτησεν ένας ασπρομάλλης γερόλυκος της θάλασσας.
– Όσα μπορέσουμε θα τα πάρουμε μαζί μας, φορτώνοντάς τα στα καράβια μας. Τάλλα θα ταφίσουμ’ εδώ, κρύβοντάς τα μέσα στις στέρνες μας, αφού τις αδειάσουμε, χύνοντας στους δρόμους το νερό κι αφού τις σκεπάσουμε με χώμα, έτσι που και να μπουν οι Τούρκοι στα σπίτια μας μέσα να μη μπορούν να τα ανακαλύψουν.
– Και τα σπίτια μας; και τις εκκλησιές μας;
– Αν έρθουν οι Τούρκοι και τα κάψουν καλώς καημένα. Η Ελλάδα λευτερωμένη θα μας φτιάξη καλύτερα…
Η απόφαση για την αναχώρηση των Καστελλοριζιών είχε ληφθή, κ’ είταν οριστική. Μα και γενική, αφού κανείς δεν έφερε αντίρρηση σοβαρή.
Η αναχώρηση
Κι άρχισαν οι ετοιμασίες. Εκληδομαντάλωσαν τις εκκλησιές τους, αφού πήραν από μέσα τα χρυσά κι ασημένια ιερά σκεύη.
Κουβάλησαν αφού μπαλάρησαν όλα τα πράματα, που νόμισαν πώς έπρεπε να πάρουν μαζί τους, και τα φόρτωσαν στα καράβια τους.
Φίλησαν τα κατώφλια των σπιτιών τους και κρατώντας τις άγιες εικόνες, «τους εφεστίους Θεούς(1)» στα χέρια τους, μπήκαν δακρυσμένοι στα καράβια.
Από κει αντίκρυσαν την πόλη. Τους φάνηκε σα νεκρή, σα στοιχειωμένη. Ξιππάστηκαν. Κ’ έμειναν για πολλήν ώρα σιωπηλοί.
Τη νύχτα σήκωσαν τις άγκυρες κι απολάρησαν. Το πρωί τους βρήκε πεντέξη μίλια δυτικά του νησιού τους. Το αντίκρυσαν με βουρκωμένα τα μάτια. Έκαναν το σταυρό τους αγναντεύοντας τα κάτασπρα ξωκκλήσια, που σφάνταζαν στις κορφούλες των βουνών σαν περιστέρια κουρνιασμένα. Όλοι συλλογίστηκαν κι αναρωτήθηκαν περίλυποι:
– Θα ξαναγυρίσουμε ζωντανοί στα σπίτια μας; Θα ξαναδούμε τον τόπο μας;».
Σε λίγες μέρες έφτασαν κι άραξαν άλλα καράβια στην Κάρπαθο, άλλα στην Κάσσο κι άλλα στην Αμοργό. Οι ντόπιοι τους δεχτήκανε με φιλοξένους διαθέσεις και τους περιποιήθηκαν αδελφικά.
Αφού σιγουράρησαν σε σπίτια και παραπήγματα τα παιδιά, τις γυναίκες, του γέρους και τις γριές οι Καστελλοριζιοί, έδωσαν τα παλιά τους καράβια στην προσωρινή Ελληνική Κυβέρνηση, για να τα χρησιμοποιήση ως μπουρλότα και με τα γερά, αφού τα μοίρασαν σε μικρές μοίρες, αρχήσαν τον αγώνα κατά της τουρκικής αρμάδας, κυρίως, κατά των μεταφορικών πλοίων των Τούρκων.
Μια μοίρα ήρθε και δρούσε στο Λύκιο πέλαγος, κοντά στο Καστελλόριζο, για νάχη την έννοια του και να το διαφεντέψη, αν δη τους Τούρκους να το πατούν.
Πολλούς από τους Καστελλοριζιούς, σαν πολύ έμπειρους, τους πήραν για τιμονιέρηδες και λοστρόμους οι αναγνωρισμένοι αρχηγοί του Έθνους, Τομπάζης, Κανάρης κ.τ.λ. Σώθηκαν σχετικά επίσημα ευχαριστήρια πιστοποιητικά.
Το όραμα της ποθητής λευτεριάς έδινε θάρρος στους άντρες μες στα καράβια τους κ’ εγκαρτέρηση στις ξενιτεμένες οικογένειές τους στα ξένα νησιά.
Οι Καστελλοριζιοί, που ξεπατριστήκανε για λόγους εθνικής δράσεως και για την ασφάλεια των γυναικοπαίδων τους, είχαν μοιραστή σοφά στα τρία νησιά. Στην Κάρπαθο που είτανε πιο μεγάλη από τάλλα δυο νησιά, πήγαν περισσότεροι.
Είπαμε για τη θερμή φιλοξενία, που δείξανε στους ξένους τους οι φιλογενείς κι αγαθοί νησιώτες και που η ενθύμησή της έμεινε βαθειά χαραγμένη μέσα στην ψυχή κάθε Καστελλοριζιού.
Δεν ξεχνώ με πόση συγκίνηση η γιαγιά μου, σαν είμαστε παιδιά, κοντά σ’ άλλα επεισόδια της εποχής εκείνης, μας διηγότανε και για την καλωσύνη των νησιωτών, που παίρνανε τους ξένους στα σπίτια τους και μοιράζουνταν μ’ αυτούς τις κατοικίες τους.
Ας σημειωθή πως η γιαγιά μου, πέθανε 103 χρονών κ’ είτανε κοπέλλα 16-17 χρονών, όταν τελείωσεν η Επανάσταση.
Στην Κάρπαθο
Μα είναι ανάγκη να πούμε και κάτι άλλο. Η Κάρπαθος έκανε ξεχωριστήν εντύπωση στους Καστελλοριζιούς με τις φυσικές καλλονές της, την πολύκαρπη γη της, την πανώρια πρασινάδα της και τα κρουσταλλένια τρεχάμενα νερά της
Το Καστελλόριζο είναι ένα τόσο δα, ξερό βραχόνησο. Νερό τρεχούμενο δεν έχει. Οι κάτοικοί του πίνουν και κάνουν τη λάτρα τους με νερό βρόχινο, που το μαζεύουν από το χειμώνα σε στέρνες. Δεν έχει χωράφια, δεν παράγει τίποτα το Καστελλόριζο.
Σε κάτι μικρές κοιλαδούλες βλέπει κανείς κάμποσα αμπέλια και λιγώτερα κηπάρια, που τα προϊόντα τους είναι ασήμαντα και δε φτάνουν σε τίποτα . Γι’ αυτό το κάθε τι έρχεται απ’ όξω, αφού ο τόπος δεν παράγει.
Οι Καστελλοριζιοί σαν έφυγαν από την ξεραΐλα του μικρού νησιού τους-που κατοικήθηκε μόνο για το έξοχο, ασφαλέστατο λιμάνι του-και βρέθηκαν μπροστά στη γονιμότητα κ’ ευφορία της Καρπάθου, με την πλούσια χλωρωσιά της, την πολυκαρπία και την ξεχωριστή μαγεία των τοπίων της, έμειναν κατάπληκτοι. Εμακάρισαν τους Καρπάθιους για την τύχη τους και, όταν γύρισαν κατόπιν στο νησάκι τους, με την εντύπωση πάντα την αξέχαστη της πλούσιας καρπαθιακής γης και των νερών που την ποτίζουν, τραγουδούσαν ανάμεσα στάλλα τραγούδια τους, της Λαμπρής, κι αυτό το δίστιχο:
Τον δεύτερον Παράδεισον
Η Κάρπαθο τον έχει
Με τα πολλά της τα δεντριά
Και το νερό που τρέχει
Με η ξενιτειά, ακόμα κι ανάμεσα σε ομογενείς αν βρίσκεται ο ξενιτεμένος, είναι πάντα πικρή. Το πατρικό σπίτι, ο βράχος που γεννηθήκανε, τα στενοσόκκακα κι οι πλατειούλες που παίξαμε παιδιά, τα περιγιάλια που μας είδαν να μεγαλώνουμε, το λιμάνι με τα καράβια του που τόχαμε πάντα μπροστά στα μάτια μας, οι εκκλησούλες μας οι αγαπημένες, όλ’ αυτά μας γεμίζουν παντοτινά την ψυχή και μας καλούν κοντά τους.
Η νοσταλγία μας δεν πραΰνεται, ανήσυχη σαν τη θάλασσα. Γι’ αυτό κ’ οι Καστελλοριζιοί, και στην Κάρπαθο και στάλλα νησιά, μένοντας, λαχταρούσαν να ξαναγυρίσουν στην πατριδούλα τους τη μακρινή κι αφισμένη, στα κλειστά σπιτάκια τους, στα μουράγια τους τα θαλασσόβρεχτα, στα δρομάκια τους τα πλακόστρωτα.
Και τραγουδούσαν:
Επήγα και στην Κάρπαθο,
Επήγα και στην Κάσσο,
Καημένον Καστελλόριζο
Και πού να σε ξεχάσω;
Πέρασαν χρόνια. Ο αγώνας για την εθνική απολύτρωση των Ελλήνων πήρε κι έδωσε. Η κοινή γνώμη της Ευρώπης ενθουσιασμένη για τους ηρωισμούς των Ελλήνων δεν άργησε να επιβληθή στις Κυβερνήσεις και να συνηγορήση για τη δημιουργία ελεύθερης ελληνικής Πατρίδας.
Η Κόκκινη Μηλιά
Τα βουνά έπαψαν ν’ αντιλαλούν από τις τουφεκιές κ’ οι θάλασσες ηρέμησαν από το θόρυβο των ναυμαχιών κι από τον αλαλητό που προκαλούσαν τα μπουρλότα στα πληρώματα της τουρκικής αρμάδας.
Μια γραμμή συνοριακή είχε κανονιστή από τους δυνατούς της γης για την Ελλάδα. Ένα κομμάτι από τα επαναστατημένα ελληνικά μέρη είχε κλειστή μες σ’ αυτή τη γραμμή. Δέχτηκαν οι Έλληνες, κουρασμένοι, εξηντλημένοι, στραγγισμένοι την προσωρινή αυτή οροθέτηση. Προσωρινή, ναι. Αργότερα έχει ο Θεός. Όλα τα ελληνικά μέρη «πάλι με χρόνια, με καιρούς, πάλι δικά μας θάναι».
Έτσι δεν έλεγε το προφητικό τραγούδι; Ας δημιουργηθή ελεύτερη εθνική γωνιά, ελεύθερη έστω και μικρή Ελλάδα τώρα, έστω κ’ έως τον Παγασητικό και τον Αμπρακικό κόλπο, και κατόπι βλέπουμε. Έχουμε ανάγκη από δικό μας, καταδικό μας ορμητήριο. Από κει ξαίρουμε ως που θα τραβήξουμε· θα κυνηγήσουμε από κει τον Τούρκον ως την «Κόκκινη Μηλιά».
Οι Καστελλοριζιοί, λειωμένοι από νοσταλγία, αφού έκαναν το πατριωτικό τους καθήκον, σκέφτηκαν να γυρίσουν πίσω στο νησάκι τους. Μπήκαν στα καράβια τους και ξεκίνησαν. Ένας στόλος είναι ολάκαιρος τα μπρίκια κ’ οι γολέττες τους, τα μπάρκα μπέστια και τα τρεχαντήρια τους, οι μπρατσέρες κ’ οι πουμπάρδες τους.
Στις 19 Ιουλίου παραμονή του Προφήτ’ Ηλία, άρχισαν ναράζουν ένα-ένα τα ξενιτεμένα από τόσον καιρόν ιστιοφόρα στο πάτριο λιμάνι. Οι άντρες, οι νέοι, τα παιδιά από τη χαρά τους την ανεκλάλητη γιατί βλέπουν απείραχτη από Τούρκους την πατρίδα τους, πέφτουν με τα ρούχα τους στη θάλασσα, αλαλάζοντας:
– Τ’ Άη Λία, τα’ Άη μάλα.
Ο ηγούμενος τα’ Άη Γιωργιού του Βουνιού Παΐσιος, που μόνος αυτός είχε μείνει στο νησί, σα φύλακάς του, έχοντας εν ανάγκη να κρυφτή το βαθύ σπήλαιο τα’ Άη Χαραλάμπου με το αγιασμένο νερό του, τους υποδέχτηκε, πέφτοντας κι αυτός ενθουσιασμένος στη θάλασσα. Τα καράβια είταν γεμάτα παντιέρες και σινιάλα.
Από τότες έμεινε η συνήθεια στο Καστελλόριζο την παραμονή τ’ Άη Λία, όλοι οι άρρενες του νησιού να πέφτουν με τη θέλησή τους ή κι αθέλητα, διά της βίας, ντυμένοι στη θάλασσα και ναλαλάζουν γυρνώντας στην προκυμαία το «Τ’ Άη Λία, τα’ Άη μάλα» και τα παιδιά να υψώνουν στα παραθώρια τους πολύχρωμες παντιέρες, που στον εσπερινό τις παίρνουν και τις στήνουν μπροστά στο μοναστήρι του Προφήτη Ηλία, που δεσπόζει του λιμανιού(2).
ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ
* Ο Μιχαήλ Γ. Πετρίδης γεννήθηκε στο Καστελλόριζο την 1η Ιανουαρίου 1886 και πέθανε στην Αθήνα την 1η Ιανουαρίου 1973, Αγωνιστής, εκπαιδευτικός-γυμνασιάρχης, ποιητής, πολυγραφότατος-μας άφησε πλούσιο υλικό τεκμηριωμένο για την Ιστορία, τα ήθη και έθιμα της πατρίδας του. Πληρεξούσιος Καστελλορίζου κατά την Επανάσταση του 1913-όλα σχεδόν τα υπομνήματα και εκθέσεις είναι γραμμένα δια χειρός Μ. Πετρίδη. Ευλογημένος, γιατί υπήρξε ο κύριος συνομιλητής για την πατρίδα του, με τον Ελευθέριο Βενιζέλο, Ίωνα Δραγούμη, Λάμπρο Κορομηλά και άλλους πολιτικούς και διπλωμάτες της εποχής του μεγάλου ξεσηκωμού των Καστελλοριζίων.
1. Εφέστιοι θεοί, στην ελληνική και στη ρωμαϊκή αρχαιότητα, θεοί που ήταν προστάτες της οικογένειας
2. Δημοσιεύθηκε από την 1η Μαΐου μέχρι 1η Ιουλίου 1931 στην εφημερίδα «Δωδεκανησιακή Αυγή». Δόθηκε στη «Ροδιακή» από το δημοσιογράφο και ιστορικό ερευνητή Κώστα Τσαλαχούρη.