γράφει ο Μανώλης Δημελλάς
Ήταν σε κάποιο κοντινό γλυκό κι ανέμελο καλοκαιράκι, η μικρή παρέα κατέβαινε από τον πίσω δρόμο, είχε προορισμό σε μια από τις πολλές παραλίες του Αφιάρτη. Εκεί στο ύψος του Άη Γιάννη ο οδηγός έκοψε ταχύτητα και προκάλεσε τους φίλους του:
Εδώ δεν υπάρχει τίποτε το ενδιαφέρον! Κοιτάχτε τριγύρω, είναι η απόλυτη ερημιά της Καρπάθου…
Συνήθως εκείνοι που γνωρίζουν παύουν να μιλούν, αγκαλιάζουν σφιχτά τις εμπειρίες τους κι απομακρύνονται μαζί τους βιαστικά.
Τα λάστιχα του νοικιάρικου αυτοκινήτου γκρίνιαξαν στις στροφές του πάνω Αφιάρτη, μια στιγμή αργότερα κι η παρέα ριχνόταν στη θάλασσα, έχτιζε καινούριες μνήμες πάνω στους καθάριους αφρούς της άγριας παραλίας.
Ούτε που θα μπορούσαν να φανταστούν πως μόλις είχαν προσπέρασει μια από τις πιο όμορφες και προπαντός καρπερές γειτονιές της Καρπάθου!
Αργά το απόγεμα οι ακτές ερήμωσαν, έμειναν μονάχα οι πέτρες από τα χαλάσματα, τίποτε περαστικές γάτες, αυτές που κάθε καλοκαίρι έπιαναν «δουλειά» στα εποχιακά εστιατόρια, μπόλικα σπουργίτια κι ένα ζευγάρι φιλαέρφια, γεράκια με τα μακριά φτερά, που έμοιαζε να κάνουν περιπολία πάνω στο στεγνό από ψυχές, θαρρώ ακόμη κι από αναράες, Αφιάρτη.
Στην περιοχή του Τσίγκουνα, στον επάνω Αφιάρτη, σήμερα σπάνια περπατούν άνθρωποι, όμως φτάνει να σταθείς μια μικρή στιγμή υποψιασμένος, τότε θα ακούσεις το βολόσυρο του χρόνου να σέρνεται πάνω στα σπαρτά, να περνά δίπλα από καλοκαμμωμένους στάβλους, να κοντοστέκεται στο διώροφο σπίτι του Νικολαΐδη, μέχρι να καταλήξει σε κείνον τον υπεραιωνόβιο Κέδρο. Το τεράστιο δέντρο, που παρά την πικρή εγκατάλειψη, επιμένει να στέκει ολόρθο, σαν επαναστατημένο παλικάρι, στην καρδιά του Τσίγκουνα.
Ας κατεβούμε λοιπόν από το μονοπάτι του Αντωνάκη, κάποτε έτσι λέγαν την πρώτη γειτονιά που ήταν κοντά στον Αή Γιάννη. Εκεί, ακριβώς δίπλα στον αμαξωτό. Έπειτα πιάνουμε τα Μούρελα, περπατάμε αμάθητοι μέσα στην ερημιά της φύσης και βγαίνουμε στη γειτονιά που τη λέγαν Χολέτρα, μπροστά μας απλώνεται ένας από τους κρυφούς παράδεισους της Καρπάθου.
Χειμώνα-καλοκαίρι εδώ τα νερά ήταν άφθονα! Στο σημείο υπήρχαν δυο χολέτρες, από τη μια έτρεχε γλυκό νερό μα στην άλλη ήταν θεόπικρο. Αφήνουμε πίσω μας τις δυο γούρνες, λίγο πιο κάτω μια μικρή λίμνη έδινε εξωτική νότα στο αγροτικό τοπίο.
Συνεχίζουμε να περπατάμε το μονοπάτι, σα να ακούγαμε τους ήχους από τα πέταλα των φορτωμένων μουλαριών, έπειτα προσέξαμε τις λείες ακανόνιστες πλάκες του μονοπατιού, αγγίξαμε βούρλα, μυρίσαμε σχινόκαρφα και σα να νιώσαμε το γέρο Μπαλούρδο, έναν από τους ικανότερους μαστόρους της περασμένης εποχής, να δίνει πνοή σε έναν ξεροτράχαλο κτίσμα.
Τραβούσαμε για το σπίτι σύμβολο των Καρπάθιων μεταναστών. Το διώροφο του Νικολαΐδη ήταν το ξόδεμα τις περίσσιας αγάπης, ή καλύτερα λατρείας, του ξενιτεμένου για τον γενέθλιο τόπο του.
Η κατασκευή του σπιτιού ολοκληρώθηκε τον Αύγουστο του 1928, ο ιδιοκτήτης του, αν και είχε πάθος με την Κάρπαθο και το χωριό του, έμεινε συνολικά έναν ή το πολύ δυο μήνες μέσα σ ’αυτό! Το σπίτι γνώρισε πόλεμο, επίταξη από τους Γερμανούς, βομβαρδισμούς των συμμάχων και το αδιάκοπο πλιάτσικο από τους περαστικούς, όμως επιμένει, στέκει λαβωμένο κόντρα στο χρόνο.
Μέσα στην κοιλάδα του Τσίγκουνα συναντάμε περίπου 50 σπαράγματα από μικρούς και πιο μεγάλους καρπάθικους στάβλους. Μπροστά ο στάβλος της Νικολάενας, λίγο πιο κάτω του μπάρμπα Γιώργη Χατζηγιωργάκη, με τη σκιερή του άλωνα, αλλά και το όμορφο σπίτι του Κωνσταντίνου Μηλιώτη κι αυτό χτίστηκε το 1928, στο απέναντι ύψωμα το σπιτάκι του Αγγέλου.
Τα ξύλα από τις οροφές, τα χαλάσματα και οι σοβάδες των τοιχείων, ακόμη και τα κομμάτια από τα σταμνιά του Καραξή, δεν αποκαλύπτουν το μεγαλείο της μικρής-μεγάλης τους ιστορίας.
Τα αγύριστα αμπέλια, οι σπαρμένες εκτάσεις κι ένας γλυκός κάματος ανθρώπων και ζώων, όλα είχαν αντάλλαγμα την αγάπη και τον πολλαπλασιασμό της μάνας φύσης.
Στα μέσα του 20ος αιώνα οι φωνές όπως και οι καρποί της κοιλάδας άρχισαν να σβήνουν.
Λίγους μήνες πριν από το ξέσπασμα του 2ου Παγκοσμίου Πολέμου ο Ιταλός μηχανικός Τσιντιλλίνι σχεδιάζει και με την ομάδα του εκτελεί υδραυλικές εργασίες, μαζεύει όλα τα νερά της περιοχής για να χρησιμοποιηθούν από το στράτευμα.
Λίγα χρόνια αργότερα, ήταν το φθινόπωρο του ’43, οι Γερμανοί επιτάσσουν το διώροφο σπίτι του Νικολαΐδη, τίποτα δεν ήταν πια ίδιο, ακόμη και κείνοι που είχαν απομείνει στον επάνω Αφιάρτη γνώριζαν ότι δεν υπήρχε πολύς χρόνος.
Το τέλος του πολέμου σήμανε και τη μεγάλη έξοδο, το νησί άλλαζε ρότα, άφηνε πίσω την αγροτική παραγωγή, η φύση δεν ήταν αρκετή. Η «σωτηρία» των ανθρώπων και ταυτόχρονα ο θάνατος της γης θα έφθανε μέσα από το δολάριο.
Χανόμαστε μέσα στα στενά μονοπάτια της άγνωστης ρεματιάς, φουρνοκέλια, κούρπιθες, πατητήρια, μικρά και πιο μεγάλα κελάκια, δωμάτια για ζώα ή αποθήκες για τη φύλαξη προιόντων. Λίγο πιο πέρα ο νερόμυλος κι ένα σωρό γέρικα δέντρα, κυρίως λυπημένες χαρουπιές και στεγνές ελιές. Όλα βιάζονται να πουν την ιστορία τους, όλα μαρτυρούν την ανθρώπινη εγκατάλειψη, την αδιαφορία, την αγνωμοσύνη μας.
Φτάνουμε στο ύψωμα, μέσα στο περίφημο χωράφι του Νικολαΐδη, εδώ βρίσκεται ο βασιλιάς της κοιλάδας. Ένας τεράστιος Κέδρος στέκει περήφανος, χορτασμένος από παιδικά χάδια. Στη σκιά του στήθηκαν αμέτρητα γλέντια, εδώ έδιναν το Κυριακάτικο ραντεβού ακόμη και τα πιο μικρά παιδιά του επάνω Αφιάρτη, στα χοντρά κλωνάρια του έφτιαχναν κούνιες και κείνος, φιλόξενος, σαν αληθινός Θεός, δε χαλούσε χατίρι σε κανέναν!
Ο Βασίλης Ρουσάκης μεγάλωσε σε ετούτη την κοιλάδα, θυμάται και αφηγείται με κάθε λεπτομέρεια τις παιδικές ιστορίες και αναρωτιέται, γιατί αυτό το δέντρο να μην χαρακτηριστεί διατηρητέο μνημείο της φύσης; Όμως ποιος θα ασχοληθεί; Ποιος θα μας δώσει μια απάντηση;
Η στεγνή ερημιά πονά πιο πολύ από όλα, όμως οι δικές μας γενιές δε γνώρισαν τις φωνές, δε ζεστάθηκαν από την ανάσα του Αφιάρτη.
Περνάμε μα δεν σταματάμε σ΄αυτές τις γειτονιές. Κι είναι τόσο μα τόσο παράξενο, εκείνο το πελώριο δέντρο έχει για συντροφιά μονάχα τη σκιά του, όμως δε λέει να λυγίσει! Ενώ γνωρίζει ότι κανείς και τίποτε δεν τοχει πια ανάγκη, αφού οι άνθρωποι είμαστε πια μεταξωτοί και πάνε χρόνια που παλεύουμε να μοιάσουμε με τις σκιές Δαιμόνων που έχουμε για πρότυπα.