Με βαθιά συγκίνηση κι ένα ακατάπαυστο χειροκρότημα αποχαιρετούμε τον Μίκη Θεοδωράκη, αγωνιστή-δημιουργό, οδηγητή και πρωτεργάτη μιας νέας, μαχόμενης τέχνης στη μουσική.
Ορμητικός, εμπνευσμένος και φλεγόμενος από το πάθος της προσφοράς στο λαό, ο Θεοδωράκης κατόρθωσε να χωρέσει στο μεγαλειώδες έργο του όλο το έπος της λαϊκής πάλης του 20ου αιώνα στη χώρα μας. Άλλωστε, μέρος αυτού του έπους υπήρξε και ο ίδιος.
Από 17 κιόλας χρονών οργανώθηκε στο ΕΑΜ και λίγο μετά στο ΚΚΕ, παίρνοντας μέρος στην Εθνική Αντίσταση. Τον Δεκέμβρη του ‘44 πολέμησε στη μάχη της Αθήνας, που πνίγηκε στο αίμα και μετά την ήττα του Δημοκρατικού Στρατού μοιράστηκε με τους συντρόφους του τις άγριες διώξεις του αστικού κράτους ως εξόριστος στην Ικαρία και τη μαρτυρική Μακρόνησο, όπου βασανίστηκε άγρια. Στη συνέχεια, αγωνίστηκε μέσα από την ΕΔΑ και τους Λαμπράκηδες για την πολιτιστική αναγέννηση, ενώ «πλήρωσε» με νέες δοκιμασίες, φυλακές και εξορίες, την παράνομη δράση του ενάντια στη δικτατορία των συνταγματαρχών το 1967. Συγκλονιστικές ήταν οι συναυλίες που έδινε στο εξωτερικό μέχρι την πτώση της δικτατορίας και στη συνέχεια σε όλη την Ελλάδα. Το 1978 ήταν υποψήφιος δήμαρχος του ΚΚΕ στην Αθήνα, ενώ το 1981 και το 1985 εκλέχτηκε βουλευτής του Κόμματος. «Τα πιο δυνατά και όμορφα χρόνια μου τα έζησα στις γραμμές του ΚΚΕ» είχε δηλώσει στην εκδήλωση που διοργάνωσε το Κόμμα για να τιμήσει τα 90 χρόνια της καλλιτεχνικής και κοινωνικής προσφοράς του.
Πράγματι ο Θεοδωράκης δεν ξέχασε ποτέ τα ιδανικά της ελευθερίας και της κοινωνικής δικαιοσύνης, που έμειναν ανεκπλήρωτα. Το έργο του είναι μια διαρκής αναμέτρηση με την αδικία και την ηττοπάθεια, ένα σάλπισμα πάλης, νέων αγώνων, αντίστασης, ανάτασης κι ελπίδας. «Τη Ρωμιοσύνη μην την κλαις… εκεί που πάει να σκύψει… να την πετιέται από ξαρχής» είναι η απάντησή του στην πίκρα και την απογοήτευση ενός λαού, που τα όνειρά του δεν πήραν ακόμα εκδίκηση.
Αυτή η κατάφαση στη ζωή και τον αγώνα δεν είναι ρηχή και πάντα εύκολη. Κάποιες φορές αναδύεται μέσα από βασανιστικό αναστοχασμό. Χωρίς αμφιβολία ο Μίκης, όσο καλά ήξερε να χτυπά κάθε μικρή και μεγάλη αδικία, το ίδιο καλά ήξερε να εδραιώνει την πίστη ότι η αγάπη, η ευτυχία, η ειρήνη και η ελευθερία είναι πράγματα κατορθωτά. Αλλά κι όσο ρωμαλέα και δυνατά χειριζόταν το «δίκοπο μαχαίρι», το «αστραφτερό σπαθί» της μουσικής του, τόσο εύκολα ήξερε να απαλαίνει το τραγούδι του, αγγίζοντας με τρυφερή ευαισθησία κάθε καλό και ωραίο στη ζωή και τον κόσμο.
Η μουσική του Μίκη είναι ζυμωμένη με όλα εκείνα τα υλικά που φτιάχνουν τη μεγάλη τέχνη, την τέχνη που συλλαμβάνει τον σφυγμό της εποχής της και προαισθάνεται το επερχόμενο. Το αίσθημα, το φρόνημα, η μνήμη και η πείρα του λαού που αγωνίζεται, είναι η πηγή της έμπνευσής του. «Ό,τι φτιάξαμε το πήραμε από το λαό και στο λαό το επιστρέφουμε» έλεγε και αυτό δεν ήταν σεμνοτυφία. Ο Θεοδωράκης είχε βαθιά συνείδηση ότι για το προσωπικό του καλλιτεχνικό κατόρθωμα σπουδαίο ρόλο έπαιξε η εποχή του. Είχε απόλυτη επίγνωση ότι στον ιδιαίτερο τρόπο και τον δυναμισμό της τέχνης του αντανακλούσαν οι πράξεις του λαού κι ότι η δική του συμμετοχή στη λαϊκή δράση, παρότι τον αποσπούσε σε κάποιο βαθμό από τη δημιουργία του, ήταν το οξυγόνο της. «Ο καλλιτέχνης που ζει και δημιουργεί μέσα στην πάλη, εξασφαλίζει ξεχωριστή θέση για το έργο του» δήλωνε. Το έργο του είναι λαμπρή απόδειξη ότι η μεγάλη τέχνη είναι πάντα πολιτική είτε το επιδιώκει είτε δεν το επιδιώκει ο δημιουργός της.
Ο Θεοδωράκης είχε και εμπιστοσύνη στο λαό. Πίστευε ότι ο λαός έχει τη δύναμη να κατακτήσει ό,τι πιο υψηλό και όμορφο δημιουργεί ο άνθρωπος στην ιστορία του. Γι’ αυτό και με ιερή αφοσίωση καλλιέργησε μια τέχνη που ανυψώνει το λαό. Ο Μίκης δεν μελοποίησε μόνο έξοχα τον ποιητικό λόγο χωρίς να τον προδίδει, τον αναδημιούργησε και τον παρέδωσε με εκείνη τη μορφή που μπαίνει κατευθείαν στη λαϊκή καρδιά. «Έφερε την ποίηση στο τραπέζι του λαού, πλάι στο ποτήρι και το ψωμί του», όπως έγραφε γι’ αυτόν ο Ρίτσος. Δεν είναι μόνο η ανεπανάληπτη στην ιστορία συνομιλία της μουσικής του με την ποίηση του Ρίτσου στον «Επιτάφιο», που μέσα και από τις συγκλονιστικές ερμηνείες του Μπιθικώτση και του Χιώτη έγινε ένας διαχρονικός λαϊκός θρήνος και ύμνος μαζί στον θάνατο που γονιμοποιεί το μέλλον. Ο Θεοδωράκης πέτυχε να μιλήσει με την υψιπετή ποίηση στη λαϊκή ψυχή, ακόμα και μέσα από απαιτητικές και ασυνήθιστες στο λαϊκό αυτί μουσικές φόρμες, όπως αυτές στο «Άξιον Εστί» του Ελύτη, στο «Επιφάνεια-Αβέρωφ» του Σεφέρη, στο «Πνευματικό Εμβατήριο» του Άγγελου Σικελιανού κ.ά.
Στον ποταμό του έργου του συνυπάρχουν σχεδόν όλα τα είδη μουσικής: Οι λαϊκοί δρόμοι και το δημοτικό τραγούδι, αλλά και η αρχαία τραγωδία, το βυζαντινό μέλος, το κλασσικό τραγούδι, η συμφωνική μουσική, τα ορατόρια. Πολύπλευρος και πολυτάλαντος, διανοούμενος καθώς ήταν, είχε και ένα πλούσιο συγγραφικό έργο. Στην περίπτωση του Μίκη Θεοδωράκη συναντήθηκε η καλλιτεχνική ιδιοφυΐα με μια προσωπικότητα ανήσυχη, άγρυπνη και δημιουργική, που ένοιωθε πάντα την ανάγκη να ξεπερνά τον εαυτό της. Η μουσική του έσπασε τα σύνορα της χώρας, καθώς η γλώσσα της έχει την οικουμενικότητα από τα κοινά βάσανα, τις ελπίδες, τα οράματα που μοιράζονται όλοι οι λαοί, όλοι οι ταπεινοί της γης. Η παγκόσμια αναγνώριση της καλλιτεχνικής και κοινωνικής προσφοράς του επισφραγίστηκε με το βραβείο Λένιν για την ειρήνη. Και αύριο με τη δική του μουσική θα τραγουδήσουμε μαζί οι λαοί στην Ελλάδα, την Τουρκία, την Κύπρο, τα Βαλκάνια, τη Μέση Ανατολή, παντού στη γη, το τραγούδι της ειρήνης.
Στον Μίκη άρεσε να περπατά, να αναπνέει «στους μεγάλους δρόμους, κάτω απ’ τις αφίσες». Και εκεί η μουσική του θα συνεχίζει να ακούγεται, να εμπνέει, να παρακινεί, να διαπαιδαγωγεί. Με τη μουσική του Μίκη θα συνεχίζουμε να πορευόμαστε ώσπου… «να σημάνουν οι καμπάνες» της κοινωνικής απελευθέρωσης. Αλλά και όταν «τελειώσει ο πόλεμος» δεν θα τον ξεχάσουμε… Θα είναι μαζί μας και όταν «κοκκινίζουν τα όνειρα».
Αθάνατος Μίκη!
Στους οικείους του το ΚΚΕ απευθύνει τα θερμά του συλλυπητήρια και τους εύχεται καλή δύναμη.
Αθήνα 02/09/2021
Η Κεντρική Επιτροπή του ΚΚΕ