![]() ![]() |
Ο «ΑΓΙΟΣ ΙΕΡΩΝΥΜΟΣ» ΤΟΥ ΓΙΑΝ ΒΑΝ ΑΙΚ, 1442, ΙΝΣΤΙΤΟΥΤΟ ΤΕΧΝΗΣ ΤΟΝ ΝΤΙΤΡΟΪΤ. ΟΙ ΙΣΤΟΡΙΚΟΙ ΤΕΧΝΗΣ ΑΠΟΔΙΔΟΥΝ ΤΗ ΔΗΜΙΟΥΡΓΙΑ ΤΟΥ ΕΙΚΟΝΟΓΡΑΦΙΚΟΥ ΤΥΠΟΥ ΤΟΥ ΣΤΟΥΝΤΙΟΛΟ -ΧΩΡΟΙ ΟΠΟΥ ΑΝΑΠΤΥΧΘΗΚΕ ΤΟ ΟΥΜΑΝΙΣΤΙΚΟ ΠΝΕΥΜΑ ΤΗΣ ΑΝΑΓΕΝΝΗΣΗΣ- ΣΤΟΝ ΠΡΩΤΟΜΑΣΤΟΡΑ ΤΗΣ ΦΛΑΜΑΝΔΙΚΗΣ ΣΧΟΛΗΣ, ΤΟΝ ΖΩΓΡΑΦΟ ΓΙΑΝ ΒΑΝ ΝΤΑΪΚ. |
Το 1491 ένα απροσδόκητο γεγονός τάραξε τη γαλήνη της οικογενείας του, τη βύθισε σε ατέλειωτες αγωνίες και περιπέτειες και ανέτρεψε τα προσωπικά του σχέδια: ο αδελφός του Μανουήλ κρίθηκε ένοχος ανθρωποκτονίας και για να αποφύγει τη σύλληψη και την παραδειγματική τιμωρία διέφυγε στην Κάρπαθο. Τι ακριβώς συνέβη ίσως δεν το μάθουμε ποτέ. Στην αλληλογραφία τους ο πατέρας και τα δύο αδέλφια μιλούν μόνο για την ανάγκη συλλογής χρημάτων για να εξαγοράσουν την ποινή και τη συγκατάθεση των συγγενών του θύματος, και να φέρουν πάλι κοντά τους τον εξόριστο Μανουήλ. Ουσιαστικά το βάρος της προσπάθειας έπεφτε στις πλάτες του νεαρού Ιωάννη, ο οποίος επί μια δεκαετία αφιερώθηκε αποκλειστικά στον σκοπό αυτό, ασχολούμενος με την αντιγραφή χειρογράφων και με το εμπόριο υφασμάτων, μόνος του ή συνεργαζόμενος με τον γαμπρό τους Γεώργιο Σκορδίλη.
Η άφιξη του Ιωάννη στην πόλη με τα τενάγη (πόλη με τα έλη) το καλοκαίρι του 1494 αποσκοπούσε και στην αμνήστευση του αδελφού του, καθήκον που δεν έπαυε να του υπενθυμίζει ο πατέρας του στα γράμματά του: «αγαπητέ, μη μοι αποπέμψης ενθάδε τι, αλλά σύνασε, ίνα τι αγαθόν ποιήσης τω ομαίμονι ή σαλβοκοντότον ή βάζε, οις εγώ αμοιβός σοι υπόσχομαι καθόλου». Ο Γεώργιος, μολονότι γέρος πια και αδύναμος, ήταν διατεθειμένος να ταξιδέψει στη Βενετία για να τον βοηθήσει με όποιον τρόπο έκρινε εκείνος καλύτερα. O Ιωάννης Γρηγορόπουλος έγινε δεκτός στους κύκλους των Ελλήνων λογιών και καλλιγράφων της Βενετίας. Ανάμεσα τους συνάντησε και παλαιούς γνώριμους από τον Χάνδακα, τον ιερέα Ιωάννη Πλουσιαδηνό, τον Ιωάννη Ρώσσο, τον Γεώργιο Αλεξάνδρου, τον συνομήλικο και συμμαθητή του Μάρκο Μουσούρο κ.ά., και δεν άργησε να κερδίσει τη συμπάθεια και την εκτίμησή τους χάρη στο ζήλο, την επιμέλεια και την εργατικότητά του. Διατηρούσε αλληλογραφία με τον Αποστόλη, τον Μιχαήλ Τριβώλη, τον Μουσούρο, τον Ζαχαρία Καλλέργη κ.ά. Από τους Βενετούς λογίους γνώρισε τον Ιωάννη Bembo και τον Pietro Bembo, λίγο μετά την επιστροφή του από τη Μεσσήνη όπου είχε μαθητεύσει κοντά στον Κωνσταντίνο Λάσκαρη. Μορφές, όπως η Άννα Νοταρά (11507), η κόρη του «πανσεβεστάτου και ενδοξοτάτου κυρίου Λουκά Νοταρά, τότε μεγάλου δουκός της Κωνσταντινουπόλεως», και ο ευγενής Νικόλαος Βλαστός από την Κρήτη, αποτελούσαν τη ζωντανή παράδοση του Γένους του και οι ιδέες τους για τη διάσωση και την αναστήλωση της ελληνικής κληρονομιάς έδωσαν περιεχόμενο και σκοπό στις πνευματικές του ασχολίες.
Στη Βενετία ο Ιωάννης εργάστηκε αρχικώς ως καλλιγράφος και από τα τέλη του 1497 ως (αρχι)διορθωτής στο τυπογραφείο του Καλλιέργη-Βλαστού και, από τα μέσα του 1500, του Άλδου Μανούτιου. Η συμβολή του στην εκδοτική παραγωγή των τυπογραφείων αυτών αφορούσε τη φιλολογική επιμέλεια του κειμένου με τη βοήθεια των χειρογράφων που είχε στη διάθεσή του και τη διόρθωση των τυπογραφικών δοκιμίων, εργασίες που δεν διέφεραν και πολύ από εκείνη της παραδοσιακής αντιγραφής των αρχαίων κειμένων. Η γνωριμία του με τον Άλδο έγινε ευθύς μετά την άφιξή του στη Βενετία, ασφαλώς με τη μεσολάβηση του πολυπράγμονα δασκάλου του Αποστόλη, ο οποίος το 1495 επιμελήθηκε και προλόγισε τη «Γαλεομυομαχΐα» του Θεοδώρου Προδρόμου, μια από τις πρώτες εκδόσεις του Άλδου. Οταν το 1497 οι σχέσεις των δύο ανδρών διακόπηκαν λόγω οικονομικών διαφορών, ο Ιωάννης κλήθηκε να μεσολαβήσει, χωρίς όμως αποτέλεσμα. Έτσι ο δάσκαλός του βρέθηκε σε δύσκολη θέση. «Οίσθα και γαρ το παν ακριβός» του γράφει ο Αποστόλης το 1499. «Άλδος Μανούτιος, ο φιλέλλην κατ’ αντίφρασιν, αιτεί με διά τινος φρα Παύλου τους δέκα χρυσίνους και ήμισυ των βιβλίων, οις ακριβώς οίδας ως ανταπέδωκα γραφή και πάνω ην κατεβαλόμην εν τω διορθούν τας παρ’ εκείνου τυπουμένας των βύβλων». Οι καλές σχέσεις του Ιωάννη με τον Ιταλό εκδότη εδραιώθηκαν λίγο αργότερα, όταν αρνήθηκε, παρά τις δελεαστικές προτάσεις, να συνεργαστεί με τους ανταγωνιστές του Άλδου Gabriele Bracci και Bartolomeo Pelusio.
Από τα τέλη του 1497 ο Ιωάννης Γρηγορόπουλος ασχολήθηκε από κοινού με τον Μουσούρο, τον Καλλιέργη και τον Βλαστό στην έκδοση του «Μεγάλου Ετυμολογικού» (8 Ιουλίου 1499), του «ωραιότερου έργου της ελληνικής τυπογραφίας», όπως έχει χαρακτηριστεί. Συμμετείχε επίσης στις μνημειώδες εκδόσεις του Αμμωνίου «Υπόμνημα ες τας πέντε φωνάς Πορφυρίου» (1500) και του Γαληνού «Θεραπευτικής μεθόδου λόγος πρώτος» (1500). Χρειάστηκαν τρία χρόνια σκληρής εργασίας για να γίνει ο Ιωάννης περιζήτητος στον κόσμο της βενετικής τυπογραφίας, να ξεφύγει από την οικονομική ανέχεια που τον ταλάνιζε ως τότε, και να δώσει αίσια λύση στην υπόθεση του εξόριστου αδελφού του. «Οίδα γαρ ότι τοις πάσιν αυτός ει γνώριμος και τρανώτερον οίδας των πραγμάτων τας εκβάσεις», του έγραφε από την Κάρπαθο ο Μανουήλ, που είχε αποθέσει τς ελπίδες του σε αυτόν. Και πράγματι, στα μέσα του 1499 ο Ιωάννης ήταν σε θέση να ανακοινώσει στον άρρωστο πατέρα του ότι είχε εξαγοράσει την «ελευθερία» του αδελφού του με εβδομήντα δουκάτα. Από τα τέλη του 1500, οπότε η εταιρεία του Καλλιέργη-Βλαστού έκλεισε, ως τις αρχές του 1505 ο Ιωάννης εργάστηκε στο τυπογραφείο του Άλδου, πλάι στον Μουσούρο, τον Καρτερομάχο κ.ά. Στο διάστημα αυτό κυκλοφόρησαν δεκαεπτά πρώτες εκδόσεις ελληνικών βιβλίων, ανάμεσα στις οποίες ξεχωρίζουν τα ιστορικά έργα του Ηροδότου, του Θουκυδίδη και του Ξενοφώντα, οι Τραγωδίες του Σοφοκλή και του Ευριπίδη, οι Λόγοι του Δημοσθένη, οι Διάλογοι του Λουκιανού κ.ά. Οπως έδειξε ο Μ. Sicherl, στον Ιωάννη οφείλεται η εκδοτική επιμέλεια των Τραγωδιών του Σοφοκλή (1502) και του Ευριπίδη (1503). Υπήρξε επίσης ιδρυτικό μέλος της Νεακαδημίας, ενός συλλόγου λογιών που συστάθηκε από τον Άλδο με σκοπό τη μελέτη και τη φιλολογική προετοιμασία των ελληνικών κειμένων για έκδοση. Στον κανονισμό της ο Ιωάννης αναφέρεται με την προσωνυμία «φυλής διορθωτίδος», ένδειξη ότι εργαζόταν ως προϊστάμενος διορθωτής των ελληνικών εκδόσεων του αλδινού τυπογραφείου. Στο μεταξύ, οι πρώτες συνέπειες από την πολιτική αστάθεια στην Ιταλική Χερσόνησο και από την ανακάλυψη των νέων θαλάσσιων δρόμων προς τις αγορές της Ανατολής οδήγησαν τη βενετική οικονομία σε παρατεταμένη ύφεση. Οι πωλήσεις των βιβλίων του Άλδου μειώθηκαν και ο φιλόδοξος εκδότης βρέθηκε σε δυσχερή θέση, ιδιαίτερα μετά την άρνηση του Andrea Torresano να συνεχίσει τη χρηματοδότηση του εκδοτικού προγράμματος. Αρκετοί συνεργάτες του αναγκάστηκαν να ζητήσουν αλλού εργασία ή να φύγουν. Ο Μουσούρος μετακόμισε στην Πάδοβα και ανέλαβε τη διδασκαλία της αρχαίας ελληνικής στο περιώνυμο πανεπιστήμιο της πόλης. Ο Ιωάννηςε, πιεζόμενος από τις περιστάσεις, αποφάσισε να επιστρέφει -προσωρινά- στον Χάνδακα. Είχαν κιόλας παρέλθει έντεκα χρόνια απουσίας και ένα σύντομο ταξίδι στη γενέτειρά του θα του έδινε την ευκαιρία να σταθμίσει καλύτερα την κατάσταση και να σχεδιάσει τα επόμενα βήματά του. Στις 29 Σεπτεμβρίου 1504 δεν είχε φύγει ακόμη. Την ημέρα εκείνη ο δομινικανός μοναχός Jean Cuno (1463-1513), μέλος της Νεοακαδημίας, παρακολούθησε ένα μάθημά του με θέμα τις «Νεφέλες» του Αριστοφάνη και κατέγραψε το γεγονός στο τέλος των σημειώσεων που κράτησε από αυτό. Στον Γερμανό ελληνιστή της Νυρεμβέργης και όψιμο ακροατή των μαθημάτων του ο Ιωάννης εμπιστεύτηκε τα λιγοστά προσωπικά του πράγματα, μερικά χειρόγραφα και τις επιστολές των συγγενών και των φίλων του να τα φυλάξει ως την επιστροφή του, και στις αρχές του επόμενου έτους αναχώρησε για την Κρήτη. Στον Χάνδακα ο Μανουήλ εργαζόταν ως νοτάριος της ελληνικής και η οικονομική κατάσταση της οικογενείας βελτιωνόταν σταθερά. Έτσι, ο Ιωάννης αποφάσισε να εγκατασταθεί οριστικά στον γενέθλιο τόπο και να αφιερωθεί στις προσφιλείς διδακτικές και κωδικογραφικές του ασχολίες. Εκεί ζούσε ακόμη το 1508.
«ΚΡΗΤΕΣ ΤΥΠΟΓΡΑΦΟΙ ΣΤΗΝ ΑΝΑΓΕΝΝΗΣΗ»
7 ΗΜΕΡΕΣ
Η ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ
ΑΘΗΝΑ
from ανεμουριον https://ift.tt/2Ve8F48