Γράφει και επιμελείται ο ΚΩΣΤΑΣ ΤΣΑΛΑΧΟΥΡΗΣ
Στα χρόνια της Εθνικής Παλιγγενεσίας..
Ο πίνακας παριστά τη στιγμή του τέλους. Ο σημαιοφόρος Μπισσόν κρατώντας με το δεξί χέρι τη θρυαλλίδα και με το αριστερό το μόνο όπλο που του είχε απομείνει, το ξίφος του, κατέρχεται στο αμπάρι του πλοίου «Παναγιώτης» και σε λίγα δευτερόλεπτα θα ανατιναχτεί με εκατό και πλέον πειρατές, για να μην πέσει στα χέρια τους!..
Στιγμές μεγαλείου και δόξας!..
Ποιος ο Μπισσόν
Αλλά ποιος ήταν ο Μπισσόν: Γεννήθηκε στις 5 Φεβρουαρίου 1796, στο Guémené της Βρετάνης και βρήκε ηρωικό θάνατο στις 5 Νοεμβρίου 1827 στην Αστυπάλαια. Από το 1809 πραγματοποιεί υπερπόντια ταξίδια, υπηρέτησε στο Ναυτικό της πατρίδας του στις Δυτικές Ινδίες, στη Νέα Γη, Ινδικό ωκεανό, Σενεγάλη και Γουιάνα, το 1821 σημαιοφόρο πια τον βρίσκουμε στο Αιγαίο πέλαγος, να πραγματοποιεί δεκάδες επιχειρήσεις, εναντίον των πειρατών που λυμαίνονταν το Αρχιπέλαγος, μέχρι την τραγική εκείνη νύχτα, όπου ο πάρων «Παναγιώτης» με πλήρωμα 14 άνδρες, λόγω σφοδρής κακοκαιρίας, αναγκάστηκε να αγκυροβολήσει στη Μαλτεζάνα, όπου δέχτηκε επίθεση από τους πειρατές… Σκότωσε 140 απ’ αυτούς!…
Ο Ιούλιος Βερν στο βιβλίο του «Το Αρχιπέλαγος της φωτιάς», αναφέρεται με λεπτομέρειες στο γεγονός και ειδικά στο δεκατοτέταρτο κεφάλαιο.
Στη Μαλτεζάνα της Αστυπάλαιας υπάρχει ένα μνημείο το οποίο ανήγειρε η γαλλική Κυβέρνηση, το οποίο επισκεφτήκαμε το 1995, με το Όνειρο, την Ελένη, και φωτογραφήσαμε την περιοχή-δυστυχώς σήμερα δεν την βρήκαμε.
Τα γεγονότα άρχισαν πολύ πριν, όταν μετά τη ναυμαχία του Ναυαρίνου, οι συμμαχικοί Στόλοι, θέλησαν να περιορίσουν την πειρατεία, που λυμαινόταν τη Μεσόγειο, και ειδικά την περιοχή του Αιγαίου. Τα ελληνικά πειρατικά πλοία-υπολογίζονταν περισσότερα από χίλια-έφταναν μέχρι τις ακτές της Καραμανίας, δηλαδή οι δραστηριότητές τους περιλάμβαναν όλη την Ανατολική Μεσόγειο.
Τα πειρατικά σκάφη χρησιμοποιούσαν του αναρίθμητους ορμίσκους των νησιών και των παραλίων της Ελλάδας και έτσι η καταδίωξη και σύλληψή τους από τα βαριά και δυσκίνητα αγγλικά και γαλλικά πολεμικά ήταν σχεδόν αδύνατη.
Επίσης οι πειρατές είχαν στη διάθεσή τους οχυρωμένες βάσεις, οι κυριότερες των οποίων βρίσκονταν στη Γραμβούσα, Αντίπαρο, Κάσο, Καστελλόριζο στο νότιο Αιγαίο, και στα Διαβολονήσια στο Βόρειο Αιγαίο. Η πειρατεία την εποχή αυτή, αποτελούσε πραγματικό στίγμα στην όλη υπόθεση του υπέρ της ανεξαρτησίας κατά θάλασσα, Αγώνα.
Πάντως είναι γεγονός ότι οι πειρατές ήταν άριστοι και θαρραλέοι ναυτικοί και γι’ αυτό ήταν ασύλληπτοι και ιδιαίτερα επικίνδυνοι.
Ένα από τα πειρατικά πλοία που βρισκόταν στο νότιο Αιγαίο και ειδικά στην περιοχή των Νοτίων Σποράδων ήταν ο πάρων «Παναγιώτης». Ναυπηγήθηκε στην Κάρπαθο και είχε δύο κατάρτια. Στη Νάξο εξοπλίστηκε με έξη πυροβόλα, μεσαία δύναμη πυρός, για την εποχή του, και οι άνδρες του ανέρχονταν σε εξήντα δύο. Σε μια από τις επιδρομές του στην περιοχή των ακτών της Συρίας συλλαμβάνεται από τον γαλλικό μυοπάρωνα «Lamproie» και ο υποπλοίαρχος Αμελέν τον μετέφερε στην Αλεξάνδρεια μαζί με τους Έλληνες πειρατές, που την ημέρα της συλλήψεως ανέρχονταν σε εξήντα έξη.
Εκεί αναγνωρίζεται από πλοιάρχους εμπορικών πλοίων που είχε λαφυραγωγήσει και αποφασίζεται ο επικεφαλής των πειρατών και οι άνδρες του, εκτός από έξι που παρέμειναν στον «Παναγιώτη», να μεταφερθούν στη Σμύρνη.
Το έργο της μεταφοράς ανέλαβε ο κυβερνήτης της φρεγάτας «Magicienne», Κορνέτ ντε Βενανκούρ και ως βοηθητικό σκάφος πήρε τον «Παναγιώτη», που επάνδρωσε με 14 άνδρες, από το πλήρωμα της φρεγάτας, με επικεφαλής το σημαιοφόρο Μπισσόν, ηλικίας 31 χρόνων.
Τα δύο πλοία απέπλευσαν από το λιμάνι της Αλεξάνδρειας, την 1η Νοεμβρίου 1827, και αμέσως βρήκαν φοβερή τρικυμία που διαρκούσε επί ημέρες.
Στη Μαλτεζάνα
Νωρίς το απόγευμα στις 5 Νοεμβρίου ο σημαιοφόρος Μπισσόν αναγκάζεται να καταπλεύσει με τον πάρωνα «Παναγιώτη», λόγω της σφοδρής τρικυμίας σε όρμο της Αστυπάλαιας, που απείχε τρία μίλια από την πόλη. Δεν υπήρχε επαφή με την φρεγάτα. Εκεί δύο από τους πειρατές ρίχτηκαν στη θάλασσα και έφτασαν στην ακτή. Από τη στιγμή εκείνη, ο Μπισσόν αντιλήφθηκε ότι έπρεπε να είναι έτοιμος, για κάθε ενδεχόμενο.
Ο ναύαρχος Jurien de la Graviere γράφει ότι « το δράμα παρεσκευάζετο, δράμα ηρωικόν, επί μακρόν, απηχήσαν καθ’ άπασαν την Ευρώπην…».
Ο Μπισσόν γέμισε τα τέσσερα πυροβόλα και διέταξε όλα τα όπλα και τα ξίφη να μεταφερθούν στο κατάστρωμα. Στις 10 το βράδυ δύο μεγάλα πειρατικά μίστικα, 80 τόνων, καλά εξοπλισμένα, εμφανίστηκαν στον όρμο, με κατεύθυνση προς την πρώρη του πάρωνα. Και τα δύο πλοία προχωρούσαν χωρίς πανιά, ήταν γεμάτα από άνδρες που κωπηλατούσαν με γοργό ρυθμό. Ο Μπισσόν τους κάλεσε επανειλημμένα να αποχωρήσουν, χωρίς να λάβει καμιά απάντηση. Τότε άδειασε το δίκαννο όπλο του και έτσι έδωσε το σύνθημα για έναρξη του πυρός. Τότε οι πειρατές απάντησαν με σφοδρά πυρά.
Ο επιζήσας υποκελευστής Τρεμεντέν γράφει: «Το εν, των πλοιαρίων, προσήγγισεν ημάς υπό τον πρόβολον, το έτερον προς την αριστεράν παρειάν.
»Πολλοί των ημετέρων έκειντο ήδη νεκροί. Εν ριπή οφθαλμού, μεθ’ όλους εμού τους αγώνας, μεθ’ όλας τας προσπαθείας του γενναίου ημών κυβερνήτου, πλειότεροι των εκατόν Ελλήνων πειρατών ενέβαλον εις το πλοίον ημών. Μέγα δε μέρος αυτών, ερρίφθη παρευθύς εις το κύτος προς λεηλασίαν. Εμαχόμην δεξιότοιχος παρά την κάθοδον του δωματίου.
»Ο πλοίαρχος Μπισσόν εξωθηθείς εκ του πρωραίου καταστρώματος, βαίνει προς με, αιμοσταγής και λέγων:
-Οι λησταί είναι κύριοι του πλοίου. Το κύτος και το κατάστρωμα είναι πλήρη εξ αυτών. Επέστη η στιγμή να τελειώσωμεν την υπόθεσιν.
»Ταύτα λέγων, επήδησεν επί του υποστρώματος του προθαλάμου, όπερ ευρίσκετο τρεις μόνον πόδας, υπό το κατάστρωμα, και όπου είχομεν αποθέση την πυρίτιδα, κρατών κεκρυμμένην εν τη αριστερά χειρί θρυαλλίδα. Από της θέσεως ταύτης, έχων το ήμισυ σχεδόν σώμα εκτός του καθέκτου, με διέταξε να παρακαλέσω τους επιζώντας Γάλλους να ριφθώσιν εις την θάλασσαν. Είτα δε θλίβων μοι την χείρα μοι λέγει:
-Χαίρε πλοηγέ, θέλω δώσει πέρας εις πάντα.
»Μετά τινα δευτερόλεπτα εγένετο η έκρηξις και ανετινάχθην εις τον αέρα».
Ο Τρεμεντέν εκσφενδονίστηκε στην ακτή με σπασμένο το πόδι. Άλλοι τέσσερις Γάλλοι ρίχτηκαν στη θάλασσα πριν την έκρηξη και έφτασαν στην ακτή χωρίς να πάθουν το παραμικρό. Το πρωί βρέθηκαν τα πτώματα εβδομήντα πειρατών και τριών Γάλλων. Οι συλληφθέντες πειρατές μετά τη Σμύρνη μεταφέρθηκαν στην Τουλώνη.
Το τραγικό αυτό γεγονός ανάγκασε το συμμαχικό στόλο και την προσωρινή ελληνική Κυβέρνηση να εντείνουν τις προσπάθειές τους και σε λίγο χρονικό διάστημα, μετά την πτώση της Γραμβούσας η πειρατεία έπαυσε να υπάρχει στο Αιγαίο.
O διασωθείς Υβ Τρεμεντέν (Yves Tremintin), γεννήθηκε στις 17 Φεβρουαρίου 1778 και πέθανε στις 3 Ιουνίου 1862, σημαιοφόρος του Γαλλικού Ναυτικού. Μετά τα γεγονότα της Αστυπάλαιας, παρέμεινε παράλυτος, σε αναπηρικό καροτσάκι-το Γαλλικό κράτος τον τίμησε και τον παρασημοφόρησε με το παράσημο του ιππότη της Λεγεώνος της Τιμής. Το 1836 υπαγόρευσε την έκθεσή του για τα διατρέξαντα. Όλα του τα παράσημα φυλάσσονται στο Εθνικό Μουσείο Παρισίων. Προς τιμήν του η Γαλλία ονόμασε τα βοηθητικά της σκάφη με το όνομά του, μέχρι σήμερα-Pilot Tremintine II (SNS 088).
Επιλεκτική βιβλιογραφία
*Jurien de la Graviere «La Station du Levant», E. Plon. Nourrit & Cie, Paris,1894.
*«L’ enseigne de vaisseau Bisson», brochure.
*Κ.Α. Αλεξανδρή, αντιπλοιάρχου Π.Ν. «Αι ναυτικαί επιχειρήσεις του υπέρ Ανεξαρτησίας Αγώνος 1821-1829», 1930.
Linxs: www.bretagne.com/guemene-sur-scorff.htm, www.lescorff.com, www.infobretagne. com/guemene-sur-scorff.htm. Σήμερα η πόλη Guemene-sur-Scorff βρίσκεται σε υψόμετρο 137 μέτρων, εκτείνεται σε 114 εκτάρια, έχει 1171 κατοίκους και είναι πρωτεύουσα του ομώνυμου καντονίου. Σήμερα δήμαρχος είναι ο René le Moullec.