Κουταλιανού Περιοδείες… του Ανδρέα Ηλία Μακρή

Κουταλιανού Περιοδείες… του Ανδρέα Ηλία Μακρή
Του Ανδρέα Ηλία Μακρή

Θυμάμαι λες και ήταν χθες καλοκαίρι του 1953, όταν εντελώς απρόσμενα, ο γνωστός ανά το Πανελλήνιο περιπλανώμενος showman αθλητής της υπαίθρου Κουταλιανός(1) πέρασε περιοδεία και από την Κάρπαθο. Μάλιστα, κατά σύμπτωση συνεπώνυμος. Μακρής! το όνομα του το βαπτιστικό; Τάσος.

Πασίγνωστος λέω για τη θηριώδη σωματική του δύναμη και τα ρωμαλέα μπράτσα. Θα επιδείξει τις πραγματικά υπερφυσικές του δυνάμεις σε εποχές που το καθημερινό του σιτηρέσιο(2) περιλάμβανε φασολάδα, φάβα ή φακές, άντε και κανένα καρβέλι ψωμί. Γιατί κρέας και ψάρια για τον Κουταλιανό ήταν «είδη πολυτελείας» και «εν ανεπαρκεία» και μάλιστα, χωρίς τα σημερινά φαρμακευτικά δυναμωτικά παρασκευάσματα «ΤΟΝΟΤΙL» με αμινοξέα που κάνουν extra turbo, τον πρώτο ασθενικό οργανισμό.
Αγγαρεύεται λοιπόν, ο αξέχαστος ντελάλης μας ο Βασίλης ο Νουμερόπουλος ο οποίος διασχίζει διαγωνίως, οριζοντίως και καθέτως τις συνοικίες των Πηγαδίων από τη «Σκάλα» μέχρι τους «Ανεμομύλους» και «Σκόπη» και «Γιαπλάκους» μέχρι τη «Σίσσαμο» και με μακρόσυρτες ανακοινώσεις γνωστοποιεί -με μικρές κάθε τόσο στάσεις να πάρει κάποιες ανάσες- την άφιξη του Κουταλιανού αραδιάζοντας λεπτομέρειες των κατορθωμάτων του πρόχειρα γραμμένες πάνω σε ένα χαρτόνι, με ευκολοδιάβαστα κεφαλαία γράμματα να μην σκοντάφτει η γλώσσα του, να τρέχει ροδάνι και όχι συλλαβιστά:
«‘Ηρθε ο Κουταλιανός!…
Σήμερα τ’ απόγευμα στο «σιντριβάνι»,
θα κάνει πρά(γ)ματα και θάματα!
Με τα δόντια μασάει καρφιάααα!
με το κούτελο σπάζει τούβλααα!
Τρέξε κόσμε!..»
Και βέβαια στο κάλεσμα του Βασίλη μας, αναμενόμενη η μαζική ανταπόκριση των Πηγαδιωτών. Κόσμο να δουν τα μάτια σου. Χριστέ μου, τι πολυκοσμία, τι σαματάς! Από νωρίς γέμισε ο κεντρικός δρόμος στο «Σιντριβάνι» άντρες, γυναίκες, παιδιά όλο περιέργεια, τι άραγε θα πρωτοθαυμάσουν.
Επί τέλους, κάποια στιγμή η μεγάλη ώρα έφθασε και να, ο Κουταλιανός «επί σκηνής». Μα τι λέω; Καταμεσής του δρόμου και εντός κύκλου που σχημάτιζε το μέγα πλήθος των θεατών. Παρουσιάζεται λοιπόν ένας μετρίου αναστήματος νεαρός άντρας κοντοκουρεμένος, πρόσφατα φαίνεται απολυμένος από το στράτευμα με άδετα άρβυλα φορώντας καλοκαίρι ζαμάνι, χειμερινό χακί χιτώνιο αλλά ξεκούμπωτο, να προβάλλει ίσως το δασύτριχο και μυώδες στήθος με τα μανίκια ανασηκωμένα να φαίνονται και τα παραφουσκωμένα του «ποντίκια». Ρίχνει ένα αμήχανο βλέμμα στο πλήθος των θεατών με άχρωμη την έκφραση του προσώπου και αρχίζει αμέσως να αυτοσυστήνεται και να εξηγεί τα κατορθώματα του, που σε λίγο θα αποθαυμάσουμε.
Ξύπνιο παλληκάρι, άνθρωπος της πιάτσας, αρχίζει με τα δύσκολα να εντυπωσιάσει αμέσως το κοινό, να δρέψει γρήγορα το πρώτο θερμό χειροκρότημα, να φορτώσει και τις… μπαταρίες του. Με τα δόντια στον ισόπεδο δρόμο αρχίζει και τραβάει με σχοινί το οκτάμετρο φορτηγό αυτοκίνητο της Σοφίας του Χριστοδούλου με την καρότσα κατάφορτη από Πηγαδιώτες και οδηγό τον Τάκη Τσαουσόπουλο. Το κοινό, βουβό, προσηλωμένο, εκστατικό παρακολουθεί τα κατορθώματά του. Συνεχίζει το πρόγραμμα. Πάλι με τα δόντια σφιγμένα σαν τανάλια! Θα λυγίσει τώρα 90 μοίρες πέντε-έξι χοντρά δωδεκάποντα καρφιά πάνω σε καδρόνι καρφωμένα, που το κρατούσαν όμως τέσσερις μπρατσωμένοι Πηγαδιώτες τους οποίους ταρακουνούσε πέρα-δώθε από την υπερπροσπάθεια που κατέβαλλε. Και τα καταφέρνει χωρίς την επομένη να πρέπει οπωσδήποτε να επισκεφθεί… ορθοδοντικό για προσθετική δοντιών.
Χωρίς ανάπαυλα, ξαπλωμένος τώρα στο δρόμο ανάσκελα, με τη ράχη προς τα κάτω σπάνε πάνω στο στήθος του Κουταλιανού με «βαριά» ολάκερο αγκωνάρι πωρόλιθου. Επί τούτου, καλείται ο νεαρός λατόμος μας Μιχάλης Εμμ. Αλαχούζος ο οποίος στην αρχή δίσταζε, προφανώς αναλογιζόμενος πιθανές “κακώσεις” στα παΐδια του Κουταλιανού. Τίποτα, καμία ανησυχία. Κομμάτια έγινε ο… πωρόλιθος! Γίνεται μια μικρή ανάπαυλα -όχι βέβαια για κατεπείγουσες… μαγνητικές τομογραφίες «άνω και κάτω κοιλίας» του Κουταλιανού- απλώς να πάρει κάποιες ανάσες ο φτωχός ο βιοπαλαιστής, όνομα και πράμα. θα λέγαμε, κυριολεκτικά και μεταφορικά.
Ξεχνάει για λίγο τον εαυτό του ως αθλητή και αρχίζει το απαραίτητο θέατρο. Όλο έπαρση, φέρνει δυό – τρεις γυροβολιές να δείξει πόσο άτρωτος είναι και συνεχίζει το show, το αθλητικό υπερθέαμα.
Με το μέτωπο τώρα ο Κουταλιανός θα σπάσει όχι ένα, όχι δύο, αλλά… τρία τούβλα στη σειρά τοποθετημένα πάνω σε τάβλα. Δεν καταλαβαίνει όμως Θεό! Συνεχίζει σε ρυθμό τροχάδην και ζητά κάποιους από τους θεατές να τον αλυσοδέσουν όσο πιο σφικτά και περίπλοκα μπορούν, χέρια, πόδια, λαιμό, στήθος. Έμπειροι ψαράδες αναλαμβάνουν το δύσκολο έργο με δοκιμασμένους ναυτικούς κόμπους. βασανίζεται, διπλώνεται, κυλιέται στο δρόμο, ιδρώνει προσπαθεί να απαλλαγεί από τα «δεσμά» και το κατορθώνει ύστερα από κάποιο πεντάλεπτο εναγώνιας προσπάθειας
«’Ενα θερμό χειροκρότημα, παρακαλώ!»
Ζητάει ο Τάσος σε ένδειξη επικρότησης και ενθάρρυνσης των προσπαθειών του. Και εμείς τα πιτσιρίκια με τη σειρά μας ανταποκρινόμασταν με επευφημίες και αλαλαγμούς. Κάποιοι όμως, δεν γίνεται -εκτός βέβαια, αν είσαι τελείως γαϊδούρι- αντιδρούσαν που και που με ειρωνικά υπονοούμενα να δείξουν πόσο μάγκες είναι, αλλά εισέπρατταν πάραυτα το περιφρονητικό χαμόγελο του ανεξίκακου Κουταλιανού και εκεί σταματούσε η πλάκα. Ίσως και από τον φόβο των Ιουδαίων!… Μην τα πάρει ανάποδα που λέτε και τους εκστομίσει ένα θυμωμένο και ποιος;
«Άντε απ’ εδώ. ’Αντε, στην ευχή της Παναγίας».
Στο τέλος, αποτολμά να αντιπαραβάλει τον εαυτό του με καμιά εικοσαριά εθελοντές -ψαράδες οι περισσότεροι-συνηθισμένοι από τα γεννοφάσκια τους να τραβού «μια-ούλοι» τις βάρκες στη στεριά. Πώς; Σε τεντωμένο σχοινί μόνος, χωρίς ιδιαίτερη προσπάθεια τους παρασέρνει στην πλευρά του. Εκεί να δεις τα γέλια εμείς, με πεσμένους χάμω ανάσκελα και εκτός μάχης όλους τους ανταγωνιστές του Κουταλιανού.
Ο μαθητόκοσμος των Πηγαδίων, ολόκληρο παιδομάνι έκθαμβοι και με το στόμα ανοικτό θαυμάσαμε τα κατορθώματά του. Να το αναφέρουμε -χωρίς παρατσούκλια που κουβαλούσαμε οι περισσότεροι- με μοναδική εξαίρεση το γειτονόπουλό μου «Κουλουκουντή»:
Ηλίας Φρ. Χιωτάκης, Ηλίας Μ. Λαθουράκης, Γιώργος, Ανδρέας, Λάκης Ηλ. Μακρής, Σωκράτης Η. Σακελλάκης, Γιώργος Εμμ. Λάμπρος, Φρίξος Εμμ. Βόζος, Μανώλης Π. Καρακατσάνης, Γιάννης & Χαρής Α. Ζαβόλας, Γιάννης Μιχ. Ζαβόλα, Ντίνος & Φραγκιός Ι. Καραξής, Σωτήρης & Νικήτας Πολεμικού, Σταύρος Βιτωρούλης, Ντίνος Μιχ. Λάμπρος, Μανώλης Α. Μανωλάκης, Μιχάλης Ι. Φράγκος, Γιώργος Λιβαδιώτης, Νίκος Μελισσηνός, Μιχάλης & Γιάννης Δ. Μαγριπλής, Γιώργος Μιχ. Μακρής, Λάκης Γ. Καραδημητρίου, Γιάννης Γ. Κασώτης, Μιχάλης Δ. Τσαουσόπουλος, Παναγιώτης Κ. Κωνσταντινίδης, Νίκος, Ηλίας, Γιώργος Σ. Λαμπρινού, Ηλίας Γ. Χριστοδούλου (Κουλουκουντής), Ηλίας Παρ. Χριστοδούλου, Μιχάλης & Γιάννης Εμμ. Χριστοδουλάκης, Μιχάλης Η. Ρηγοπούλης, Βάσος, Ντίνος, Νικήτα Σλ.Kαβουκλή, Μίμης & Πιπίνος Γκατούλης, Βασίλης Μαλόφτης, Γιάννης Γ. Αλεξιάδης, Βασίλης Ζαράφτης κ.ά.
Στο τέλος της αθλητικής παράστασης, ο Κουταλιανός έβγαλε δίσκο και τον περιέφερε ανάμεσα στο πλήθος ζητώντας τον «οβολό»(3)τους.
«Παρακαλώ μια βοήθεια. Έχω να παντρέψω… αδελφή!»
Έλεγε και ξανάλεγε εν είδει λογυδρίου πετώντας κάτι ξεκούδουνες ελληνικούρες -βεβαίως η προφορικότητα του δεν συγκαταλεγόταν στα προσόντα του- για να προκαλέσει το φιλότιμο των…«φιλαθλοθαμώνων» να γεμίσουν οι άδειες πανί με πανί τσέπες του στρατιωτικού παντελονιού που μόλις πρόσφατα, έχωνε ολάκερη στρατιωτική «κουραμάνα».
Και πράγματι, στο τέλος της παράστασης ήταν όλοι εκεί πλουσιοπάροχοι, γαλαντόμοι. Κανείς δεν «το ‘στριψε αλλά… γαλλικά» ας πούμε και ο φτωχοκαματιάρης Τάσος, που άξιζε κάθε οίκτο και συμπάθεια, τσέπωσε μπόλικες δραχμούλες για τον άρτο τον επιούσιον. Γέλασαν τα χείλη του ανθρώπου με τη σκέψη και μόνο πως θα ικανοποιούσε το παραπονεμένο άδειο του στομάχι.
‘Ωσπου, τη δεκαετία του ΄70 σαρανταπεντάρης μπορεί και όχι, εξακολουθητικά πάμφτωχος ο Κουταλιανός άφησε απρόσμενα την τελευταία του πνοή σε «τουρνέ» στο σμαραγδένιο νησί της Ρόδου και τάφηκε άκλαυτος και αμοιρολόγητος με φροντίδα του Δήμου Ροδίων.
Μια χούφτα φίλοι και γνωστοί (ανάμεσά τους και εγώ, αφού τυχαία είχα διαβάσει στη εφημερίδα ΡΟΔΙΑΚΗ, τα της κηδείας του) με τους τέσσερις νεκροθάφτες αποχαιρέτισαν τον μακαρίτη Κουταλιανό. Τι είχε περάσει κι αυτός ο άνθρωπος για το ψώνιο του, αφού μάτωνε στην κυριολεξία για το κοινό του, καταπονημένος και περιπλανώμενος μια ζωή στην Ελληνική επαρχία. Σίγουρα, τώρα θα ξεκουράζεται στη γειτονιά των Αγγέλων.
———————————
1.- Αργότερα μας προέκυψε και λαϊκό τραγούδι. Το σουξέ: «Σίδερα μασάει, ο… Κουταλιανός!»
2.- Καθημερινή τροφή.
3.- Κέρμα μικρής αξίας.
4.- Ψωμί, φρατζόλα.

Απόσπασμα από το βιβλίο μου «ΕΝΘΥΜΗΜΑΤΑ – Πηγαδιώτικα & ξενοχωριανά”