Κριτική ματιά στο μυθιστόρημα "Η καρδιά μου το όπλο σου", του Γιώργου Καραγιαννίδη από την Ντόρα Τσικαρδάνη

Κριτική ματιά στο μυθιστόρημα "Η καρδιά μου το όπλο σου", του Γιώργου Καραγιαννίδη από την Ντόρα Τσικαρδάνη

Γιώργος Καραγιαννίδης, Η καρδιά μου το όπλο σου. Μυθιστόρημα, Αρμός, Αθήνα 2022, 354 σελ.

Η αλήθεια είναι, ότι η  έκδοση αυτού του βιβλίου με εξέπληξε. Γνωρίζοντας τον Γιώργο Καραγιαννίδη ως τεχνοκράτη, έναν από τους πιο επιδραστικούς επιστήμονες της χώρας, δύσκολα μπορούσα να διανοηθώ ότι θα είχε όχι τη διάθεση αλλά, κυρίως, το χρόνο για να γράψει μυθιστόρημα. Το έκανε όμως και, ευτυχώς, αποδεικνύοντας ότι η παραγωγικότητά του είναι ενιαία. Και το έκανε με τη συνέπεια του προγραμματιστή (είναι η εργασία του, το επάγγελμά του). Έτσι μας παρέδωσε αυτό το μυθιστόρημα.

Η πλοκή του μυθιστορήματος στήνεται μεταξύ ενός ήρωα που υπήρξε και ενός που ο ίδιος επινόησε. Ο ιστορικός είναι ο Άλφρεντ Άικγουαρντ. Γερμανός, γεννημένος το 1907 στο Γκάμπλεντζ, κομμουνιστής, γιος αναρχοσυνδικαλιστή που σκοτώθηκε το 1921 σε εξέγερση εργατών. Η φωτογραφία του δείχνει έναν ωραίο, ξανθό άντρα γύρω στα 30, προσωποποίηση της ιδανικής μορφής του ναζί Αρίου. Η ζωή του υπήρξε ένας διαρκής, επίπονος και προσηλωμένος αγώνας μέχρι θανάτου κατά του ναζισμού. Κατά τεκμήριο σταλινικός, ιδανικός, άρα και δογματικός εραστής του κομμουνιστικού ιδεώδους, τα πρώτα χρόνια της ζωής του μάχεται κατά της Δημοκρατίας της Βαϊμάρης για την υλοποίηση της –ήδη διαψευσμένης– μαρξικής προφητείας, ότι η χώρα της προλεταριακής επανάστασης θα ήταν η Γερμανία. Από το 1933 και μετά μάχεται τους ναζί οι οποίοι φυσικά του ανταποδίδουν αυτά που τους αναλογούσαν: διώξεις, βασανιστήρια, Νταχάου, μεραρχία ανεπιθυμήτων 999, Ελλάδα και εκτέλεση.

Ο επινοημένος ήρωας είναι ο Οδυσσέας Λάσκαρης. Έλληνας, γεννημένος το 1921 στην ιταλοκρατούμενη Κάρπαθο, φορέας των ιδρυτικών της φυλής αρετών του συνώνυμου ομηρικού προγόνου του. Επινοητικός, λάτρης της ζωής και του έρωτα, ελεύθερος και αντιδογματικός. Αντιναζιστής και αντιφασίστας, προσηλωμένα δημοκρατικός, συμμετέχει στην αντίσταση και συνεισφέρει παιδιόθεν, καταφέρνοντας να επιβιώσει. Με τη γέννησή του ανοίγει ο μεγάλος κύκλος του μυθιστορήματος.

Το μυθιστόρημα εκτείνεται χρονικά από το 1921 μέχρι το 1966. Οι ζωές των ηρώων του κινούνται παράλληλα και αποξενωμένα μέχρι τον Σεπτέμβριο του 1943, όταν αυτοί συναντώνται στην Κάρπαθο και συμπλέκονται μέχρι τον Δεκέμβριο του ίδιου χρόνου, όταν οι ναζί πατριώτες του τερματίζουν τη ζωή του Άλφρεντ. Κινούνται μαζί και σε συνέργεια λιγότερο από τέσσερις μήνες, όμως η  συνάντηση αποδεικνύεται καταλυτική μεταξύ τους, αναδεικνύοντας μία ηθική και πνευματική συγγένεια που αναπτύσσεται με βάση τα ιστορικά γεγονότα που σημαδεύουν τη ζωή του Άλφρεντ στην Κάρπαθο μέχρι το θάνατό του. Ο Άλφρεντ, που είναι βέβαιος για την ήττα των ναζί το 1943, δεν επιβιώνει για να τη δει, ο Οδυσσέας όμως, όχι μόνον επιβιώνει, αλλά μετά τον πόλεμο θάλλει και ευημερεί, αναδεικνύεται σε έναν από τους μεταπολεμικούς καθηγητές του Εθνικού Μετσόβιου Πολυτεχνείου και, ως πολυμήχανος και παραγωγικός μηχανικός, συμμετέχει στην αναμόρφωση της Ελλάδας, κρατώντας αποστάσεις από τα εμφυλιοπολεμικά ήθη που χαρακτηρίζουν τη χώρα. Σε όλη του τη ζωή «φέρει» τον Άλφρεντ μέσα του.

Ο συγγραφέας συνθέτει το επινοημένο σύμπαν του τυχαίου γύρω από το ιστορικό με ακρίβεια και επινοητικότητα προγραμματιστή, ανοίγοντας και κλείνοντας μικρούς κύκλους εντός του μεγάλου. Η αφήγησή του είναι εξαιρετικά γοητευτική, με γλώσσα απλή και καθαρή. Κεντρική θέση κατέχουν οι ερωτικές ιστορίες των δύο ηρώων. Από εκείνη του Άλφρεντ αντλείται και ο τίτλος του μυθιστορήματος. Οι δύο ζωές συμπλέκονται, αφήνοντας μονομερώς η μία στην άλλη (ο Άλφρεντ στον Οδυσσέα) τα ανεξίτηλα σημάδια της μέσα στο ιστορικό περιβάλλον του Β΄ Παγκόσμιου Πολέμου. Η «μικρή» ιστορία εντάσσεται στη μεγάλη, είναι δέσμια και εχθρά της, κατακυριαρχείται όμως απ’ αυτήν. Χωρίς βαρύγδουπες δηλώσεις και διδακτισμό, η «μεγάλη» ιστορία εξιστορείται επίσης έμμεσα στο βιβλίο, προδίδοντας το υπόβαθρο της γνώσης του συγγραφέα γι’ αυτήν, προφανώς, προερχόμενη από ανάλογη μελέτη. Και εξιστορείται «υπονομευτικά» για τα δεδομένα της χώρας μας, όπου το κοινό ιστορικό κεκτημένο για την εποχή βρίθει μανιχαϊσμών και ιδεολογικών προσεγγίσεων, τις οποίες ενέτεινε το εμφυλιοπολεμικό κεκτημένο. Πρόκειται για προσέγγιση τουλάχιστον ανοίκεια σε ελληνικές γλώσσες και αυτιά. Η αφήγηση αυτή είναι σιγανή, χαμηλών τόνων, αλλά δεδομένη και συμπαγής, επιβάλλει την παρουσία της και τις πράξεις των ηρώων. Επίσης, είναι ανεπίδεκτη αντιρρήσεων, γιατί αφορά ιστορικά γεγονότα, επιλογές πολιτικών κομμάτων και αντίστοιχες πολιτικές στάσεις, που αποτελούν το υπέδαφος και το φόντο των πράξεων των ηρώων. Με τη γλώσσα των υπολογιστών, θα λέγαμε, ότι είναι το background του προγράμματος.

Εξηγούμαι: ο συγγραφέας αποφεύγει μία εύκολη, ηθοπλαστική παρουσίαση καλών και κακών. Δεν διστάζει να μιλήσει για τις συγκρούσεις μεταξύ των παραστρατιωτικών ομάδων των ναζί με εκείνες του ΚΚ Γερμανίας. Όχι μόνο  τα Freikorps, αλλά και το Rotfrontkämpferbund (RFB) βυσσοδομούσαν στον ιερό τόπο της Δημοκρατίας της Βαϊμάρης.

Τη γραμμή του σοσιαλφασισμού της Τρίτης Διεθνούς, που, ως κύριο αντίπαλο των ΚΚ, προσδιόριζε τους σοσιαλιστές.

Το καθεστώς περιορισμένης αυτονομίας και αυτοδιαχείρισης για τα  υψηλόβαθμα στελέχη των ΚΚ στα στρατόπεδα συγκέντρωσης. Εντός αυτού και το «καθεστώς προστατευτικής κράτησης» του Νίκου Ζαχαριάδη, ως υψηλόβαθμου στελέχους της κομμουνιστικής διεθνούς, στο Νταχάου. Στο υπόβαθρο και πάλι της αφήγησης, ο Χόρχε Σεμπρούν χαιρετά από την ωραία Κυριακή του.

Τη μεραρχία 999, αποτελούμενη από ανεπιθύμητους κομμουνιστές και αριστερούς, όσο και από κοινούς ποινικούς εγκληματίες.

Την πραγματική κατάσταση στη Λαοκρατική Δημοκρατία της Γερμανίας.

Παρά την αποφυγή του διδακτισμού με τα εύκολα και αγοραία ηθοπλαστικά στοιχεία όμως, εκείνα που η δική μου ανάγνωση προσέλαβε ως κεντρικά στοιχεία της αφήγησης είναι τα μέγιστα ηθικά διλήμματα που, χωρίς να ονοματίζονται, αναδύονται από τη δράση και την πλοκή του μυθιστορήματος. Κυρίως, βέβαια, από αυτή του ιστορικού και συνάμα τραγικού προσώπου, του Άλφρεντ Άικγουαρντ. Του ανθρώπου, που, ζώντας σε μία σκοτεινή εποχή βίαιης και πολεμικής μετάβασης, αναδεικνύει το ερώτημα της αξίας του ανθρώπινου πολιτικού αγώνα κόντρα και υπέρ πολιτικών επιλογών που τον υπερβαίνουν. Αυτού που, αντί να αφεθεί στο ρόλο του αθύρματος της ιστορίας, επιμένει να προσπαθεί να την τιθασεύσει και να τη διαμορφώσει· να αναμετρηθεί και να συγκρουστεί μαζί της και, εντέλει, να ηττηθεί, έχοντας γίνει ολοκαύτωμα για το σκοπό του. Όπως πληθώρα κομμουνιστών της γενιάς του, στο όνομα μιας ευγενούς ουτοπίας για μια καλύτερη ζωή, έχασε τη δική του. Οι σύντροφοί του που επέζησαν και έστησαν τον μεταπολεμικό τους κόσμο, έχασαν και το ίδιο το μέτρο για την αξία της ζωής. Στο ερώτημα εάν άξιζε τον κόπο, ο ίδιος de facto και προκαταβολικά απάντησε ότι άξιζε, όπως είχε κάνει πριν απ’ αυτόν και ο πατέρας του. Εκ των υστέρων, απάντησή του, δυστυχώς, δεν μπορούμε να έχουμε. Ηρωικός και τραγικός.

 

Το ερώτημα της αθωότητας και της ενοχής

Λαμβάνοντας εξ αρχής ως αδιαπραγμάτευτα δεδομένο το απόλυτο κακό του ναζισμού, μαζί μ’ αυτό και την ενοχή των ναζί, δεν μπορεί να μην τεθεί και το σχετικό: μέχρι πού μπορεί να φτάσει αυτός ο καταλογισμός; Καλύπτει η ενοχή αυτή και τα παράπλευρα ανήλικα θύματα της βομβιστικής ενέργειας του Άλφρεντ, επειδή ήσαν μέλη της ναζιστικής νεολαίας – αθύρματα κι αυτά της εποχής τους; Και αν ο Άλφρεντ ήταν εξαρχής και δεδομένα αθώος και ευγενής, πόσο καλύπτεται από την αθωότητα αυτή και την ευγένεια των σκοπών του όταν διαπράττει συγκεκριμένες πράξεις ατομικής βίας; Και πόσο δικαιούται η αθωότητα αυτή των ευγενών σκοπών να αποφασίζει για τη ζωή και το θάνατο των υπαρκτών, συγκεκριμένων ανθρώπων, στο όνομα μιας ανθρωπότητας εν γένει;

Είναι προφανές, ότι τα ερωτήματα αυτά σχετικοποιούνται απόλυτα, σε συνθήκες πολέμου. Άλφρεντ και Οδυσσέας μαζί σώζουν ιταλικές ανθρώπινες ζωές, στο όνομα του ανθρωπισμού. Ωστόσο, ο Άλφρεντ δεν διστάζει να αφαιρέσει γερμανικές ζωές μη συντρόφων του, για να μπορέσει να περάσει στην ελληνική αντίσταση. Η πράξη του αυτή, σε σχέση με τα ισχύοντα της κάθε κρατικής εξουσίας, έχει όνομα: πρόκειται για εσχάτη προδοσία. Έναντι ενός κράτους, όμως, το οποίο έχει καταληφθεί από ένα καθεστώς που εγκληματεί κατά της ανθρωπότητας. Το δίλημμα αυτό ο Άλφρεντ το τσαλαπατά, καταλύοντας την κοινοτοπία του κακού, που χαρακτήρισε τη στάση των συμπολιτών του, όπως έκαναν και οι ιταλοί αντιφασίστες όταν διευκόλυναν την απόβαση των συμμάχων στην Ιταλία. Δραματικές επιλογές σε οριακές στιγμές που μπορούν να κατατάξουν ανθρώπους στην πλευρά των ηρώων ή των προδοτών.

Έρχεται η στιγμή που και ο Οδυσσέας με ευχαρίστηση σκοτώνει γερμανό βασανιστή, ένα από τα κατακάθια της Γκεστάπο. Για εκείνον τα πράγματα δεν είναι καθόλου περίπλοκα. Βρίσκεται στην πατρίδα του και σε άμυνα. Υπερασπίζεται τους αγαπημένους του (μέσα σ’ αυτούς και τον Άλφρεντ) απέναντι στη ναζιστική μηχανή του θανάτου. Και είναι έτσι. Πολεμική και ατομική ηθική είναι με το μέρος του, ενώ η ιστορία ουδέποτε είναι δίκαιη. Οι κατανομές της ευθύνης και των ενοχών είναι πάντοτε άνισες και ανόμοιες. Εξάλλου, είναι ο τυχερός της αφήγησης: κράτησε τη ζωή του και την έζησε, απολαμβάνοντας τη μεταπολεμική ευρωπαϊκή ευημερία. Είναι όμως μόνον αυτό; Η αλήθεια είναι ότι ο Οδυσσέας δεν ανέλαβε τον ρόλο του σωτήρα της ανθρωπότητας, άρα και την αντίστοιχη ευθύνη.

Ο κύκλος της γνωριμίας Οδυσσέα – Άλφρεντ κλείνει το 1963. Είναι η στιγμή, που ο Οδυσσέας ταξιδεύει στο Κριμιτσάου για να παραδώσει την επιστολή του Άλφρεντ στη γυναίκα του, τη Μαρί. Το Κριμιτσάου ανήκει στην Ανατολική Γερμανία πια, οι παλιοί ναζί αποτελούν τη νομενκλατούρα του κομμουνιστικού κόμματος και η Στάζι παρακολουθεί κάθε βήμα κατοίκων και επισκεπτών. Οι πληγές του πολέμου  δεν έχουν επουλωθεί, καλύπτονται όμως επιμελώς. Ο Άλφρεντ είναι ήρωας του καθεστώτος, το οποίο, έναντι της ζωής του, του έχει φιλοτεχνήσει προτομή και οδός έχει το όνομά του. Ταυτόχρονα, έχει διαψεύσει όλα τα οράματα και τα ιδανικά του. Εφιάλτης ήταν το είδωλο, αλήθεια όμως το πάθος[1]. Χρήσιμος νεκρός. Την ανατολικογερμανική δυστοπία βιώνει η αγαπημένη του, στην οποία το ηρωικό στάτους του Άλφρεντ έχει αποδώσει μια αλεξίσφαιρη σφαίρα αδιαφορίας για τις τιμές και επίγνωσης της ποιότητας του καθεστώτος. Η καρδιά της, που χάρισε ως όπλο στον αγώνα του Άλφρεντ για την προστασία του, αποδείχθηκε ανεπαρκής για να τον προστατέψει. Τόσο τη ζωή του έναντι των ναζί εχθρών του, όσο και τη μνήμη του, έναντι των συντρόφων του. Πώς να μπορούσε άλλωστε; Η κοινή, Οδυσσέα και Μαρί, τελετουργία μνήμης του Άλφρεντ κλείνει τον κύκλο της.

Ο Οδυσσέας συνεχίζει τη ζωή του. Το τελευταίο κεφάλαιο κλείνει στην Κυρα-Παναγιά της Καρπάθου το 1966 και αρχίζει με τη φράση «έζησα σε μια βοή» αποτελώντας την απόδοση του πρώτου, που αρχίζει με το «γεννήθηκα σε μια βοή». Δεν φοβάται την ανυπαρξία, έχει ζήσει μια ζωή γεμάτη και δικαιωμένη με τη γυναίκα που αγάπησε περισσότερο και με τα παιδιά του. Έχει κατακτήσει την αθανασία του κοινού θνητού σε αντίστιξη με την ηρωική αθανασία του θανάτου του Άλφρεντ. Έχει συμβάλει στην ανάπτυξη της χώρας του και έχει τιμηθεί.

Το κορυφαίο ερώτημα, ποιος εντέλει συνεισέφερε περισσότερα και για ποιες αξίες, αιωρείται αναπάντητο. Όπως αρμόζει στη λογοτεχνία.

 

[1] Στίχος του Διονύση Σαββόπουλου από το τραγούδι του «Μέρες καλύτερες θα ’ρθούν».

14.12.2022


Ντόρα Τσικαρδάνη

Δικηγόρος, ζει και εργάζεται στην Κοζάνη. Εξελέγη βουλευτίνα με τη ΔΗΜΑΡ στις εκλογές του Μαΐου 2012. Σταθερά φανατική αναγνώστρια.

booksjournal.gr