Για το θεατρικό δοκίμιο «Παρασκήνια στην κορυφή του Ολύμπου, Μια αλληγορία σε δύο ραψωδίες», της Ζωής Σαμαρά που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις University studio press.
Γράφει η Δέσποινα Καϊτατζή-Χουλιούμη
«Κεντούσε λέξεις χιλιοειπωμένες / που όμως ποτέ δεν είχαν ειπωθεί», Ζωή Σαμαρά, Εν ξένη γη, εκδόσεις Ρώμη.
Η σημαντική ποιήτρια και δοκιμιογράφος Ζωή Σαμαρά στο νέο της βιβλίο με τίτλο Παρασκήνια στην κορυφή του Ολύμπου, Μια θεατρική αλληγορία, σε δύο ραψωδίες, με φαντασία, με παιγνιώδη διάθεση αλλά και με καθάριο λόγο και στοχασμό, ταράζει πραγματικά τα ήρεμα νερά του εφησυχασμού και της οίησης, στον ιδιότυπο κόσμο των συγγραφέων, των πεζογράφων, των ποιητών, αλλά και των κριτικών, καθώς επίσης και των βραβεύσεων, της λογοτεχνικής γραφής γενικά και της κριτικής της λογοτεχνίας.
Νομίζω ότι πρέπει να αναφέρουμε την επαγγελματική ιδιότητα της συγγραφέως, αυτή της ομότιμης καθηγήτριας Θεωρίας της Λογοτεχνίας και του Θεάτρου, επειδή η βαθιά θεατρική σκευή της με την διδακτική και ερευνητική εμπειρία της άρρηκτα συνυφασμένες με τη συγγραφική και ποιητική στόφα της συνετέλεσαν στη δημιουργία αυτού του πρωτότυπου θεατρικού έργου πλούσιου σε θεάσεις, στοχασμούς και ιδέες, όπου συνθέτοντας πληροφορίες από την αρχαιότητα και τη σύγχρονη εποχή, σκιαγραφεί την σημερινή πραγματικότητα και κυρίως το “παρασκήνιο” στο χώρο της γραφής και των συγγραφέων. Εστιάζει στα ανθρώπινα και επινοεί ρόλους, μάσκες και προσωπεία, αποκαλύπτοντας αλήθειες που αλαφρύνουν το μέσα μας και μας ωθούν σε διεργασίες αυτογνωσίας. Άλλωστε η θεατρολόγος Σαμαρά θεωρεί ότι η μάσκα του θεάτρου αφαιρεί από το πρόσωπό μας τη μάσκα της ζωής και μας δείχνει το δρόμο της αυτογνωσίας.
Συγκεκριμένα, στην τελευταία παράγραφο παλιότερου δοκιμιού της για την υπόκριση θεατρικού λόγου, γράφει: «Πριν φωνάξετε, «ψεύτη, υποκριτή», ακούστε με. Το προσωπείο δεν είναι πρόσωπο, γιατί δεν είναι απλώς σάρκα και οστά. Είναι η ενδόμυχη ύπαρξή μας. Το προσωπείο μας προσωποποιεί, η μάσκα του θεάτρου αφαιρεί από το πρόσωπό μας τη μάσκα της ζωής, μας δείχνει το δρόμο της αυτογνωσίας. Είναι η οθόνη που παρουσιάζει την εικόνα του εαυτού μας, που παρεμβάλλεται ανάμεσα στο ψέμα και τον εαυτό μας» (Ζωή Σαμαρά, Υπόκριση θεατρικού λόγου, Θεατρικό δοκίμιο, εκδ. University Studio Press, σ.58). Στο ίδιο βιβλίο θεωρεί τον κριτικό θεατρίνο: «Κι ο κριτικός; Κι εκείνος πηγαίνει στο θέατρο γιατί είναι θεατρίνος. Είναι θεατρίνος όταν γελά, γι’ αυτό και δεν κλαίει ποτέ. Είναι θεατρίνος όταν γράφει.» (Σαμαρά, 1996).
Ένα θεατρικό δοκίμιο και συνάμα ένα θεατρικό έργο με πέντε πρόσωπα
Το βιβλίο αφορά σε ένα θεατρικό δοκίμιο, όπως αναφέρεται και στον υπότιτλο άλλωστε, συνάμα αποτελεί κι ένα θεατρικό έργο, με πέντε πρόσωπα. Είναι πέντε συγγραφείς υποψήφιοι για Κρατικό Βραβείο, οι οποίοι τυχαία ανεβαίνουν την ίδια στιγμή (τα σκαλιά του θρόνου) στην κορφή του Ολύμπου για την τελετή βράβευσης. Ο Μορφέας, είναι ποιητής, ο Όνειρος, επικός ποιητής, ο Ήφαιστος, πεζογράφος, η Αθηνά, δοκιμιογράφος και η Πολύμνια, θεατρική συγγραφέας. Ένα άλλο πρόσωπο του έργου είναι ο Ιπποκράτης με αναφορά σε θέματα υγείας και Κόβιντ, ενώ μαζί τους ακούγεται και η Κάκητα, γκρινιάζοντας για την αδικία σε βάρος της και διεκδικώντας κι αυτή βραβείο. Στο έργο παρουσιάζεται επίσης προσωποποιημένη και η Σκηνική οδηγία υπογραμμίζοντας τον ρόλο της, ενώ από το παρασκήνιο μαζί με τον συγγραφέα ακούγονται και δυο φωνές. Η βράβευση των συγγραφέων αποτελεί την αφετηρία και την αφορμή της ιστορίας που εξελίσσεται, αλλά και την αιτία του περιεχομένου των μονολόγων των προσώπων μαζί με τις ατάκες που διατυπώνουν εκφράζοντας τις προσδοκίες τους, τις θεωρήσεις και στάσεις τους, σχετικά με την κάθε μορφής γραφή, την κριτική και τις βραβεύσεις, πράγμα που εντείνει την στοχαστική πλοκή του έργου.
Αποτελείται από δυο Ραψωδίες, όπως τις ονομάζει η δημιουργός, όπου στην πρώτη ραψωδία μέσα από τους μονολόγους των προσώπων πραγματεύονται ερωτήματα σχετικά με το τί είναι θέατρο, τί είναι ποίηση, τί είναι γραφή και αντιγραφή και άλλα και όπου διατυπώνονται όμορφες σκέψεις όπως πχ:
«Προσπαθώ να μπω στην ψυχή της κάθε λέξης, σε όσα θαυματουργά γεννά η προσωπική χρήση της γλώσσας.» (σ. 23).
Στη δεύτερη Ραψωδία, τα πρόσωπα-συγγραφείς χρησιμοποιούν ατάκες δίνοντας ερέθισμα και παροτρύνοντας για δικές μας ατάκες αναφορικά με το ζητούμενο, δηλαδή τη δική μας αντανάκλαση και τη διατύπωση σκέψεων και θεάσεων. Ωστόσο ερωτήματα θέτονται και στην πρώτη Ραψωδία, όπως στο ακόλουθο απόσπασμα, όπου η Αθηνά μας θέτει το ερώτημα: «Τι είναι κριτικός;», ενώ στη συνέχεια επαναλαμβάνει τις απαντήσεις μας (του κοινού), για να θέσει μετά το αναστοχαστικό ερώτημα: «Γράφουμε ποτέ για τον άλλο, χωρίς να κοιτάμε την αφεντιά μας στον καθρέφτη;»: «[…] Δεν είμαι κριτικός. Δεν είμαι επηρμένη για να κρίνω τον άλλο. Και όμως, έχω δοκιμάσει όλα τα είδη της γραφής. Έχω δοκιμάσει, δηλαδή έχω βασανίσει. Δεν γίνεται να γράψεις αν δεν μπορείς να κρίνεις. Αρχίζοντας από τον εαυτό σου εννοείται. Τι είμαι; Θα σας πω. Αλλά πείτε μου πρώτα αν τολμάτε: Τι είναι κριτικός;(Σηκώνεται.) Επαναλαμβάνω όσα ακούω να λέτε αυτή τη στιγμή. (Σαν να μιλά άλλος.) «Αυτός που διαβάζει με προσοχή και προσευχή το βιβλίο του άλλου, που γίνεται η δεύτερη φωνή και συνομιλεί, επί ίσοις όροις, με την πρώτη.[…] Και τότε πώς θα βρει χρόνο να γράψει τα… δικά του; Να ακουστεί (με έμφαση) η δική του φωνή; Να προσευχηθεί στη… δική του Μούσα; (Σκεφτική.): Με παρέσυρε το χαχανητό τους. Ας σοβαρευτώ. Κι ας ανατρέψω όσα είπα. Ποια γραφή είναι η πιο πηγαία δημιουργία, η πιο γνήσια προσευχή; Η δική μου ή η δική μου για τον άλλο; Πόσο δημοκρατική είναι η γραφή; Γράφουμε ποτέ για τον άλλο, χωρίς να κοιτάμε την αφεντιά μας στον καθρέφτη;», (σ. 21-22).
Η Ζωή Σαμαρά με τον αλληγορικό και στοχαστικό λόγο της χτίζει το σκηνικό, όπου μέσα από μια πανοραμική εικόνα παρουσιάζει τη μωροφιλοδοξία, τη ματαιοδοξία και άλλα “δαιμόνια” που αφορούν σε αλήθειες που κρύβουμε κάτω από το χαλί στο χώρο της γραφής και της κριτικής.
Τα πρόσωπα-συγγραφείς έχουν ονόματα με έκδηλη σημειολογία, ενώ διασκεδάζουν, καυτηριάζοντας την ανθρώπινη αφροσύνη, προσκαλώντας μας να διασκεδάσουμε μαζί τους ή να αυτοσαρκαστούμε. Αλλά δεν είναι μόνο αυτό. Νομίζω ότι ο απώτερος στόχος της Σαμαρά είναι να μας αποσπάσει από τον εφησυχασμό μας και να μας δώσει ερεθίσματα για στοχασμό και αναστοχασμό για θέματα που αποφεύγουμε να αγγίξουμε.
Η Ζωή Σαμαρά είναι ομότιμη καθηγήτρια στο Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης όπου διδάσκει Θεωρία της Λογοτεχνίας και του Θεάτρου. Έχει διδάξει στο Πανεπιστήμιο Αθηνών και σε πανεπιστήμια του εξωτερικού. Ενδεικτική εργογραφία της: Le Règne de Cronos (Παρίσι, 1983), Προοπτικές του Κειμένου (Θεσσαλονίκη, 1987), Υπόκριση θεατρικού λόγου (Θεσσαλονίκη, 1996), το ανθολόγιο Φωνή από την άλλη ακρογιαλιά: Μίλτος Σαχτούρης (Αθήνα, 1997), τον συλλογικό τόμο Montaigne: Espace Voyage Ecriture (Παρίσι, 1995), το αφιέρωμα Approches bachelardiennes des oeuvres litteraires (Τύμπινγκεν, 1996) και τα άρθρα “Le lecteur bon nageur”, “Poetique du non”, “Le sens comme reflet”, “Ποιητής: εβενουργός της νύχτας”, “Γυνή πολύτροπος”. |
Η Ζωή Σαμαρά με τον αλληγορικό και στοχαστικό λόγο της χτίζει το σκηνικό, όπου μέσα από μια πανοραμική εικόνα παρουσιάζει τη μωροφιλοδοξία, τη ματαιοδοξία και άλλα “δαιμόνια” που αφορούν σε αλήθειες που κρύβουμε κάτω από το χαλί στο χώρο της γραφής και της κριτικής. Μιλά πχ για τη λογοκλοπή, αλλά και τις παράλογες προσδοκίες των λογοτεχνών από τους κριτικούς και την κριτική γραφή, το ρόλο της κριτικής γραφής, τον τρόπο αξιοποίησής της, αλλά και τη σημαντικότητα του δοκιμιακού λόγου, τη σχέση του με την λογοτεχνική γραφή και την ποίηση. Σηκώνει ακόμη και το εσωτερικό μας χαλί και βγάζει στη φόρα όλα τα κουκουλωμένα ακόμη κι από τον ίδιο μας τον εαυτό. Το βιβλίο εχει ιδιαίτερο ενδιαφέρον καθώς εγείρει πολλά καίρια ερωτήματα και θέματα προς συζήτηση και αναστοχασμό, όπως τη ρητορική ερώτηση που θέτει ο Μορφέας σχετικά με την ποίηση: «Ποίηση. Η πιο βασική τέχνη του λόγου. Τόσο βασική που συχνά δεν πιάνει καν τη βάση. Τότε, γιατί επιδιώκουν να δανειστούν την αίγλη της όλες οι άλλες γραφές, όλες οι άλλες τέχνες;»(σ. 20), ή το ακόλουθο που αφορά στο θεσμό και τη στάση μας απέναντι στα βραβεία που διατυπώνεται από την Αθηνά:
«Μήπως θα έπρεπε να αρνηθούμε τα βραβεία όλοι μαζί; Προκαλούν παράλογες συγκρίσεις, παράφορες συγκρούσεις, πρωταθλητισμό, ποτέ αφορμή για αυτοκριτική και αυτογνωσία. Εξάλλου, τα βραβεία, στην καλύτερη περίπτωση, αποδεικνύουν συμβιβασμό με τα γούστα της εποχής και των ομοτέχνων.» (σ.34-35).
Ερέθισμα διαχείρισης των αμυντικών μηχανισμών και ψευδαισθήσεών μας στο θέατρο της ζωής και της συγγραφής.
Πολλοί και έντονοι οι αμηντικοί μηχανισμοί μας που δυσχεραίνουν τις διεργασίες ενδοσκόπησης, στο να τολμήσουμε να κοιτάξουμε μέσα μας ιδιαίτερα σε θέματα που αφορούν την αυτοεικόνα και την πίστη μας στην αξία μας ως δημιουργοί, στα όνειρά μας για επιβεβαίωση, ανέλιξη και δόξα. Μερικές φορές ασυνειδήτως έστω, επιλέγουμε όχι μόνο να τρέφουμε τις ουτοπίες και τις ψευδαισθήσεις μας αλλά ακόμη και να χειραγωγούμαστε από αυτές και ν’ αφηνόμαστε μαριονέτες στα άυλα χεράκια τους. Τα “Παρασκήνια” της Σαμαρά με ένα ευχάριστο και βαθυστόχαστο τρόπο αποτελούν ένα ερέθισμα διαχείρισης των αμυντικών μηχανισμών και ψευδαισθήσεών μας στο θέατρο της ζωής και της συγγραφής.
Τα “Παρασκήνια” της Ζωής Σαμαρά μέσα από την τέχνη του λόγου, και την αλληγορία, με θεατρικότητα και μαεστρία, με παιγνιώδεις ατάκες και χιούμορ, χρησιμοποιώντας την ειρωνεία και τον αυτοσαρκασμό αποκαλύπτει πολλές πτυχές από τα καλά κριμένα μυστικά της ανθρώπινης ματαιοδοξίας και μωροφιλοδοξίας. Τα “Παρασκήνια”αποτελού ένα ευχάριστο και τρυφερά καυστικό ανάγνωσμα, που μας αγγίζει και προκαλεί τον αναστοχασμό μας. Πιστεύω πως θα προκαλέσει συζητήσεις στο σινάφι των κριτικών και των συγγραφέων αλλά και συζητήσεις με τον ενδόμυχο εαυτό μας σχετικά με το νόημα της γραφής και την ανάγκη μας για έκφραση, επικοινωνία και επιβεβαίωση μέσα από τις γραφές μας, δίνοντας ώθηση σε αναστοχαστικές διεργασίες και διεργασίες αυτογνωσίας.
*Η Δέσποινα Καϊτατζή-Χουλιούμη είναι κλινικός ψυχολόγος και συγγραφέας. Τελευταίο της βιβλίο είναι η συλλογή διηγημάτων «Ο τόπος μέσα μας», Εκδόσεις Αρμός, 2020.
9.1.2023
πηγή bookpress.gr