Ζωή Σαμαρά, Είδα τις λέξεις να χορεύουν, εκδόσεις Γκοβόστη, 2015, σελίδες 78
Όταν οι άλλοι σιωπούν, οι λέξεις των ποιητών χορεύουν, που σημαίνει κινούνται στο χώρο και κινούν οτιδήποτε υπάρχει σ’ αυτόν, καταδύονται σε βαθύτερες σημασίες, διεισδύουν με την ίδια ευχέρεια σε προσωπικούς ή κοινωνικούς χώρους.
Ο λόγος, όπως αυτός αρθρώνεται μέσα από τα ποιήματα της Ζωής Σαμαρά, χορεύει υπό τους ήχους μιας μουσικής, η οποία αχνοπαίζει πίσω από τις αρμονικές εναλλαγές προσωπικού στοιχείου και κοινωνικού ή πολιτικού σχολίου, σε μια εποχή που η προσωπική καταγραφή κυριαρχεί σε βάρος ενίοτε και του κοινωνικού ρόλου της ποίησης. Φτώχεια, ανεργία, μετανάστευση, προσπάθεια ποδηγέτησης είναι προβλήματα που απασχολούν την ποιήτρια, μέσα από έναν σαφέστατα δραματικό χαρακτήρα στην ποίησή της. Μέσα από μια εκκωφαντική σιωπή – η ποίηση είναι κόρη της σιωπής – ταξιδεύει μέσα στο λόγο της αναζητώντας, όχι μάταια πάντα, έναν κόσμο έλλογο.
Ο χώρος, όπου κινείται η ποιήτρια, δεν έχει όρια και γρήγορα μετατρέπεται σε μια πανανθρώπινη θεατρική σκηνή: Το πέλαγος της φαντασίας δεν είχε όρια. Απλώνεται στην αντίπερα όχθη, στην απέναντι κοιλάδα, σε όλο το σύμπαν. Κάποιοι βεβαίως προσπαθούν να περιορίσουν, να σμικρύνουν αυτά τα όρια, Μη στέκεσαι εδώ / Δεν υπάρχει «εκεί», δημιουργώντας τεχνητή ασφυξία, τελικά βρίσκει τον τρόπο η ποιήτρια να σταθεί Κι εκεί κι εδώ, εκεί, όπου προβάλλονται ο ανθρώπινος πόνος, οι υπαρξιακές αγωνίες.
Σχεδόν στο σύνολό τους τα ποιήματα και τα πεζοποιήματα, τα τελευταία με έντονο το φιλοσοφικό περιεχόμενο και με ολοφάνερα τα αυτοβιογραφικά στοιχεία, ενώ φαίνονται προσεγγίσιμα στην πρώτη ανάγνωση, σε προκαλούν να τα ξαναδιαβάσεις. Ανακαλύπτεις, ως δια μαγείας, πολλές αναγνώσεις: ξεφλουδίζεις τους στίχους και κάθε φορά έχεις να προσθέσεις κάτι καινούριο σε ό,τι ήδη έχεις εισπράξει.
Η ποίηση της Ζωής Σαμαρά δεν περιορίζεται στον αυστηρά προσωπικό χαρακτήρα. Το «εγώ» της ποιήτριας κάνει ένα βήμα πίσω, χωρίς να παραγκωνίζεται. Είναι διάχυτη η αγάπη της για την ίδια τη ζωή και οι αξίες κυριαρχούν σε πείσμα των καιρών. Γι’ αυτό και, πέρα από την κοινωνική κριτική, έχει να προτείνει και μια στάση έντιμη απέναντι στα πράγματα: Στείλε την κόρη του Αγήνορα ξανά / να την ξυπνήσει, λέει αναφερόμενη στην Ευρώπη, με προφανείς τις πολιτικές αιχμές. Εξάλλου αυτό είναι το χρέος του ποιητή, του διανοούμενου, του φιλόσοφου: οι διαπιστώσεις μόνο δεν αρκούν.
Οι φωνές της ποιήτριας, της γυναίκας, του χορού, άλλοτε ψίθυροι, άλλοτε κραυγές, άλλοτε θρήνοι, διαπερνούν τους στίχους και κάνουν τις λέξεις όχι να χορεύουν πια, αλλά να δονούνται από μια βαθιά εσωτερικότητα. Έτσι η φωνή της ποιήτριας μετατρέπεται σε φωνή-κάλεσμα του αρχάγγελου που καλεί σε μια ηθική επαναφορά, Σηκώστε το κεφάλι ψηλά, ενώ οι φωνές που ακούει η γυναίκα μέσα από την προσωπική καταγραφή, Σας άκουσα / Σχίζατε τη γη ο αέρας ράγισε, προβάλλονται ως μια καθολική τοποθέτηση και συγκλονίζουν με τη δραματικότητά τους: Κρίση είναι κι αυτή θα σου περάσει.
Ο τίτλος της συλλογής Είδα τις λέξεις να χορεύουν δεν παραπέμπει μόνο σε στίχους ποιήματος, αλλά και σε μια δυναμική της γλώσσας της ποιήτριας γεμάτη μουσική. Οι λέξεις, αυτό το πρωταρχικό υλικό της ποίησης, ζωντανεύουν, αποκτούν σαρκική υπόσταση, άλλοτε γίνονται αιθέριες οπτασίες. Το σκοτάδι δεν μας αποστερεί από τη δυνατότητα να τις αφουγκραστούμε, να τις δούμε, να τις ερμηνεύσουμε. Ο χορός των λέξεων δεν είναι απλά και μόνο θεωρητική συνεύρεση της απολλώνιας τέχνης – ποίησης, μέλους, χορού, ως αδιάσπαστη ενότητα που παραπέμπει στο αρχαίο θέατρο – αλλά πραγματική σύζευξη μεταξύ σημαίνοντος και σημαινόμενου. Εάν προσθέσουμε και την ιδιαίτερη τοποθέτηση των λέξεων και των στίχων στα ποιήματα – μεγάλα κενά μεταξύ των λέξεων, φράσεις ελλειπτικές που μένουν μετέωρες, η λέξη Μαρία που μέσα σε μια αραίωση καταποντίζεται στην άβυσσο – τότε έχουμε και στη μορφή αέναες χορευτικές κινήσεις.
Στη γραφή της Ζωής Σαμαρά διακρίνουμε στοιχεία βιωματικά, ταξίδι νοσταλγικό στην παιδική ηλικία, ταυτόχρονα και μύηση του αναγνώστη στον ψυχισμό της ποιήτριας. Τα στοιχεία αυτά τελικά μετουσιώνονται σε καθολική αγωνιώδη διείσδυση στους κρυφούς κώδικες των λέξεων. Οι συμβολισμοί κυριαρχούν, πολλοί από αυτούς δυσδιάκριτοι καλούν τον αναγνώστη να τους αποκαλύψει.
Οι αγωνίες πολλές, κυριαρχεί όμως ο φόβος, μήπως και δεν μπορεί κάποια στιγμή να εκφραστεί με τον ποιητικό λόγο: Τι να συμβαίνει άραγε μετά / μετά την πρώτη σελίδα / εννοεί / την πρώτη / Υπάρχουν γράμματα; Και αλλού η ποιήτρια, έκπληκτη με την παραδοξολογία, διαπιστώνει πως Είχε γράψει μονάχα ένα ποίημα. Ολοφάνερος ο υποσυνείδητος αγώνας της ποιήτριας για τη γραφή που φέρει και το κοινωνικό αποτύπωμα: δεν είναι η αντίληψη η τέχνη για την τέχνη που τη συναρπάζει, είναι η γραφή που κυοφορεί το κοινωνικό μήνυμα, μια διαρκής πάλη για ανάδειξη και υποστήριξη της ανθρώπινης φύσης ως πνευματικής οντότητας, μέσα σε έναν κόσμο αλληλοσυγκρούσεων και έντονης εσωστρέφειας που μερικές φορές, εσφαλμένα, μεταφράζεται σε εσωτερικότητα. Θεωρώ όμως ότι η αγωνία της αφορά κυρίως στους γύρω της, αγωνία μήπως και νιώσουν αδυναμία να προσεγγίζουν τον ποιητικό λόγο, μήπως και δεν μπορούν να προσεγγίζουν πια τη γνώση, παρότι παραδέχεται ότι μερικές φορές Καλύτερα / κάποιες απορίες / να μένουν / χωρίς πέρασμα στη γνώση.
Σκηνές της καθημερινότητας, που συνήθως περνούν απαρατήρητες, η ποιήτρια τις σχολιάζει με έναν καυστικό τρόπο που μερικές φορές αγγίζει τα όρια της ειρωνείας, όπως στην Κλινική, όπου ειρωνεύεται την περιττή παρουσία των λέξεων πρωί, βράδυ, ως αποτέλεσμα γλωσσικής ανεπάρκειας ή ελλιπούς γνώσης: ΩΡΕΣ ΕΠΙΣΚΕΠΤΗΡΙΟΥ / 10:00-12:30 ΠΡΩΙ / 17:30-21:00 ΒΡΑΔΥ ή στο Το σακάκι, όπου το σακάκι από αφόρετο μετατρέπεται σε αφόρητο κάτω από την πίεση του πωλητή ή του δωρητή που επιδιώκει, ματαίως ως φαίνεται, να το προσαρμόσει σε ένα σώμα που αρνείται να το δεχτεί. Για άλλη μια φορά αφήνει πίσω όλη την ένδυση της εξουσίας, το ζουρλομανδύα της υποταγής.
Ενίοτε η ποιήτρια χρησιμοποιεί τους ήχους των επαναλαμβανόμενων συλλαβών και συνθέτει στην ουσία μουσικό έργο, όπως συμβαίνει στο Ου. Οι λέξεις της είναι νότες που εκλαμβάνονται από τον αναγνώστη ως ηχητικό αποτέλεσμα που δημιουργείται από την παρήχηση του «ου» ή χορεύουν με μουσικές που ακούγονται από τις συγχορδίες των λέξεων που επαναλαμβάνονται, όπως στο «Μη». Ευφυέστατο και το παιχνίδι που δημιουργεί με τις λέξεις, όπως στο Χρη Μα.
Το τραγικό συναίσθημα της μοναξιάς υπάρχει έντονο και απλά η ποιήτρια το αφήνει να ξεχυθεί από μέσα της, το μοιράζεται όμως μαζί μας. Μας επιτρέπει να ζήσουμε τη μοναξιά της, να νιώσουμε την οδύνη της: εσύ μόνος / κι εγώ; / Γέφυρα πάνω από ποτάμι, καθώς και στην εκπληκτική, εκπάγλου ομορφιάς εικόνα της μοναξιάς, μέσα σε ένα πλούσιο περιβάλλον: Μοναξιά / μέσα σε εκατόφυλλο τριαντάφυλλο, αν και επικαλείται την αποθυμιά, Να με θυμάσαι κάθε βράδυ, αποθυμιά τίνος όμως; Η απάντηση απορρέει από τον αναγνώστη.
Ευαίσθητες οι ανεμώνες και οι μαργαρίτες, αδιαμφισβήτητης ομορφιάς τα τριαντάφυλλα, χωρίς πνοή και χωρίς όνομα τα πέτρινα λούλουδα που δημιουργούν ένα σκηνικό υπερρεαλιστικό, σε φόντο συνήθως νυχτερινό, υποδηλώνουν επώδυνες καταστάσεις. Αξιοσημείωτη μέσα στην ανατρεπτικότητά της η σκηνή του εφήμερου λουλουδιού, το οποίο θρηνεί που έζησε ολόκληρη τη μέρα: το προορισμένο να πεθάνει πρόωρα, είναι καταδικασμένο να ζήσει περισσότερο χρόνο από εκείνον που του αναλογεί.
Οι εικόνες σχεδόν υποκρύπτονται ή υπονοούνται. Μας επιτρέπουν όμως να διεισδύσουμε σε έναν κόσμο που διατηρεί τη μαγεία του, ακόμα κι αν αυτός είναι κομμάτι μιας οδυνηρής περιπέτειας: η παρέλαση, η γυναίκα που γράφει συνεχώς, το κορίτσι που περπατούσε γυμνό στο δρόμο. Ίσως το στοιχείο που κάνει ιδιαίτερα εμφαντική την παρουσία του είναι το τοπίο, όπως το βιώνει η ποιήτρια, πραγματικό ή φανταστικό. Το αλώνι, όπου χορεύουν οι λέξεις, είναι ένας τέτοιος μαγικός τόπος. Οι λέξεις αυτές, καθώς και η ποιήτρια, μεταμορφώνονται σε νεράιδες, ονειρικές υπάρξεις που κατοικούν στο αλώνι και είναι εκείνες που την οδηγούν στη δημιουργία.
Ευρηματικοί στίχοι, έξυπνη σύζευξη λέξεων σε μεταφορικό επίπεδο, ποιητική ευαισθησία: αυτή είναι η ποίηση της Ζωής Σαμαρά. Μια ποίηση μεστή, ώριμη, δημιουργική, χωρίς βερμπαλισμούς και ρητορείες, που αποτυπώνεται ως μια έκρηξη γοητευτικών στίχων.
Μέσα από το ταξίδι της βαθιάς περισυλλογής και ενδοσκόπησης στην ποίησή της ξαναβρίσκουμε τις λεπτές ισορροπίες που αναζητούμε γύρω μας.
Η Ποίηση της σιωπής είναι η δυνατή κραυγή της ποιήτριας και ας γνωρίζει καλά πως μόνο η σιωπή είναι δύναμη…