Γράφει ο Ανδρέας Ηλία Μακρής
Από τους προϊστορικούς χρόνους η μεγάλη γεωγραφική απομόνωση της Καρπάθου από τις ακμάζουσες Μικρασιατικές ακτές εθεωρείτο και ήταν αξεπέραστο εμπόδιο για τους προγόνους μας. Να διαπλεύσουν το πάντα τρικυμιώδες και αφιλόξενο «Καρπάθικο μπουγάζι» με πλεούμενα της κακιάς ώρας έπρεπε να είχαν στους κλασσικούς χρόνους Άγγελο προστάτη τη Θεότητα της θάλασσας τον Ποσειδώνα και στους μετέπειτα χριστιανικούς χρόνους, τον Άη Νικόλα(1).
Σήμερα όπως έχουν διαμορφωθεί οι γεωπολιτικές εξελίξεις στην ευρύτερη περιοχή μας με τα ενεξέλεγκτα κύματα προσφύγων και λαθρομεταναστών από τις υποανάπτυκτες χώρες της Ασίας και της υποσαχάριας Αφρικής να πλημμυρίζουν τα ανατολικά νησιά του Αιγαίου, με το όνειρο της ευημερούσας και πολιτισμένης Δύσης, μακαρίζεις το άλλοτε γεωγραφικό μας μειονέκτημα.
Σήμερα πλέον συγκριτικό πλεονέκτημα έναντι των άλλων Αιγαιοπελαγίτικων νησιών της Μυτιλήνης, Χίου, Σάμου, Κω, Σύμης, των οποίων οι κάτοικοι ξαφνικά κι αναπάντεχα έχασαν την ήρεμη νησιώτικη τους ζωή, κάποιοι άλλοι είδαν τις αιωνόβιες ελιές τους να ριζοκόβονται για καυσόξυλα τους χειμώνες χωρίς να μπορούν να αντιδράσουν οι φτωχοί νησιώτες.
Το καλοκαίρι λοιπόν του 2016, ένα τσούρμο λαθρομετανάστες πάτησαν πόδι στα Πηγάδια στοιβαγμένοι σαν σαρδέλες πάνω σε μικρό τούρκικο δουλεμπορικό σκάφος με προορισμό δήθεν τη νότια Ιταλία, όπως οι λαθρέμποροι τους παραμύθιαζαν.
Πανελλαδικά έσκασε στα Μ.Μ.Ε η είδηση της ημέρας. Η απόμακρη Κάρπαθος δέχθηκε ένα μικρό κύμα αλλοδαπών λαθρομεταναστών από εμπόλεμες και μη Ασιατικές χώρες, μέχρι έγχρωμους Αφρικανούς (άντε να βρείς άκρη ποιός ήταν ποιος και ποιάς εθνικότηταςς) με στόχο την Ευρώπη της ευμάρειας και της αφθονίας αφού έγινε πάμπλικο πώς στην Ευρώπη εξασφαλίζεις δουλειά, τροφή, στέγη, χαρτζιλίκι.
Οι τοπικές Aρχές τους περιέθαλψαν αμέσως, τους εγκατέστησαν με περιοριστικούς όρους βέβαια στο καινούργιο ανοιχτό στάδιο του Απερίου. Με το άκουσμα της είδησης, η καρπάθικη φιλοξενία πήρε απίστευτες διαστάσεις. «Σαμαρείτες» απ’ όλα τα χωριά μας έσπευσαν με ρουχισμό, κλινοσκεπάσματα και ζεστό σπιτίσιο φαγητό να τους περιποιηθούν και μάλιστα, σε 24ωρη βάση.
Παρ΄ όλη όμως τη φιλόφρονα περιποίηση που τους παρασχέθηκε οι «πρόσφυγες» διεκδίκησαν πεισματικά και πέτυχαν με το έτσι θέλω, τη μεταφορά τους στην Ηπειρωτική Ελλάδα. ΄Ετσι η παραμονή τους στην Κάρπαθο μέτρησε κάποιες εβδομάδες.
Έκτοτε, κανένα άλλο κύμα προσφύγων δεν πάτησε στις ακτές μας. Προφανώς «πήραν φωτιά» τα κινητά τηλέφωνα ενημερώνοντας τους εν αναμονή συγγενείς και φίλους που θα ακολουθούσαν για καλό φαγητό και τα ρέστα, αλλά «Ευρώπη» και ζητούμενο, γιοκ! Η Κάρπαθος τους πέφτει εκατοντάδες μίλια μακριά από το όνειρο της Δύσης.
Και όμως, ανατρέχοντας πίσω στα χρόνια του 2ου Παγκοσμίου πολέμου η Κάρπαθος δέχθηκε πράγματι ένα μεγάλο κύμα προσφυγιάς. Μιλάμε όμως για πραγματικούς πρόσφυγες και όχι «μαϊμού» και μάλιστα ΄Έλληνες συμπατριώτες μας. Όμως η φτώχια των καιρών και οι μίζερες συνθήκες που βίωναν οι ίδιοι δεν επέτρεψαν στους φιλόξενους Καρπάθιους τις σημερινές γαλαντομιές. Φοβάμαι ούτε καν την εκδήλωση ενδιαφέροντος ή συμπαράστασης επέδειξαν εκτός ελαχίστων εξαιρέσεων με προσφορά… τραχανά!
Ευτυχώς μεσολάβησε η άριστη οργάνωση και η παροιμιώδης ετοιμότητα της Βρετανικής Επιμελητείας Στρατού που ανέλαβε αμέσως δράση. ΄
΄Ηταν περίοδος που η Κάρπαθος απελευθερωμένη με ίδια Μέσα από τις 17 Οκτωβρίου 1944 απολάμβανε την προστασία προσωρινής Βρετανικής στρατιωτικής διοίκησης και εδέχετο κανονικά ανεφοδιασμό -έστω και με «Δελτίο» τα τρόφιμα- ενώ η γειτονική Ρόδος εξακολουθούσε να παραμένει υπό γερμανική κατοχή, με ότι σκληρό και απάνθρωπο βίωνε.
Η πόλη εβομβαρδίζετο ανηλεώς από τους συμμάχους μας με στόχο τις γερμανικές εγκαταστάσεις. Ο ντόπιος πληθυσμός υπέφερε από κακουχίες, λιμοκτονούσε, πέθαινε αβοήθητος εξ αιτίας και του ναυτικού αποκλεισμού που επέβαλαν οι Σύμμαχοι μας στο νησί για να κάμψουν και την τελευταία απέλπιδα αμυντική αντίσταση των Γερμανών κατακτητών.
Όμως, μετά παρέλευση τριμήνου και κάτι από την απελευθέρωση της Καρπάθου και συγκεκριμένα την Πέμπτη 8η Φεβρουαρίου 1945 ξημερώματα, ένα μεγάλο δικάταρτο καΐκι φορτωμένο ασφυκτικά μέχρι τα μπούνια πρόσφυγες ξεμυτίζει από το ακρωτήριο «Τραγοπήδημα» και πλέει αργά-αργά με τη βοήθεια των πανιών του. Εισέρχεται στο λιμάνι στη Σκάλα και αγκυροβολεί «αρόδο» έξω από το μουράγιο μεταφέροντας 650 εξαθλιωμένους και υποσιτισμένους πολίτες της Ρόδου, στους οποίους οι Γερμανοί για ανθρωπιστικούς λόγους λόγω της δραματικής ανεπάρκειας τροφίμων τους είχαν επιτρέψει την αναχώρηση.
Όπως μάθαμε εκ των υστέρων, επί μία εβδομάδα το ιστιοφόρο περιπλανήθηκε ανά τις θάλασσες μέχρι να αγκυροβολήσει στα Πηγάδια. Λόγω καιρικών συνθηκών προσέγγιζε στις απέναντι τουρκικές ακτές. Όμως οι ντόπιοι τους λαφυραγώγησαν και ορισμένες γυναίκες βιάστηκαν.
Στη θέα λοιπόν του απρόσμενου ιστιοφόρου κατάφορτου επιβατών άγνωστης εθνικότητας σήμανε αμέσως συναγερμός στα διοικητήρια. Στο λιμάνι η Ινδική φρουρά Gwalior πήρε θέση μάχης μέχρι να διαπιστώσει περί τίνος επρόκειτο. Μόλις το ιστιοφόρο αγκυροβόλησε στη Σκάλα και πριν αρχίσει η εκκένωση του καϊκιού, ο Άγγλος διοικητής έφεδρος λοχαγός John Pyke(2) με προσωπικό έλεγχο ανακάλυψε στο αμπάρι έξη ταξιδιώτες νεκρούς από ασιτία.
Πάραυτα ειδοποιήθηκε το Βρετανικό στρατηγείο με έδρα το Κάιρο να σταλούν αντίσκηνα, εφόδια και τρόφιμα για να αντιμετωπισθεί εκτάκτως το πρόβλημα στέγασης και επισιτισμού των Ελλήνων προσφύγων. Με στρατιωτικά οχήματα και επιταγμένα τα φορτηγά αυτοκίνητα ιδιοκτησίας Μιχαλάκη Γ. Μακρή και Σοφίας Γ. Χριστοδούλου οι πρόσφυγες μεταφέρθηκαν στον Αφιάρτη. Ενδεχομένως για λόγους υγιεινής και πιθανής μολυσματικής μεταδοτικής νόσου και τους απομόνωσαν σε πρόχειρο καταυλισμό.
Η Βρετανική Στρατιωτική Επιμελητεία ανταποκρίθηκε άμεσα. Εντός 24 ωρών άρχισε με αερογέφυρα να προσγειώνονται στο αεροδρόμιο του «Αφιάρτη» μεταγωγικά αεροπλάνα, το ένα πίσω από το άλλο μεταφέροντας αντίσκηνα, ράντσα εκστρατείας, τόνους τροφίμων και ποσότητες φαρμάκων να καλύψουν και το ενδεχόμενο εκατοντάδων εν αναμονή, νέων προσφύγων από τη Ρόδο.
Πλέον στις 8 Μαΐου 1945 σήμανε το τέλος του 2ου Παγκοσμίου πολέμου και τα Δωδεκάνησα με κοινή απόφαση των Συμμάχων, της Αμερικής, Σοβιετικής Ένωσης και Γαλλίας επίσημα πλέον τελούσαν υπό Βρετανική προσωρινή στρατιωτική διοίκηση. Οι πρόσφυγες(3) μετά πεντάμηνη περίπου παραμονή στην Κάρπαθο επέστρεψαν στα σπίτια τους τροφαντοί-τροφαντοί, τρισευτυχισμένοι από την καλοπέραση στην Κάρπαθο. Κάποιες μάλιστα εγκυμονούσες μητέρες με το αρίβα επέστρεψαν στην απελευθερωμένη πια Ρόδο με τα νεογνά στην αγκαλιά τους.
Αναφέρω ένα νεογνό, επώνυμη σήμερα κυρία και οικογενειακή φίλη την εκπαιδευτικό Κική Αλαβέρα, κόρη του αξέχαστου καπετά Σύκαλου από τη Σύμη, ο οποίος μας εφοδίαζε μεταπολεμικά με ροδίτικα καρπούζια πουλώντας τα, στο μουράγιο.
__________________
1.- Προστάτης των θαλασσινών.
2.- John Pyke Βρετανός στρατιωτικός διοικητής. Οργάνωσε την άμυνα της Καρπάθου και στελέχωσε τις πρώτες δημόσιες υπηρεσίες: Ασφάλειας, Επισιτισμού, Δικαιοσύνης.
Το 1999 σε ηλικία 92 ετών επισκέφθηκε την Κάρπαθο συνοδευόμενος από εγγονή του.
Τον φιλοξένησα λίγες ημέρες. Είχα όμως την ευκαιρία να μου διηγηθεί πολλά και ενδιαφέροντα περιστατικά, λ.χ., τον προβληματισμό του στην ανάθεση υπευθύνου του επισιτισμού των Καρπαθίων από την πληθώρα των υποψηφίων, μέχρι να καταλήξει στον άριστον, μεταξύ των αρίστων Μενεδιάτη Βασίλη Ι. Μελισσιανό.
3.- Υπήρξαν όμως τρεις περιπτώσεις προσφύγων που προτίμησαν να παραμείνουν για πάντα στην Κάρπαθο. Ο Καστελλοριζιός Νίκος Αντ. Σαμιώτης (μαραγκός), ο Τηλιακός Γιώργος Σταματάρος (φούρναρης) που στο μεσοδιάστημα είχαν γνωριστεί και παντρευτεί Πηγαδιώτισσες δημιουργώντας μικτές οικογένειες. Ο πρώτος τη Σοφία Ν. Χαλκιά, ο δεύτερος τη Φανή Μιχ. Λαθουράκη. Τρίτος, ο Νικήτας Σιφωνιός, τη Βολαδιώτισσα Σοφία. Τέλος, ο Μικρασιάτης υπαίθριος ζαχαροπλάστης και μεγάλος αργότερα φαμελίτης Κώστας Κοντός με τη σύζυγο του Δικαία με δυό παιδιά. Στη συνέχεια το ζευγάρι προέκυψε πολύτεκνο με την προσθήκη πέντε ακόμη αγοριών-κοριτσιών.
Προδημοσίευση από το υπό έκδοση βιβλίο μου: «ΚΑΡΠΑΘΙΟΓΡΑΦΙΕΣ»