γράφει η Άρτεμις Αντωνίου
Τι είναι η “μαγική σκέψη”; Πώς μπορεί να επηρεάσει την καθημερινή σου ζωή, τις σχέσεις σου, τις επιλογές σου; Με τέτοια ερωτήματα θα ασχοληθώ σε αυτό το άρθρο έχοντας ως σκοπό την ενημέρωση όσων τους ενδιαφέρει το συγκεκριμένο θέμα, το οποίο φαίνεται να είναι τόσο διαδεδομένο, ώστε να προκαλεί σύγχιση στη σκέψη και την αντίληψη πολλών ανθρώπων στις μέρες μας.
Η μαγική σκέψη είναι κατά βάση ένα ενθύμιο από την παιδική ηλικία. Τα παιδιά κυρίως μεταξύ περίπου 2 με 8 ετών, είναι πολύ καλά στο να συνδέουν, μέσω της φαντασία τους, γεγονότα δίνοντάς τους προσωπικό νόημα, αιτία κι ερμηνεία. Το «μαγικό μου σπαθί», η «μαγική μου χτένα», «αν κουνήσω τα χέρια μου έτσι θα γίνει αυτό», «ο ήλιος γυρίζει γύρω από εμένα», «αν πω αυτές τις λέξεις ή φορέσω το μπλε μπλουζάκι θα κερδίσω στο μπασκετ» κτλ είναι τρόπος σκέψης φυσιολογικός και πολύ συνηθισμένος σε αυτές τις ηλικίες.
Τι γινεται, ωστόσο, αν αυτό το ενθύμιο, το κουβαλάει κανείς και το εφαρμόζει στην ενήλικη ζωή του, ως έναν αξιόπιστο τρόπο σκέψης;
Η μαγική σκέψη είναι ένα συνηθισμένο και κεντρικό δόγμα στις New Age αντιλήψεις. «Έχεις την ικανότητα να αλλάξεις την πραγματικότητα με τη δύναμη της σκέψης», «Προκαλείς (ή/και φταις για) ό,τι σου συμβαίνει», «Όλα είναι σημάδια-μηνύματα για ΄σενα», «Η θετική σκέψη τα καταφέρνει όλα» είναι μερικές από τις βασικές New Age ή παρόμοιες αντιλήψεις που δε διαφέρουν και πολύ από το παιδικό στάδιο που περιέγραψα παραπάνω.
Ο απλοϊκός τρόπος σκέψης, οι προκαταλήψεις, οι προλήψεις, ο εγωκεντρισμός είναι μερικά από τα κύρια συστατικά που εμπεριέχονται στο μαγικό τρόπο σκέψης. Όλα φαίνεται να έχουν σχέση αιτίας – αποτελέσματος, όλα μπορούν να αποτελούν σημάδια για να πετυχαίνεις τα επιθυμητά σου αποτελέσματα, τα οποία όχι σπάνια, έχουν να κάνουν, κυρίως, με θέματα όπως παιχνίδια δύναμης κι ελέγχου, διάφορες μορφές εξουσίας, προσωπική επιτυχία, υλικά αγαθά, χρήματα κτλ.
Η New Age αντίληψη ότι «όλα πρέπει να σου συμβαίνουν για κάποιο λόγο» βασίζεται στη πεποίθηση ότι δεν υπάρχουν σχεδόν ποτέ τυχαίες συμπτώσεις. Έτσι, για παράδειγμα, αν πας στη στάση και αργήσει το λεωφορείο, αν πέσει ένα χαλικάκι στα πόδια σου, αν σκοντάψεις και χτυπήσεις κάπου, «πρέπει» σε όλα αυτά να υπάρχει ένα μήνυμα ειδικά για ‘σένα.
Είναι φανερό, ότι αυτός ο τρόπος σκέψης είναι εγω-κεντρικός, καθώς δεν λαμβάνει υπ’όψιν του τα γεγονότα, τι άλλο συμβαίνει γύρω. Για παράδειγμα, στην καθυστέρηση του λεωφορείου, δε λαμβάνονται υπ’όψιν η πραγματική κίνηση στους δρόμους, οι άλλοι επιβάτες, η κατάσταση του οδηγού, ο καιρός κτλ. Το μήνυμα είναι κατά κύριο λόγο «προσωπικό», η κατάσταση γυρνάει γύρω από ‘σένα παρά είσαι μέρος της κατάστασης.
Φυσικά, από όλα μπορεί κανείς να μάθει και να διδαχθεί κάτι, αλλά δεν γίνονται όλα και δεν τα «έλκουμε» όλα για να μάθουμε κάτι! Για παράδειγμα, ένα κορίτσι που βιάζεται ή ένας άνθρωπος που έχει πέσει θύμα ατυχήματος ή αρρώστησε σοβαρά το έχει «προκαλέσει» ή «έλξει» για να μάθει κάτι; Πόσο ισοπεδωτικός και μονοδιάστατος μπορεί να είναι ένας τέτοιος τρόπος σκέψης; Και πόσο σκληρός μπορεί να εξελιχθεί και να γίνει επίσης; Ένας τρόπος σκέψης που φαίνεται να δημιουργεί π.χ. περιττές ενοχές – αν η κατάσταση συμβαίνει να είναι δύσκολη – ή αβάσιμη αίσθηση υπεροχής – αν η κατάσταση θεωρείται θετική.
Όλοι έχουμε στιγμές μέσα στη μέρα που μπορεί να σκεφτούμε κι έτσι. Κάποιες φορές μπορεί να είναι ένας απλά διασκεδαστικός και παιχνιδιάρικος τρόπος σκέψης που ξυπνάει το «μαγικό» παιδί μέσα μας, ή, ακόμα, ένας τρόπος σκέψης, που μπορεί να χρησιμοποιηθεί συμβολικά και μεταφορικά.
Όταν κανείς αισθανθεί κάποια στιγμή βαθιά πληγωμένος, αποπροσανατολισμένος ή εκτός ελέγχου στη ζωή του/της μπορεί να υιοθετήσει για λίγο αυτό το τρόπο σκέψης. Η μαγική σκέψη σε κάνει να αισθάνεσαι πιο σημαντικός, σου δίνει μια αίσθηση δύναμης, ότι εσύ ελέγχεις τα πράγματα. Κι αυτό σε πολύ δύσκολες στιγμές μπορεί για λίγο να είναι ανακουφιστικό.
Σε περιπτώσεις, ωστόσο, που υιοθετείται σχεδόν σε μόνιμη βάση μια τέτοια προσέγγιση, τα πράγματα μπορούν να γίνουν προβληματικά. Ο μαγικός τρόπος σκέψης δε διαχωρίζει τη σκέψη από την πραγματικότητα αλλά ταυτίζεται με αυτήν, δηλαδή ταυτίζει (αντί να συνδέει) το υποκειμενικό με το αντικειμενικό – «η σκέψη μου είναι η πραγματικότητα», «οι σκέψεις μου έχουν τη δύναμη να καθορίσουν την πραγματικότητα» κτλ. Αυτή η προσέγγιση στις ακραίες της μορφές μπορεί να είναι επικίνδυνη ή/και μπορεί να είναι εκδήλωση και κάποιου ψυχοπαθολογικού φαινομένου.
Δε θέλω να εννοηθεί, ότι η μαγική σκέψη είναι από μόνη της αρνητική ή λάθος. Η μαγική σκέψη είναι σημαντική όχι μόνο ως ένα εξελικτικό στάδιο του ανθρώπινου είδους και ένα φυσιολογικό εξελικτικό στάδιο της παιδικής ηλικίας του ανθρώπου αλλά και μια πλούσια πηγή για τη φαντασία και τα όνειρά μας. Αλλά όταν χρησιμοποιείται σε κυριολεκτικό παρά σε μεταφορικό επίπεδο είναι σα να προσπαθείς να τοποθετήσεις όλο τον κόσμο σ’ ένα δικό σου χαρτοκιβώτιο, παρά ν’ ανοίξεις τον εαυτό σου στον κόσμο ως ενεργό μέλος του.
Μερικές σημαντικές διαφορές μεταξύ μαγικής σκέψης και συγχρονικότητας
Διαβάζοντας αυτό το άρθρο ίσως κάποιοι να αναρωτηθούν: “είναι δηλαδή όλα απλές συμπτώσεις;”, “Και τι γίνεται με τα συγχρονιστικά φαινόμενα;”
Κατ’ αρχάς, θα ‘θελα να αναφέρω εδώ, ότι στην ψυχολογία με τον όρο συγχρονικότητα, όπως την αναγνώρισε, την αφουγκράστικε και την περιέγραψε ο C. Jung (1875 -1961), ορίζεται μια κατάσταση όπου προκύπτουν συνδέσεις με βαθύτερο νόημα μέσα από ασύνδετα γεγονότα. Φαινομενικά η συγχρονικότητα μπορεί κάποιες φορές να μοιάζει, και γι’αυτό είναι εύκολο να συγχιστεί, με τη «μαγική σκέψη».
Μια θεμελιώδης διαφορά, όμως, με τη συγχρονικότητα, είναι ότι σε αυτήν δεν υπάρχει τόσο η ανάγκη του ελέγχου για το τι και πώς θα συμβεί, δεν υπάρχει χειραγώγιση ή προσπάθεια να οικειοποιηθεί κανείς το φαινόμενο εγω-κεντρικά. Απλά συμβαίνει! Το μόνο που ίσως χρειάζεται είναι να είσαι διαθέσιμος/η αρκετά, ώστε να το αναγνωρίσεις.
Για παράδειγμα, αν σε απασχολεί ένα θέμα και ανοίγεις την τηλεόραση και υπάρχει μια συζήτηση γι’αυτό ακριβώς το θέμα, αυτό μπορεί να πει κανείς ότι είναι μια σύμπτωση με νόημα, ένα συγχρονιστικό φαινόμενο. Κανείς δεν προσπάθησε να επιβληθεί, να ελέγξει, ή να καθορίσει το γεγονός. Απλά συνέβη.
Παρόμοια, αν έχω μια σκέψη ή μια ιδέα για την οποία δε μίλησα ποτέ σε κανένα και ξεκινάω να μιλάω γι’αυτήν και μόλις μετά από μια δυο λέξεις μου λες την ίδια, αυτό μπορεί να θεωρηθεί συγχρονικότητα.
Άνθρωποι που παρουσιάζονται την κατάλληλη στιγμή για να βοηθήσουν, εκείνες οι συμπτώσεις που φέρνουν μαζί ανθρώπους σε μια βαθιά δια βίου σύνδεση, εκείνες οι φορές που διασταυρώνονται μονοπάτια και νιώθεις να διευρύνεσαι, εκεί που η μια πράξη ομορφιάς διαδέχεται μια άλλη πράξη ομορφιάς. Γεγονότα, συναντήσεις, όνειρα που έχουν βαθιά επιρροή στην προσωπική μας εμπειρία.
Η συγχρονικότητα φαίνεται να είναι η εκδήλωση της ίδιας της διασύνδεσης της ζωής, η ενσάρκωση, δηλαδή, της αρχής ότι «όλα είναι συνδεδεμένα μεταξύ τους». Φαίνεται, λοιπόν, ότι δεν είναι όλες οι συμπτώσεις χωρίς νόημα ή τυχαίες, όπως, με παρόμοιο τρόπο, δεν είναι όλα όσα συμβαίνουν συμπτώσεις με νόημα, που έχουν συνεχώς να πουν κάτι σε σενα προσωπικά.
Η προσέγγιση της «μαγικής σκέψης», ωστόσο, μειώνει, υποβαθμίζει και περιορίζει τη συγχρονικότητα, καθώς προσπαθεί να τη διαχειριστεί μέσα από έλεγχο και δυναμη και μόνο μέσα στο εγω-κεντρικό επίπεδο (π.χ. ο εαυτός μου, τα αγαθά μου, η επιτυχία μου, κτλ).
Αντίθετα, η συγχρονικότητα συμβαίνει και διαδραματίζεται σε όλα τα επίπεδα – και στο εγωκεντρικό επίπεδο και στο προσωπικό/διαπροσωπικό επίπεδο και στο πέρα από το εγώ, στο υπερ-προσωπικό επίπεδο. Φαίνεται να είναι μια πληρέστερη εμπειρία που ίσως σε καλεί να διευρυνθείς σε διάφορα επίπεδα;
Εγκαταλείποντας το μαγικό τρόπο σκέψης με τη μορφή που περιέγραψα παραπάνω, δε σημαίνει απαραίτητα ότι χρειάζεται να μεταμορφωθείς σε έναν σοβαρό (ή σοβαροφανή) ενήλικα στερημένο από μαγεία, αλλά ίσως καλείσαι ν’ ανακαλύψεις μια βαθύτερη μαγεία, που δεν είναι απλοϊκή και αφελής, αλλά διαχέεται σε όλο το Δίκτυο και το Μυστήριο της Ζωής. Τη μαγεία που υπάρχει μέσα σου και πέρα από εσένα και που ίσως να σε προσκαλεί να της αφεθείς μέσα στην καθημερινότητά σου, εφ’ όσον το επιλέξεις.
Κλείνοντας, θα ήθελα εδώ να παραθέσω ένα παράδειγμα συγχρονικότητας από μια θεραπευτική συνάντηση, όπως μας το εξιστορεί ο ίδιος ο Jung:
“Το παράδειγμά μου αφορά μια νεαρή γυναίκα ασθενή, η οποία, παρά τις προσπάθειες που καταβλήθηκαν και από τις δύο πλευρές, αποδείχθηκε ψυχολογικά απρόσιτη. Η δυσκολία έγκειτο στο γεγονός ότι πάντα γνώριζε καλύτερα για τα πάντα. Η άριστη εκπαίδευσή της τής είχε δώσει ένα όπλο ιδανικό για αυτό το σκοπό, δηλαδή έναν εξαιρετικά γυαλισμένο Καρτεσιανό ορθολογισμό με μια άψογη «γεωμετρική» ιδέα για την πραγματικότητα. Μετά από αρκετές άκαρπες προσπάθειες να γλυκάνω τον ορθολογισμό της με μια κάπως πιο ανθρώπινη κατανόηση, έπρεπε να περιοριστώ στην ελπίδα ότι θα εμφανιστεί κάτι απρόσμενο και παράλογο, κάτι που θα έσπαγε την πνευματική άρνηση στην οποία είχε εγκλωβίσει τον εαυτό της. Λοιπόν, μια μέρα, καθόμουν απέναντί της, με την πλάτη μου στο παράθυρο, ακούγοντας τη ροή της ρητορικής της. Άρχισε να μου αφηγείται ένα εντυπωσιακό όνειρο που είχε το προηγούμενο βράδυ, κατά το οποίο κάποιος της είχε δώσει ένα χρυσό σκαραβαίο – ένα πολύτιμο και ακριβό κόσμημα. Ενώ ακόμα μου εξιστορούσε αυτό το όνειρο, άκουσα κάτι πίσω μου να χτυπάει απαλά στο παράθυρο. Γύρισα και είδα ότι ήταν ένα αρκετά μεγάλο ιπτάμενο έντομο που χτυπούσε έξω από το παράθυρο φανερά προσπαθώντας να μπει στο σκοτεινό δωμάτιο. Αυτό μου φάνηκε πολύ περίεργο. Άνοιξα αμέσως το παράθυρο και έσπρωξα το έντομο στον αέρα καθώς πέταξε μέσα. Ήταν ένα σκαθάρι ή Cetonia aurata, του οποίου το χρυσό-πράσινο χρώμα σχεδόν μοιάζει με αυτό ενός χρυσού σκαραβαίου. Παρέδωσα το σκαθάρι στην ασθενή μου λέγοντάς της: “Ορίστε ο σκαραβαίος σου”. Αυτή η εμπειρία δημιούργησε το επιθυμητό ρήγμα στον ορθολογισμό της κι έσπασε τον πάγο της πνευματικής της αντίστασης. Η θεραπεία θα μπορούσε τώρα να συνεχιστεί με ικανοποιητικά αποτελέσματα.”
Cetonia aurata
***
Βιβλιογραφία:
Cederquist. Jan (2010). Meaningful Coincidence. Times Publishing Limited.
Franz, Marie-Louise von. (1980). On Divination and Synchronicity: The Psychology of Meaningful Chance. Inner City Books.
Jung, C.G. (1969). Synchronicity: An Acausal Connecting Principle. Princeton, New Jersey: Princeton University Press. pp. 109–110.
Copyright @ 2013 – 2020 Άρτεμις Αντωνίου