Τα Βαπόρια της «ΑΓΟΝΗΣ ΓΡΑΜΜΗΣ»

Τα Βαπόρια της «ΑΓΟΝΗΣ ΓΡΑΜΜΗΣ»

Του Ανδρέα Ηλία Μακρή (1940-2022)

Το 1948 με την Ενσωμάτωση της Δωδεκανήσου με την Ελλάδα, δρομολογήθηκε η τακτική ακτοπλοϊκή συγκοινωνία της Καρπάθου με τον Πειραιά. Οι παλαιότεροι που βίωσαν την απομόνωση στο πετσί τους, δεν ξεχνούν την ανά δεκαπενθήμερο ακτοπλοϊκή συγκοινωνία, σαράντα ώρες ταξίδια-οδύσσεια με τα παμπάλαια «βραδείας καύσεως» ατμόπλοια της εποχής που βολόδερναν στο συνήθως τρικυμιώδες Καρπάθιο πέλαγος.

Την παγκατέλα «Χαλκιδική», τα πλοία των αδελφών Τυπάλδου «Ιόνιο1 και «Ηλιούπολις2». Να μην αναφερθώ στον ενδοδωδεκανησιακό σκυλοπνίχτη «Πανορμίτης». Και με την ευκαιρία θα ήθελα να δοξάσουμε τον Πανάγαθο Θεό που δεν μας προέκυψε καμιά ναυτική τραγωδία να μαυροφορεθεί η Κάρπαθος.

Πλέον, το 1952-1953 με εβδομαδιαίες προσεγγίσεις μας ταξιδεύουν το καλοθάλασσο Α/Π «’Eλση» και το αδελφό του πλοίο Δ/Π «Κυκλάδες» του εφοπλιστή Γιάννη Τόγια (ταχύπλοο στην εποχή του με προωθητικές μηχανές diesel, αντί κάρβουνο) εξυπηρετώντας ταξιδιωτικές κι εμπορευματικές ανάγκες του νησιού. Τέλος το 1954 την «άγονη» γραμμή ανέλαβε το καλοτάξιδο ατμόπλοιo «΄Ανδρος» του εφοπλιστή Νικολάου Διαπούλη, ένα πρώην βρετανικό μετασκευασμένο πολεμικό πλοίο με μεγάλο βύθισμα, δικάταρτο με πρύμνη καραβόσκαρου!

«Καθ’ εκάστην Τρίτην 10ην πρωινήν…» όπως αρχαιοπρεπώς πληροφορούσε το επιβατηγό κοινό το πρακτορείο, το βαπόρι (μπαμπόρι!…πιο οικεία) αναχωρούσε από Πειραιά (Μπεραία… πιο λαϊκά!) με πορεία πλεύσης το βόρειο συγκρότημα της Δωδεκανήσου: Λέρο, Κάλυμνο, Κω και μέσω Ρόδου προσέγγιζε τα πολυπόθητα Πηγάδια απόγευμα αργά Τετάρτης, καταπώς λέγαμε τότε:

«Θεού θέλοντος και καιρού επιτρέποντoς…»

Το ταξίδι, μικρή «κρουαζιέρα» -τρόπος του λέγειν- για κάποιους, αραδιασμένοι εν μέσω πελάγει στα ρέλια του βαποριού, ακουμπισμένοι στην κουπαστή με απλωμένο λαιμό να απολαμβάνουν μια μπλε λουλακιά θάλασσα και να χαζεύουν τα δελφίνια που παράβγαιναν το βαπόρι και τις νησιωτικές ακτογραμμές, όταν καβατζάρανε τις ενδιάμεσες προσεγγίσεις.

Για τους περισσότερους όμως παρέμενε ένα ταξίδι οδύσσεια να διασχίζεις το μισό Αιγαίο για ν’ αράξεις στην Κάρπαθο. Αργότερα η «Άγονη» γραμμή άλλαξε δρομολόγιο. Πρώτος σταθμός τώρα τα Κυκλαδίτικα νησιά: Κύθνος, Σέριφος, Σαντορίνη και μέσω Αγίου Νικολάου και Κάσου, το «’Ανδρος» παραπλέοντας τον κάβο της «Μάντρας», ξεμύτιζε κι έριχνε άγκυρα στα Πηγάδια.

Οι ταξιδιώτες ελλείψει «παρά» πολλές φορές μοιράζονταν 6κλινη μέχρι και 8κλινη καμπίνα Β’ θέσης στα έγκατα του βαποριού (όπως συμβαίνει καλή ώρα στο μακρινό Μπαγκλαντές!) Πολλές φορές μάλιστα το γυάλινο φινιστρίνι από τις απανωτές στρώσεις λαδομπογιάς δεν ξεκολλούσε, δύσκολα άνοιγε, και τότε χωρίς φυσικό εξαερισμό η ζέστη γινόταν ανυπόφορη, η ατμόσφαιρα πνιγηρή, κρεματόριο σωστό με τα χάρτινα εμετοδοχεία υπερχειλισμένα από τη ναυτία ορεινών κυρίως επιβατών (άμαθοι βλέπεις στα θαλασσινά) και δώστου εσύ να μυρίζεις λεμόνια…

Με κακοκαιρία το βαπόρι από το συνεχές μπότζι λόγω του μικρού εκτοπίσματος (ήταν, δεν ήταν 1.000 τόνοι) κλυδωνιζόταν πέρα δώθε επικίνδυνα. Τα σκαμπανεβάσματά του προκαλούσαν τις γυναικείες υστερίες. Απελπισμένες και οι εκκλήσεις για βοήθεια. Ο κόσμος όλος, ψαθί. Το κλάμα των παιδιών γοερό, τα σπαρακτικά παρακαλετά της ταλαίπωρης κι ανήμπορης μωρομάνας κίτρινη σαν το φλουρί, χωρίς σταματημό να εκλιπαρεί τον καμαρότο για συμπαράσταση. Συνεχείς και οι προσευχές στo Χριστό και την Παναγία για τη σωτηρία τουλάχιστον των παιδιών. Το «κερασάκι» στην άνοστη τούρτα, ο σαματάς των πιάτων και των ποτηριών που άκουγες να σπάζουν σωρηδόν στην τραπεζαρία. Ε, όλα μαζί προσέδιδαν στο ταξίδι τόνο περιπέτειας και με απόγνωση αναφωνούσες:

«Βοήθα Παναγία μου! Λυπήσου μας.

Βουλιάζουμε, αλλιώς, έχετε γειά… βρυσούλες»

Για το πλήρωμα όμως του καραβιού, κάτι έτρεχε στα γύφτικα. Όλα κυλούσαν φυσιολογικά! «No problem» σου απαντούσαν ξερά. Τίποτα το ανησυχητικό δηλαδή να σε καθησυχάσουν. (Ποιος ξέρει οι άνθρωποι τι είχαν δει τα μάτια τους με καράβια τρισχειρότερα). Απαντήσεις όμως ήκιστα πειστικές και για τους ίδιους ακόμη, αφού όλοι μαζί θαλασσοπνίγονταν.

Επί του πλοίου ο συμπαθέστατος κυρ Μήτσος ο αρχιλoγιστής του «Άνδρος», ένας κοντόχοντρος με μουστακάκι οικονομικός αξιωματικός (μια ζωή κολλημένος στη θέση του δίπλα στην πόρτα του σαλονιού της Β’ θέσης), έπαιρνε μεσοπέλαγα τον υπνάκο του. Στα λιμάνια έπρεπε να είναι ξύπνιος να υποδεχθεί τους νεοεισερχόμενους επιβάτες. Να διαθέσει καμπίνες (αν υπήρχε φυσικά ενδιαφέρον) διότι με λιγοστούς παράδες οι περισσότεροι, ταξίδευαν Γ’ θέση ψάχνοντας στο βρώμικο κατάστρωμα, κάποια απάνεμη γωνιά προστατευμένη από αγέρηδες και τ’ αγιάζι, κουβαλώντας προνοητικά σαν τσιγγάνοι, μέχρι στρωσίδια και φυσικά, λεμόνια, πολλά λεμόνια ή τρύπωναν κρυφά στο σαλόνι μέχρι να τους ανακαλύψει μεσοπέλαγα ο έλεγχος του αρχιλογιστή και να τους διώξουν κακήν κακώς έξω στο deck για να βολευτούν πρόχειρα μέσα σε καμιά κουλούρα καραβόσκοινα ή παλαμάρια να προστατευθούν από το τσουχτερό άνεμο που μαστίγωνε ανελέητα την αρματωσιά του βαποριού. Μοναδική εξαίρεση ο εξυπηρετικός «Ταχυδρόμος» Γιάννης Φτάκλας από τα Τριάντα της Ρόδου, ο προπομπός των σημερινών εταιρειών ταχυμεταφοράς courier που έκανε ο ταλαίπωρος τη μπελαλίδικη δουλειά για λίγα φραγκοδίφραγκα, να μεταφέρει τα βδομαδιάτικα φοιτητικά αμανάτια, όντας κάτοχος ελευθέρας κάρτας «απεριορίστου χρόνου και πλόων» του εφοπλιστή.

Ο θαλασσόλυκος καπετάνιος του «’Ανδρος» Αλέκος Παππάς από την Κύμη

Ευβοίας, ένας μεγαλόπρεπος στο ανάστημα ναυτικός που έφερνε περήφανα στο στήθος τα παράσημα του Β’ Παγκοσμίου πολέμου, άφηνε μεσοπέλαγα στον ύπαρχο τη διακυβέρνηση του βαποριού, αφού χάραζε προηγουμένως την πλεύση για να δίνει πάντα το παρόν στη γέφυρα κατά την προσέγγιση στο λιμάνι. Εκεί που πραγματικά το βαπόρι χρειάζεται γερό κουμάντο και στιβαρό χέρι στο τιμόνι για επιδέξιες μανούβρες, ώστε να αγκυροβολήσει όσο πιο κοντινά στο μουράγιο γινόταν για διευκόλυνση των επιβατών κυρίως, αλλά και του μεταφορικού έργου των λεμβούχων μας. Προείχε βεβαίως η απόλυτη ασφάλεια του πλοίου.

Το αντίθετο έκανε ο πάλαι ποτέ μαρκόνης του βαποριού (ας όψεται… η δορυφορική τεχνολογία για την εξάλειψη του παραδοσιακού ναυτικού επαγγέλματος) απασχολημένος εν πλω να ενημερώνει διαρκώς τον εφοπλιστή, ό,τι «επί του πλοίου όλα βαίνουν καλώς» και να δίνει εγγράφως στον καπετάνιο τα δελτία καιρού της Μετεωρολογικής Υπηρεσίας και μετά, τι; Ατέλειωτες οι ώρες χουζουριού και ύπνος κατά βούληση. Εκτός -κτύπα ξύλο- και χρειαζόταν να εκπέμψει ή να λάβει το διεθνές σήμα κινδύνου «Save Our Souls!» που σήμαινε «Σώσατε τας ψυχάς μας!», γνωστό ως S.Ο.S!

Αρκετές φορές σου λάχαινε να συνταξιδεύεις με κάποιο μερακλή λυράρη μας. Με τις πρώτες δοξαριές της αχλαδόσχημης λίρας του ακουμπισμένη στα γόνατα, άρχιζε να κελαηδεί γνωστούς νοσταλγικούς σκοπούς, κατά προτίμηση παραγγελιές των Λαρπαθιοαμερικάνων οι οποίοι παρασυρμένοι κι από τις εύστοχες μαντινάδες, του «ενθυλάκωναν» με τη σέσουλα τα εκατονταδόλαρα!

Στα Πηγάδια πλέον το Α/Π «΄Ανδρος» αγκυροβολούσε αρόδο, ανάμεσα στο «Δεσποτικό» και Αι-Νικόλα στον «Κάβο» μέχρι το 1957 που εγκαινιάσαμε τον κυματοθραύστη. Οι λεμβούχοι μας Αντώνης Εμίρης, Σκεύος Β. Καβουκλής, Μιχάλης Καφετζής, Γιαννάκης Λάμπρος, Μανωλής Αν. Χαλκιάς 4, Σωτήρης, Γιάννης Νιοτής και Mικές Βούρος κολούσαν τις μαούνες στο πλάι του βαποριού, ενώ οι λιμενεργάτες Σωτήρης, Γιάννης, Παντέλος Νιοτής, Δημήτρης Μουστακάκης, Χαρής, Γιώργος, Φλούριος Ασπρομάτης, Βασίλης Νουμερόπουλος, Αντωνάκης Ε. Χαλκιάς και ο Νίκος Μαργαρίτης σε καλωσόριζαν (κάποιοι ιδιαίτερα με χαρακτηριστική βραχνή φωνή και δάκτυλα φαγωμένα από δυναμίτιδα) εσένα τον θαλασσοπνιγμένο, τον καραβοτσακισμένο, τον μισοπαγωμένο, τον μισοπεθαμένο και σε βοηθούσαν να αποβιβασθείς από την επικίνδυνη πλαϊνή ανεμόσκαλα του πλοίου στην κουβέρτα της μαούνας σώος κι αβλαβής, με ένα ανακουφιστικό «Ουφ!» που σήμαινε πολλά. Αίσθημα ασφαλείας, λύτρωση, το τέλος μιας ναυτικής περιπέτειας και συν Θεώ, «στέρεο έδαφος» σε λίγο.

Χέρι-χέρι σου ξεφόρτωναν και τις παντός είδους χειραποσκευές: Μποξά(δ)ες με σχοινί σταυρωτά δεμένοι, κοφούνια στραπατσιαρισμένα αλλά τιγκαρισμένα με αγορασιές, κούτες δεμένες σφικτά με σπάγκους, σακούλες και τουβράδες καργαρισμένες τρόφιμα, τουβρά(δ)ες, μέχρι κατσίκες!…αγκαλιά. (Δεν αναφέρω βαλίτσες γιατί ελάχιστοι χρησιμοποιούσαν). Ο δε λοστρόμος ξεφόρτωνε με το παλάγκο τα πασίγνωστα αμερικάνικα μαύρα μπαούλα με τις επιχρυσωμένες κλειδαριές και τις προστατευτικές γωνιές, μ’ άσπρη μπογιά κακογραμμένα τα ονόματα, τσάτρα-πάτρα εγγλέζικα, γεμάτα όμως χρήσιμα δώρα για συγγενείς και όχι μόνο. Οι λιμενεργάτες αίφνης, αρκούνταν στην προφορική υπόσχεση ότι την επαύριον ημέρα του εκτελωνισμού των οικοσκευών, οι Ελληνοαμερικάνοι θα τους μοίραζαν φιλέματα. Λ.χ. κάποιο ναυτικό αδιάβροχο (jacκet), μάλλινο σκούφο, χοντρά γάντια, ζευγάρι γαλότσες κ.ά.

Η άφιξη του «Αγίου ’Ανδρος» (όπως συνηθίζαμε να αποκαλούμε την κάθε Τετάρτη, ανεξαρτήτως ώρας κατάπλου του βαποριού) ήταν κάτι σαν τοπική γιορτή. Στο λιμάνι γινόταν χαμός και παραείχε ενδιαφέρον. Το αδιαχώρητο έβρισκε στην προκυμαία την κυριολεξία του. Kόσμος και ντουνιάς στην έξοδο κοντά στα σιδερένια κάγκελα του Τελωνείου για μια καλύτερη θέα. Ασφυκτικό στριμωξίδι για χάζι και χαβαλέ από παιδαρέλια και τεμπελοσκυλιάζοντες καφενόβιους που άφηναν για λίγο το ραχάτι, την προσφιλή τους ασχολία. Αρμαστές να κάνουν «κόνξες» στ’ am more, ευκαιρία να δουν κόσμο, να ξεδώσουν βρε αδελφέ.

Οι ξενοχωριανοί με τι λαχτάρα να υποδεχθούν συγγενείς, φίλους. Ανυπόμονες γριές, γέροι ανήμποροι ξεροσταλιάζοντας ώρες ανάμεσα στο συνωστισμένο ετερόκλητο πλήθος, να καλωσορίσουν πρόσωπα αγαπημένα. Φαίνεται πως φτεροκοπούσε η καρδιά στη σκέψη με εκείνο τον αρμονικό παλμό που προξενεί θερμή και γλυκιά ταραχή, μήπως και δεν προλάβουν να τους σφιχταγκαλιάσουν.

«Ας τον ε(ιδ)ώ, τσι ας ’ποθάνω» ψιθύριζαν τα χείλη τους. Βλέπεις μαύρα μάτια κάνανε τόσα χρόνια να τους περιμένουν.

Κι όταν επί τέλους οι μαούνες κάργα επιβάτες, προμήθειες, εμπορεύματα, ταχυδρομικούς σάκους και κατοικία ζώα… η μία μετά την άλλη πλησίαζαν στα πέντε-έξι μέτρα την αποβάθρα να αποβιβάσουν αγεληδόν τον κόσμο, κάποιοι «Κολόμποι» μετανάστες που Κύριος οίδε πόσα «τέρμινα» ξέμειναν στην ξενιτιά με την ανάμνηση της προγονικής εστίας, με τη νοσταλγική λαχτάρα της παλιννόστησης, δεν άντεχαν τη θέα του υπέργηρου, σχεδόν ετοιμόρροπου πατέρα δίπλα στη γριά μάνα, ντυμένη στα σκούρα χρώματα με τα καφετιά τσεμπέρια να καλύπτουν σχεδόν το πρόσωπο και ξέσπαγαν με αναφιλητά σε γοερό κλάμα σαν μικρά παιδιά με μακρόσυρτα επιφωνήματα του τύπου:

«’Ωχουτα Μάνα μου! Ήρτε… ο γιός σου».

και κρουνοί τα δάκρυα χαράς να κυλούν στα μάγουλα, ακόμη κι άσχετων παροικούντων. Tα πιτσιρίκια αργά το βράδυ παμπόνηρα σκεφτόμενα, δίνανε ραπόρτο στο σπίτι ποιούς έφερε το βαπόρι. Μετέφεραν τα δακρύβρεχτα καλωσορίσματα ή σχολίαζαν τους νιόφερτους Ελληνοαμερικάνους με ένα-δυό στυλό μόστρα αραδιασμένοι στο τσεπάκι του σακακιού, φωτογραφική μηχανή στον ώμο κρεμασμένη, παρδαλές φαρδιές γραβάτες, καπέλο ψάθινο να προστατεύσουν το ωχρό πρόσωπο από την ασυνήθιστη για αυτούς λαύρα του καλοκαιριού και φυσικά, το πούρο «Αβάνας» στα δόντια σφηνωμένο. Πασίγνωστα δηλαδή χαρακτηριστικά επαναπατριζόμενου μετανάστη στις δεκαετίες του‘50 και ’60, όπως παραστατικά τους απεικόνιζαν οι μαυρόασπρες ταινίες του αξέχαστου ελληνικού κινηματογράφου. Άλλα πιτσιρίκια με το χάρισμα του μίμου, επαναλάμβαναν αγγλιστί τα λαρυγγόφωνα αμερικάνικα τους:

«Ooh, yia, yia… το boxy 6 είναι dικό μου!»

ή τους σπαραξικάρδιους χαιρετισμούς μπας και γλυτώσουνε τον βούρδουλα, αφού τα σχολικά μαθήματα της αύριον ημέρας, τα κρέμασαν στον κόκορα χωρίς να υποβληθούν στον κόπο της μελέτης.

Φυσικά το πρωί τα Πηγαδιωτάκια, ομαδικό σκασιαρχείο στο Γυμνάσιο. Εμ, βέβαια, αμελείς κι αδιάβαστοι τι θα λέγανε αίφνης οι μαθηματικής κλίσης μαθητές στο Θεολόγο Αντώνη Μαστρογιάννη με το αυστηρό ύφος κι αντίστοιχα, οι φιλολογικής κλίσης μαθητές στον εξ ίσου αυστηρό Μαθηματικό Ανδρέα Κατσάνη5. Mπαρούφες, αρλούμπες, παπαρολογίες ή πονηροβλακείες; Βέβαια αργότερα τους κατέτρωγε το άγχος των εξετάσεων, η αγωνία των αποτελεσμάτων για να επικαλούνται το γνωστό:

«Στερνή μου γνώση, να σ’ είχα πρώτα».

Αστεία-αστεία, υπήρχαν όμως και Πηγαδιωτάκια αριστούχοι μαθητές και μάλιστα σημαιοφόροι στις παρελάσεις, παρ΄ όλες τις προκλήσεις της «πρωτευουσιάνικης» εξωσχολικής ζωής. Φαντάσου δηλαδή τα «Μπαλουξάκια» να ζούσαν και σε χωριό. Mπορεί και να σάρωναν στις πρωτιές7, μπορεί και… όχι. Για την ιστορία, τέλη της δεκαετίας του ΄90 εμφανίζονται πλέον τα σύγχρονα οχηματαγωγά (Ferry Boats), μικρά χλιδάτα ξενοδοχεία και όλα αλλάζουν προς το καλύτερο. Ταχύτητα, ευστάθεια, ασφάλεια, άνεση, ψυχαγωγία.

Αφιερώνεται σ’ αυτούς που έρχονταν και σ΄όσους τους περίμεναν. Σε όσους έφευγαν και σ’ αυτούς που τους κούναγαν μαντήλι στη Σκάλα.8

______________

1.Πρώην βρετανικό πολεμικό. Θυμάμαι στο μπροστινό κατάρτι του, τη μπρούτζινη πλάκα που έγραφε:

«Behind this plaque there is a weapon hole.

Let’s not forget last war left behind, so many worries».

(Πίσω από αυτή την πλάκα, υπάρχει οπή οβίδας.

Ας μη ξεχνάμε, ο τελευταίος πόλεμος άφησε τόσα δεινά).

2. Εκείνο με το εμβληματικό πρόβολο9 στην πλώρη, μαύρο βαμμένο.

3. Πατέρας του πρόσφατα αποβιώσαντα ναυάρχου Νικολάου Παπά (φωτοτυπία του πατέρα του) επίτιμου Αρχηγού του Γ.Ε.Ν, αντιστασιακού, πρώην κυβερνήτη του αντιτορπιλικού «Βέλος».

4. Είχε εγκατεστημένη λαφυραγωγημένη βενζινομηχανή του Λάζαρου Κοσμά από γερμανικό τάνκ! Ένας άλλος Πηγαδιώτης, ο Μιχάλιας Χ. Χατζηευσταθίου είχε εγκαταστήσει μηχανή γερμανικού υδροπλάνο, στο πλοιάριο του «Άγιος ράλαμπος». 5. Δέμα, κιβώτιο.

6. Να αναφερθώ και στους καθηγητές μας Γιώργο Χαλκιά και Γιάννη Σκαρδάση με τους χαρακτηρισμούς «Αγίου των Γραμμάτων» ο πρώτος, πνευματικά βαθύπλουτου ο δεύτερος. Σάματι δεν γνωρίζαμε ότι η επιείκεια τους ήταν δεδομένη, με κόστος ίσως κάποιας υποψίας ειρωνείας, λόγω του λεπτού χιούμορ που τους διέκρινε. Τα νιάτα όμως δεν χαμπάριαζαν από τέτοια. Άρα, ανώφελο το σκασιαρχείο στους συγκεκριμένους καθηγητές.

7. Να αναφέρουμε τους Πηγαδιώτες: Αρεοπαγίτη Πάνο Μιχ. Χατζηπαναγιώτη, Πανεπιστημιακούς καθηγητές: Ζωή Μαλαξού-Σαμαρά, Νικήτα Εμμ. Πολεμικό, Δημήτριο Αν. Σωτηρόπουλο, Στέφανο Ν. Μανιά και ευάριθμους επώνυμους «Μπαλουξήδες» της γνώσης και επιχειρηματικότητας.

8. Έχω την άποψη, την υποστηρίζω και τη χαρακτηρίζω αδικαιολόγητη παράλειψη, η προκυμαία του Τελωνείου, χώρος που κατευόδωσε και καλωσόρισε χιλιάδες συμπατριώτες μας, να μην έχει ονοματοδοτηθεί ακόμη σε «Ακτή Στέλιου Κατζατζίδη». Προς τιμήν της μεγάλης φωνής της Ελλάδας που ύμνησε όσο κανένας, τα βάσανα και τους καημούς του Έλληνα μετανάστη και κατ΄ επέκταση χιλιάδων συμπατριωτών μας. Και ξέρουμε ο Καρπάθιος τι αποδημητικό πουλί είναι. Πέρα από το γεγονός ότι η Κάρπαθος κάθε λίγο και λιγάκι θα προβάλλεται από τα τηλεοπτικά αφιερώματα στο «Στέλιο», όπως συχνά συμβαίνει με πολλές ανά την Ελλάδα πόλεις, που τον τίμησαν ανάλογα.

9. Άλμπουρο.

Από το βιβλίο του Ανδρέα Μακρή: «ΠΟΤΙΔΑΙΕΩΝ! ΕΥΘΥΜΑ, ΣΟΒΑΡΑ & ΚΩΜΙΚΟΤΡΑΓΙΚΑ»

23.6.2023

Καρπαθιακά Νέα