Τέλος εποχής για την Αμμοπή Καρπάθου

Τέλος εποχής για την Αμμοπή Καρπάθου

του Μανώλη Δημελλάς

” Όλοι έχουμε γραμμένο, που το λένε πεπρωμένο και κανένας δε μπορεί να το αποφύγει…” τραγουδά ο Νταλάρας, βγάζει κρυφά πάθη από τα ηχεία, ενώ ο Νίκος και ο Μιχαήλος, οι δυό Μαλλόφτηδες, ξανοίγονται, ταξιδεύουν στη μνήμη με τα μάτια, περπατούν πάνω στη γλυκιά και ήσυχη, την ολόχρυση παραλία, στην Αμμοπή.

Όλα μοιάζουν τόσο σταθερά, φαίνονται πάντα ίδια, έτσι θέλουμε να πιστεύουμε. Μόνο το καλοκαίρι φεύγει βιαστικό, προσπερνά, λες και οι αναδουλειές δε το αφήνουν να σταθεί λιγάκι, μια στάξη παραπάνω δίπλα μας.

Όσο περνά ο χρόνος όλο και συμβιβαζόμαστε μαζί του, στήνουμε συμμαχίες και λέμε πως είναι αδύνατο να πάμε κόντρα του.

Μόνο σα χάσουμε κάτι από τα δεδομένα μας, γινόμαστε θηρία ή πέφτουμε σε μια κατάθλιψη, που κρατά τόσες μέρες ίσα με τα χρόνια μας.

Έτσι και με την Αμμοπή, τη πρώτη και σπουδαιότερη τουριστική περιοχή της Καρπάθου, τα πρώτα ακρογιάλια, που ερωτεύτηκαν παράφορα οι περαστικοί τουρίστες. Το καλοκαίρι του 2013 είναι το τελευταίο, για το γνωστότερο ακρογιάλι της Καρπάθου, όπως το έχουμε γνωρίσει μέχρι σήμερα.

Η περιπέτεια της ζωής του Νίκου Μαλλόφτη, είναι δεμένη με το Περάμμο, τη μεγάλη παραλία, αλλά και με την εξέλιξη ολόκληρης της περιοχής.

Ήταν το 1968, που ο Μιχάλης και η Ρηγοπούλα Μαλλόφτη, οι γονείς του Νίκου, με τον ίδιο και την αδελφή του Φωτούλα, αποφασίζουν να ανοίξουν την πρώτη επιχείρηση στον τόπο.

Καφεζυθεστιατόριο, από το πρωί μέχρι το βράδυ στου γιαλού το κύμα, οι Μαλλόφτηδες έστεκαν στο πόδι.

Δρόμος, νερό και ρεύμα δεν υπήρχαν. Ο τόπος μοιάζει με κρυφό παράδεισο, αφού για να φτάσεις δεν είναι μόνο η ατέλειωτη διαδρομή για τη Κάρπαθο, αλλά και ο ποδαρόδρομος πάνω σε μονοπάτια από τα Πηγάδια.

Βλέπει λοιπόν μπροστά, η οικογένεια Μαλλόφτη και επενδύει, σε ένα μαγαζί που προσφέρει αναψυκτικά, πορτοκαλάδες, λεμονάδες και νερό, που τα κουβαλούν με το γάαρο από τη Κουρβούλα ή από τα Κούτελα.

 

Από τους πρώτους ταξιδιώτες ο Πιέρ, η Ζακλίν και μια περίεργη καρακάξα. Το ζευγάρι που δεν αποχωριζόταν το κλουβί με το πουλί τους, ξανακατέβηκε το 1970 αλλά δεν ξαναφάνηκε στον Περάμο και παρέμεινε άλυτο μυστήριο, η υπόθεση της πρώτης και μάλλον μοναδικής Καρακάξας, που έκανε διακοπές στη Κάρπαθο. Αντίθετα με άλλους Ευρωπαίους, κυρίως Γερμανούς, που κάθε καλοκαίρι δίνουν μυστικό ραντεβού, με τα βράχια της Αμμοπής, ενώ ο Νίκος τους γνωρίζει όλους με το μικρό όνομα τους.

Μας διακόπτει ένα περαστικό ζευγάρι, η κοπέλα κρατά ένα κορίτσι στην αγκαλιά της, ο Νίκος τους χαμογελά, τους καληνυχτίζει γλυκά. Έπειτα συγκινημένος, μιλάει όπως πάντα σιγανά, γνωρίζει τη ξένη γυναίκα από τότε, που οι γονείς της την έφερναν και ήταν η ίδια μωρό, ακόμα δεν είχε περπατήσει, όταν τσαλαβουτούσε στα μαλακά, μεταξωτά νερά της Αμμοπής, και τώρα η ίδια μαθαίνει τη δικιά της κόρη να κολυμπά πάνω στον ίδιο τόπο.

Η ιστορία του Νίκου δεν σταματά εδώ, εκείνος έφυγε για τον Καναδά και την Αμερική, εστιατόρια, κουζίνες, στοίβες πιάτα και μαγειρέματα. Γίνονται πράσινα δολάρια οι κόποι, ενώ οι οικονομίες πέφτουν όλα στο όνειρο, στην ανάπτυξη της επιχείρησης, στην άγνωστη ακόμα Αμμοπή.

 

Ούτε ξενοδοχείο δεν υπάρχει, οι τουρίστες φτάνουν με τους υπνόσακους παραμάσχαλα, ενώ στην παραλία γίνεται το αδιαχώρητο από τις σκηνές.

Ήταν το 1973 που ο Γιώργης Σακέλλης, ο γνωστός “Χαραντάς”, φτιάχνει τα πρώτα δωμάτια στα Καστέλλια. Μια ιδιαίτερη προσωπικότητα έκανε πάλι τη διαφορά, ακόμα και σήμερα ίσως να προσπερνάμε με τη σκέψη μας τη ιδιόμορφη μαγκιά του.

Ονόμασε τα δωμάτια “Σπάρτα σύστεμ” και ακολούθησε τη φιλοσοφία των Σπαρτιατών. Δεν έβαλε στρώματα, μοναχά ξύλινοι, Καρπάθικοι σοφάδες, περίμεναν τους ταξιδιώτες μέσα στα πρώτα ενοικιαζόμενα της περιοχής. Ήδη το μαγαζί της οικογένειας Μαλλόφτη, δούλευε από το χάραμα μέχρι το βράδυ. Η μάνα, η Ρηγοπούλα, έφτιαχνε ακόμα και γιαούρτι από το γάλα που κατέβαζαν οι δυό κατσίκες τους. Κατσίκες που ήταν διάσημες, σε όλη την Ευρώπη, αφού Εγγλέζοι δημοσιογράφοι φρόντισαν να προβάλλουν την οικογένεια του Περάμμου και το γιαούρτι της. Οι τυχεροί ταξιδιώτες ζούσαν, κολυμπούσαν μέσα στη καρπάθικη φιλοξενία, σε όλο το μεγαλείο της, όσο για το Νίκο, ότι χρήματα έφερνε από τα ξένα, έπεφταν μέσα στο Περάμμο. Δεν άργησαν να φτιάξουν παραδίπλα και το πρώτο τους ξενοδοχείο, που το λειτούργησαν από το 1978.

Να μην ξεχνιόμαστε, ακόμα ρεύμα δεν υπήρχε, δύο γκαζιέρες, για το μαγείρεμα και μια, μοναδική λάμπα. Ίσως το λιγοστό φως να κάνει τους ανθρώπους περισσότερο αυθεντικούς, ίσως στα πιο πηχτά σκοτάδια να βλέπουν οι ψυχές καλύτερα.

Αλλάζουν όνομα στην επιχείρηση, από τότε παραμένει το “Golden beach” να συνοδεύει τη μεγάλη παραλία της Αμμοπής.

 

Η χρονιά ορόσημο για όλη την περιοχή είναι σίγουρα το 1981, όχι για τη πολιτική αλλαγή. Οι πολιτικοί αδιαφορούσαν τότε για το τουριστικό προϊον, έδιναν βάρος στα χωριά και τα μετρημένα ψηφαλάκια, άλλωστε εκείνη την εποχή τα καλύτερα κτήματα δεν ήταν στα παράλια του νησιού.

Το 1981 οι Νίκος Μαλλόφτης, Μηνάς Χατζηδάκης και ο Γιάννης Μαργαρίτης, επιτέλους φροντίζουν για να έρθει το ηλεκτρικό ρεύμα από τη στροφή, μια απόσταση δύο χιλιομέτρων έκρυβε όλο τον πολιτισμό της εποχής μας.

Λίγα χρόνια μετά, ανοίγει και στρώνεται με άσφαλτο ο δρόμος, που ακόμη και σήμερα σε ορισμένα σημεία του παραδόξως μοιάζει με μικρό στενό και σε κάθε πέρασμα γεννά πολλά ερωτηματικά για τη κατασκευή του.

Όταν πια στο 1989 πιάνουν δουλειά τα τουριστικά πρακτορεία και τα τσάρτερ διαλέγουν και τη Κάρπαθο για να ξεφορτώσουν κόσμο, ο Νίκος Μαλλόφτης αισθανόταν δικαιωμένος, για την οικογενειακή επιλογή του.

Ευχαριστημένος για το χρόνο και τον κόπο, που επένδυσε στη Χρυσή ακτή της Καρπάθου, ευτυχισμένος από τις αναμνήσεις, αλλά και πικραμένος από την νοοτροπία του Καρπάθιου, του Έλληνα πολιτικού.

Κάθε που προσπαθούσαν να φτιάξουν κάτι στην πιο γνωστή τουριστική περιοχή του νησιού, η απάντηση ήταν πάντα ίδια, σταθερά προκλητική:

“…να τα κάμετε μονάχοι σας. Εσείς, οι επιχειρηματίες που τα κονομάτε, να κάμετε και έργα στην περιοχή…”.

Ο Νίκος μειλίχιος δείχνει να πιστεύει, να ελπίζει, στη νέα γενιά που έρχεται, στους επόμενους που θα κάνουν στην άκρη το μικρό προσωπικό συμφέρον, για το συνολικό καλό.

Δείχνει να ταλαιπωρήθηκε από ζήλιες και μικρότητες, αλλά δεν αποκαλύπτει φτηνές μιζέριες και ονόματα που κρύβει το παρελθόν. Δεν είναι ρουφιάνος κανενός.

“Η πρώτη και σπουδαιότερη παραλία του νησιού εξακολουθεί αφώτιστη και αφρόντιστη, ίσως αν είχα κάποιο άλλο επώνυμο να ήταν όλα τακτοποιημένα” , επαναλαμβάνει με πικρία, ο Νίκος Μαλλόφτης, που ξέρει πολύ καλά που πονά, που υποφέρει ο τόπος.

Τελευταίο καλοκαίρι για το “Golden beach” της Καρπάθου, έτσι σκοτεινό, δίχως φώτα, μοιάζει σε εκείνη τη παλιά εποχή, που κατέβαιναν με ποδαρόδρομο οι εραστές του ονείρου και χάζευαν το γαλαξία που έστεκε κρεμασμένος πάνω από τα κεφάλια τους.

 

Ήπιαμε λευκό, κρύο κρασί, με τον Μιχαήλο, ο Νίκος μονάχα λίγο ρακί, μοιάζει σα πρωτόβγαλτος στη δουλειά, έτσι κοιτά τριγύρω, θέλει να εξυπηρετήσει και να μην νιώσει κανείς από τους φιλοξενούμενους του δυσάρεστα ή άβολα.

Τα παρακάτω χρόνια έχουν καινούριο πρόσωπο, σίγουρα θα δυναμώσουν τα φώτα, αλλά στα σκοτεινά, στα αλμυρίκια που φύτεψε ο πατέρας του Νίκου, θα κρύβονται τόσες ιστορίες και θα περιμένουν μια παύση, μια μικρή σιωπή, για να ξεκινήσουν τη πάρλα. Ποιός να θυμάται την οικογένεια Μαλλόφτη ή του Νικολή του Ψαρά και της Φωτεινής, στη μικρή Αμμοπή;

Αλήθεια αν ακούσετε κάτι για μια καρακάξα, το γαλλοθρεμένο πουλί, που έκανε διακοπές στην Αμμοπή της Καρπάθου, την αρχή του 1970, να το μοιραστείτε μαζί μας…

Οι εποχές μπορεί να αλλάζουν,ευτυχώς όμως οι μύθοι ποτέ δε πρόκειται να σβήσουν και το νησί, η Κάρπαθος, είναι γεμάτο από ολοζώντανους θρύλους.