Γράφει ο Μανώλης Κασσώτης
ΝΕΑ ΥΟΡΚΗ. Επί σχεδόν ένα μήνα, μετά την εισβολή της Ρωσίας στην Ουκρανία, τα μάτια του κόσμου είναι στραμμένα στους Ουκρανούς που διδάσκουν πολεμική αρετή, πρόθυμοι να πεθάνουν για την ελευθερία της πατρίδας τους. Συνοδεύουν τα παιδιά, τις γυναίκες και τους γονείς μέχρι στα σύνορα και μετά επιστρέφουν για να πολεμήσουν.
Πηγαίνοντας 82 χρόνια πίσω και διαβάζοντας τον Διεθνή τύπο της εποχής, βλέπουμε την κοινή γνώμη με τον ίδιο τρόπο αντιμετώπιζε την Ελλάδα που αγωνιζόταν ενάντια στην εισβολή της φασιστικής Ιταλίας. Τότε και οι Έλληνες άφηναν παιδιά, γυναίκες και γέρους γονείς, και με την ευχή τους πήγαιναν στο μέτωπο τραγουδώντας, έτοιμοι να πολεμήσουν, και αν χρειαστεί να πεθάνουν για την Ελευθερία της πατρίδας τους.
Οι τίτλοι των τότε πρωτοσέλιδων άρθρων έγραφαν την φράση που είπε ο Churchill: «Στο μέλλον δεν θα λέμε πως οι Έλληνες πολεμούν σαν τους ήρωες, αλλά οι ήρωες πολεμούν σαν τους Έλληνες».
Ακόμη βλέπουμε τους Δωδεκανησίους, που τα νησιά τους βρίσκονταν υπό Ιταλική κατοχή, να προσπαθούν με κάθε μέσο, να φθάσουν στην Ελλάδα και αργότερα στη Μέση Ανατολή, η κοινή γνώμη να πολεμήσουν για την Ελευθερία της Πατρίδας τους και τη δική τους.
Με καΐκια ταξίδευαν οι κατάσκοποι.
Στην Κρήτη
Τον Σεπτέμβρη του 1939 μόλις άρχισε ο πόλεμος, οι Ηλίας Ματσάκης, Μιχάλης Μουστακάκης, Γιώργος Φασουλέτος, Νίκος Μουστακάκης και Κώστας Νιοτής, παίρνουν τη μεγάλη απόφαση να δραπετεύσουν με μια βάρκα από την Κάρπαθο για να πάνε στην Κρήτη.
Μόλις σκοτείνιασε για καλά, οι τρείς πρώτοι ξεκίνησαν από Απερί για τα Πηγάδια, και ακολουθώντας διαφορετικά μονοπάτια έφτασαν στο περβόλι του Βασίλη Μουστακάκη. Στο μεταξύ ο Ματσάκης περνώντας από το Βρόντη, έκοψε το μεταξύ Πηγαδίων και Απερίου τηλεφωνικό καλώδιο. Και το ίδιο βράδυ οι Νίκος Μουστακάκης και Κώστας Νιοτής πήραν άδεια από το λιμεναρχείο να πάνε να ψαρέψουν αγριάδια. Αλλά μόλις ανοίχτηκαν στο πέλαγος στράφηκαν ανατολικά και μετά νότια, και μετά από δυο τρεις ώρες κωπηλασία έφτασαν στο Αρδάνι, περιμένοντας 100 μέτρα από την ακτή.
Οι άλλοι τρεις ξεκίνησαν από περβόλι του Μουστακάκη και αυτοί για το Αρδάνι. Μόλις ανέβηκαν το ύψωμα και έφτασαν στο Πλατύολο, ο Ματσάκης σκόνταψε στο τηλεφωνικό καλώδιο που ένωνε τα Πηγάδια με την πυροβολαρχία στον Προφήτη Ηλία των Μενετών, και το έκοψε. Κατηφόρισαν και μόλις έφτασαν στο προκαθορισμένο μέρος κρύφτηκαν.
Όταν βεβαιώθηκαν ότι κάποιος δεν τους παρακολουθούσε, ο Φασουλέτος άναψε δυο τρεις φορές τον αναπτήρα του και περίμεναν. Από την βάρκα είδαν το σύνθημα, πλησίασαν στην ακτή, τους πήραν, ανοίχτηκαν στο πέλαγος και άρχισαν να κωπηλατούν για την Κρήτη. Για να αποφύγουν τις Ιταλικές φρουρές, τραβούν νότια και όταν πέρασαν την Κάσο κατευθύνθηκαν προς τα δυτικά, αν και ταξιδεύουν χωρίς πυξίδα, με την βοήθεια του Ήλιου, έβαλαν πορεία για την Κρήτη.
Το πρωί της άλλης μέρας βρήκε ανάστατους τους Ιταλούς. Η βάρκα δεν γύρισε από το ψάρεμα, η τηλεφωνική επικοινωνία με το Απέρι και τον Προφήτη Ηλία διακόπηκε και ο Ηλίας Ματσάκης δεν πήγε να δώσει το παρόν στην Αστυνομία (Επειδή ήταν γνωστός για την πατριωτική του δράση, έπρεπε, πρωί και βράδυ, να δίνει το παρών στην Αστυνομία).
Στα Πηγάδια δεν υπήρχε κατάλληλο πλοίο για να καταδιώξει τους δραπέτες. Ο Antico, ο Ιταλός Διοικητής, γεμάτος λύσσα άφριζε από το κακό του, επικοινωνεί με τις Λιμενικές αρχές της Κάσου, όπου βρισκόταν ελλιμενισμένο το καΐκι του καπετάν Πιπίνου από την Χάλκη, και διέταξε να ερευνήσουν την μεταξύ Καρπάθου-Κάσου και Κρήτης θαλάσσια περιοχή. Παρ’ ότι οι Ιταλοί δεν έδωσαν εξηγήσεις στον Πιπίνο, αυτός κατάλαβε από τον εκνευρισμό και τις κινήσεις τους σκοπούς τους. Η ψυχή του επαναστατεί με τη σκέψη ότι το καΐκι του θα χρησιμοποιηθεί για την καταδίωξη Δωδεκανησίων πατριωτών, χωρίς να χάσει καιρό χάλασε τη μηχανή του πλοίου.
Η πατριωτική ενέργεια του Πιπίνου τους έσωσε από την καταδίωξη, αλλά η θάλασσα άρχισε να φουρτουνιάζει, παλεύουν με τα κύματα, ενώ μακριά στον ορίζοντα φαίνονται τα πολυπόθητα βουνά της Κρήτης. Για ώρες παλεύουν με τα στοιχεία της φύσης, οι δυνάμεις τους άρχισαν να τους εγκαταλείπουν, κινδυνεύουν να γίνει η θάλασσα ο αιώνιος τάφος τους, δεν απόμεινε τίποτε άλλο παρά η πίστη τους στο Θεό. Ο Φασουλέτος, πήρε μαζί του ένα δυομισόλιρο, το έταξε στον Άγιο Νικόλα.
Σαν από θαύμα η θάλασσα ηρέμησε. Μια θεϊκή δύναμη άρπαξε την βάρκα, την έσπρωξε προς τη μεριά της Κρήτης, και την έκατσε πάνω σε μια αμμουδιά, στον Ξερόκαμπο της Ανατολικής Κρήτης κοντά στον Κάβο Σίδερο. Συγκινημένοι πήδησαν από τη βάρκα, γονατίζουν και ευχαριστούν τον Θεό, και σκύβοντας φιλούν το έδαφος της ελεύθερης Ελληνικής Πατρίδας.
Μόλις σήκωσαν τα μάτια τους είδαν από πάνω τους έναν γέρο Κρητικό, τον Δημήτρη Ψαρουδάκη, ο οποίος αμίλητος και συγκινημένος παρακολουθούσε το δράμα τους. Τους φιλοξένησε στον στάβλο του και τους πληροφόρησε ότι το άσπρο σπιτάκι που φαινόταν κοντά στην ακτή, ήταν το εκκλησάκι του Αγίου Νικόλα. Χωρίς να χάσουν καιρό πήγαν να προσευχηθούν στο σωτήρα τους και να εκπληρώσουν το τάμα τους. Εκεί βρήκαν τον Επίτροπο του μοναστηριού και του παρέδωσαν το δυομισόλιρο. Εκείνος τους έδωσε μια επιστολή για την Κεντρική Επιτροπή του μοναστηριού στο Χανδρά.
Το ίδιο βράδυ με συνοδεία τον αγροφύλακα της περιοχής πήγαν και παραδόθηκαν στον σταθμό Χωροφυλακής, όπου πέρασαν το πρώτο βράδυ. Έδωσαν και το γράμμα του επιτρόπου στην κεντρική επιτροπή του μοναστηριού. Με έκπληξη τους είδαν να τους παραδίνει 2.500 δρχ.. Δεν μπορούσε να αρνηθεί το τάμα τους αλλά γνώριζε ότι το δυομισόλιρο ήταν η μόνη τους περιουσία και είχαν ανάγκη από χρήματα.
Από την Κρήτη πήγαν στον Πειραιά και όταν η φασιστική Ιταλία, στις 28 Οκτωβρίου 1940, κήρυξε τον πόλεμο εναντίον της Ελλάδος κατετάγησαν στο Σύνταγμα των Δωδεκανησίων Εθελοντών και πολέμησαν Μακεδονικό μέτωπο εναντίον των Γερμανών. Μετά την κατάρρευση του μετώπου επέστρεψαν με πολλές ταλαιπωρίες στην Αθήνα και στην συνέχεια πήραν μέρος στην Εθνική Αντίσταση.
Στην Απλοθήκα
Μόλις άρχισε ο Ελληνοϊταλικός, τα παιδιά του εμποροπλοιάρχου Γιώργου Παραλή, Πανάος, Ηλίας και Κώτσος, γεννημένα και μεγαλωμένα στη Σύμη, και εγκατεστημένα στην Κάσο, πήγαν με το καΐκι τους στην Αλεξάνδρεια και έθεσαν μαζί με τους εαυτούς στην υπηρεσία του Συμμαχικού αγώνα στην Αίγυπτο και στην υπόλοιπη Βόρειο Αφρική.
Στο μεταξύ, όταν η Τουρκία συνειδητοποίησε ότι η πλάστιγγα του πολέμου έγερνε προς τη μεριά των Συμμάχων, τους επέτρεψε να χρησιμοποιούν τα χωρικά της ύδατα και να δημιουργήσουν βάσεις: στο Pentzik του Δωρικού κόλπου, το D.R.M. στον Κεραμεικό και στο Turk-Buku στον κόλπο του Γέροντα, απ’ όπου γίνονταν επιδρομές από κομάντος στα Δωδεκάνησα και στις Κυκλάδες.
Μια τέταρτη βάση δημιουργήθηκε στη νότια πλευρά του ακρωτηρίου Αλεπώ, στα Μικρασιατικά παράλια απέναντι από τη Ρόδο, στον ευρύχωρο κόλπο της Απλοθήκα που ταυτίζεται με τα αρχαία Λώρυμα. Εκεί βρισκόταν το κέντρο της Συμμαχικής κατασκοπείας στα Δωδεκάνησα, που αξιοποιώντας το θάρρος και τις ικανότητες του Πανάου Παραλή, οι Σύμμαχοι του ανάθεσαν την διοίκηση της βάσης. Αυτός, λόγω της Συμαϊκής του καταγωγής, γνώριζε την περιοχή και είχε καλές σχέσεις με τους Τουρκοκρητικούς της περιοχής που μιλούσαν Ελληνικά. Σε αρκετές αποστολές, που ξεκινούσαν από την Απλοθήκα, χρησιμοποιώντας καμουφλαρισμένα ψαροκάικα και ενδιάμεσα σταματούσαν σε ξερονήσια, συμμετείχε και ο ίδιος ο Παραλής,.
Το 1944, από λάθος, ο Παραλής βρήκε τραγικό θάνατο. Ένα βρετανικό πολεμικό βύθισε το καΐκι που επέβαινε στην περιοχή της Τήλου. Το σήμα αναγνώρισης είχε αλλάξει προ ημερών, γιατί η Γερμανική αντικατασκοπεία άρχισε να χρησιμοποιεί καΐκια και να προσποιούνται τους κατασκόπους, χωρίς να το γνωρίζει ο Παραλής. Και όταν το καΐκι του Παραλή έδωσε λάθος σήμα, το βρετανικό πολεμικό το θεώρησε εχθρικό και το βύθισε.
Στις Κυκλάδες
Είχε αρχίσει ο Δεύτερος Παγκόσμιος Πόλεμος, τα πράγματα δυσκόλευαν περισσότερο και από τα καταπιεστικά μέτρα που πήρε η Φασιστική Ιταλία στα Δωδεκάνησα, και όσο υπήρχε ακόμη καιρός οι Κωστής Βασιλαράκης, Βασίλης Ορφανός και οι αδελφοί Γιάννης και Βασίλης Ν. Καρανικόλα, από την Όλυμπο της Καρπάθου, αποφάσισαν να δραπετεύσουν στην Ελεύθερη Ελλάδα.
Μεσάνυχτα, στις 11 Νοεμβρίου 1939, την ημέρα του Αγίου Μηνά ξεκίνησαν από τον Τρίστομο με την βάρκα του Μηνά Γιούτλου. Πήραν μαζί τους λίγα φαγώσιμα και έναν τενεκέ νερό, πίστευαν να τους φτάσουν μέχρι να πάνε στην Κρήτη. Ο καιρός σορόκος, άνοιξαν το πανί και τραβούσαν κουπί όλη τη νύχτα. Το ξημέρωμα τους βρήκε μέσα στο Καρπάθικο Πέλαγος, όπου ο καιρός τους έβγαλε βορειότερα απ’ ότι υπολόγιζαν. Συνέχισαν με το πανί. Το απόγευμα άλλαξε ο καιρός, τώρα ερχόταν από μπροστά, έκανε και θάλασσα, δεν μπορούσαν να προχωρήσουν. Εκεί κοντά βλέπουν κάτι νησάκια, βάζουν τα κουπιά και με το ηλιοβασίλεμα φτάνουν. Είναι ερημονήσια όπου οι Κασιώτες έβαζαν πάνω αρνιά και κατσίκια, κι εκεί βρήκαν τον Πανάο Παραλή με το καΐκι του. Τους γέμισε έναν τενεκέ νερό και τους είπε ότι είναι 20 μίλια από την Ανάφη και 40 από το Ηράκλειο, και τους συμβούλευσε να πάνε στην Ανάφη. Έβγαλαν και έφαγαν πατελίες, και κοιμηθήκαν πάνω στο νησί.
Το άλλο πρωί ήταν μπονάτσα, λάδι η θάλασσα, έπιασαν τα κουπιά και η βάρκα πήγαινε καλά, και παρά τη συμβουλή του Παραλή προτίμησαν να πάνε στην Κρήτη. Αλλά κατά το ηλιοβασίλεμα άλλαξε ο καιρός, ερχόταν από μπροστά. Ταξίδευαν με το πανί και τραβούσαν κουπί αλλά η βάρκα δεν πήγαινε μπροστά, ο καιρός τους άνοιξε μέσα στο πέλαγος. Αγρίεψαν τα κύματα και η θάλασσα έμπαινε μέσα στη βάρκα. Τι μπορούσαν να κάμουν, έχυσαν το νερό και με τον τενεκέ άδειαζαν τη βάρκα όλη νύχτα.
Το πρωί έσπασε πάλι ο καιρός, ήσαν κάτω από την Αστυπάλαια, και το νησί που μόλις φαινόταν δυτικά υπολόγισαν πως ήταν η Ανάφη. Πήραν κουράγιο, πάλι στα κουπιά και τραβούν για την Ανάφη. Μια ώρα πριν από το ηλιοβασίλεμα φθάνουν σ’ ένα νησάκι κοντά στην Ανάφη. Έχουν σκάσει από τη δίψα, αλλά στο νησάκι δεν υπήρχε νερό. Πάλι στα κουπιά να φθάσουν στην Ανάφη όσο πιο γρήγορα μπορούσαν, να πιούν νερό και να ξεδιψάσουν. Ξαφνικά είδαν ένα μαύρο σύννεφο που ερχόταν κατά πάνω τους, ήταν αέρας και βροχή, βρίσκονταν όμως κοντά στη στεριά. Βάζουν και το πανί, η βάρκα τρέχει σαν δαιμονισμένη. Βλέπουν μια αμμουδιά και βάζουν πλώρη κατ’ εκεί. Με τη φόρα που πήγαινε η βάρκα, βγήκε η μισή πάνω στην άμμο.
Γιωργος Φασουλετος
Μόλις πάτησαν στεριά τους περίμεναν οι χωροφύλακες. Τους φιλοξένησαν εκείνο το βράδυ και αργότερα με το καράβι της γραμμής τους έστειλαν στον Πειραιά. Δούλεψαν στις οικοδομές μέχρι που κηρύχθηκε ο Ελληνοϊταλικός πόλεμος και κατετάγησαν στο Σύνταγμα Δωδεκανησίων Εθελοντών. Πολέμησαν στο Μακεδονικό μέτωπο εναντίον των Γερμανών, και μετά την κατάρρευση επέστρεψαν στον Πειραιά ύστερα από πολλές ταλαιπωρίες, και κατά το διάστημα της Κατοχής πήραν μέρος στην Εθνική Αντίσταση.
Φέρε το Μανωλάκη
Το 1936, οι Ιταλοί απέλασαν από τα Δωδεκάνησα τον Αγαπητό Ζουρούδη, και αυτός ερχόμενος στον Πειραιά, κατετάγη στον Ελληνικό Στρατό, όπου πολέμησε στο Αλβανικό μέτωπο. Αλλά μετά την επίθεση των Γερμανών και την κατάρρευση του μετώπου επέστρεψε στον Πειραιά και απ’ εκεί στην Πάρο. Αργότερα ταξίδευε με ένα καΐκι και έφτασε κοντά στην Σύμη πήρε την βάρκα του καϊκιού, ύψωσε την Ελληνική σημαία στο κατάρτι της βάρκας και μπήκε στο λιμάνι. Το συνέλαβαν οι Ιταλοί και τον υποχρέωσαν να δίνει το παρόν στην Αστυνομία πρωί και βράδυ.
Νύχτα περασμένα μεσάνυχτα, κτύπησε η πόρτα του σπιτιού του, και όταν την άνοιξε, δεν βλέπει κανένα, μόνο πάνω στο κατώφλι της πόρτας βλέπει ένα ψωμί. Το πήρε έκλεισε την πόρτα και άρχισε να το περιεργάζεται, προσπαθώντας να μαντέψει ποιος και γιατί του το έφερε. Παρατήρησε μια μικρή τρύπα στην μια άκρη του ψωμιού μέσα την οποία υπήρχε ένα μικρό χαρτάκι που πάνω έγραφε: «Φέρε το Μανωλάκη στην Απλοθήκα».
Αμέσως κατάλαβε: Στις στρατιωτικές εγκαταστάσεις της Λέρου είχε δουλέψει ο νεαρός τότε Μανώλης Μαντικός, και το Συμμαχικό κατασκοπευτικό κλιμάκιο που υπήρχε στην Απλοθήκα με αρχηγό τον Πανάο Παραλή, ήθελε να τους φέρει το Μανωλάκη για να τους δώσει πληροφορίες για τις οχυρώσεις της Λέρου.
Μεγάλη Παρασκευή, όλος κόσμος, ακόμα και οι Ιταλοί αστυνομικοί, παρακολουθούσαν την περιφορά του Επιταφίου. Ο Αγαπητός με το Μανωλάκη πάνε στο Νιμποριό και ρίχνουν μια ξένη βάρκα στην θάλασσα, η δική του βάρκα βρισκόταν τραβηγμένη έξω στο λιμάνι στον Γυαλό και δεν μπορούσε να την πλησιάσει. Όπως ανοίγονταν πηγαίνοντας στο στενό που χωρίζει το νησί της Νύμου από Σύμης βλέπουν τα αναμμένα κεριά από την περιφορά του Επιταφίου.
Hans Vogeler και Ηλίας Ρωμαίος. Μετά από 48 χρόνια δυο αντίπαλοι σμίγουν ξανά.
Πέρασαν το στενό και συνέχισαν να λάμνουν κατά μήκος της νοτιοανατολικής παραλίας της Σύμης προς την μεριά της Ρόδου, και προτού ακόμη αρχίσει να ξημερώσει έφεραν την βάρκα κοντά στην ακτή, πήραν τα κουπιά, τα σύνεργα και ό,τι εφόδια είχαν στην βάρκα και τα έκρυψαν μέσα στους θάμνους. Αφαίρεσαν τον πύρο της βάρκας, και όταν γέμισε θάλασσα πρόσθεσαν μερικές πέτρες και άφησαν την βάρκα να πατώσει σε 4-5 μέτρα βάθος. Αυτοί βγήκαν και ξάπλωσαν στην στεριά για να ξεκουραστούν και να τους πάρει λίγο ο ύπνος.
Ξημέρωσε Μεγάλο Σάββατο, ο Αγαπητός δεν πήγε να δώσει το παρόν και η βάρκα είχε γίνει άφαντη. Κινητοποιήθηκε η Αστυνομία και το Λιμεναρχείο και έστειλαν ότι πλεούμενα υπήρχαν στο λιμάνι ψάχνοντας για την βάρκα με τους δραπέτες. Ενώ ο Αγαπητός με το Μανωλάκη κρυμμένοι μέσα στους σκοίνους, πίσω από μεγάλους βράχους παρακολουθούσαν. Τα «περιπολικά» περνούσαν πάνω από την βυθισμένη βάρκα χωρίς να την βλέπουν.
Όταν νύχτωσε για καλά, βγήκαν από το κρυψώνα τους. Βούτηξαν και έβγαλαν τις πέτρες από την βάρκα, και όταν αυτή βγήκε στην επιφάνεια ξανάβαλαν τον πύρο στην θέση τους και με ένα τενεκέ άδειασαν την θάλασσα μέσα από την βάρκα, την ξαναρμάτωσαν και έβαλαν πορεία για τον προορισμό τους. Έλαμναν όλη τη νύχτα και με το ξημέρωμα, Λαμπριάτικα μπήκαν στο κόλπο της Απλοθήκας, όπου τους υποδέχθηκε ο Παραλής. Το Μανωλάκη τους έδωσε τις πληροφορίες που ζητούσαν και Αγαπητός συνέχισε για την Μέση Ανατολή, όπου κατετάγη στον εκεί Ελληνικό Στρατό.
Στην Μικρά Ασία
Τον Μάιο του 1944, ένα καΐκι της Γερμανικής Αντικατασκοπείας παρουσιάστηκε στην περιοχή της Ολύμπου Καρπάθου ως δήθεν Συμμαχικό και προσπάθησε να έλθει σε επαφή με τους συνεργάτες των κατασκόπων. Κίνησαν όμως τις υποψίες αυτών που είχαν συνεργαστεί με τους Συμμάχους, και αποφάσισαν να φύγουν αμέσως για να γλυτώσουν.
Ξεκίνησαν από το Διαφάνι ο Νικίας Ν. Χαρτοφύλακας, ο Μανώλης Ορφανός και τα αδέλφια Βασίλη και Μιχάλη του Μανώλη Καρελά. Σταμάτησαν στη Βανάντα, όπου έμενε η οικογένεια του Νικία για να τους αποχαιρετήσει. Δεν τους είπε τίποτε αλλά ο μεγάλος του γιος ο Νικολής, κάτι κατάλαβε και το είπε στη μητέρα του. Μεγάλη η συγκίνηση και η στενοχώρια, σαράντα χρονών τότε ο Νικίας, άφηνε τη γυναίκα του με επτά παιδιά και δεν γνώριζε αν θα τους ξανάβλεπε.
Πάνε στα Παλάτια και βρίσκουν το Μανώλη Καρελλά, και του εξήγησαν την κατάσταση. Δύσκολα να πάρει απόφαση, αλλά δεν γινόταν διαφορετικά, άφησε πίσω τον 17χρονο γιο του Μιχάλη να αναλάβει τις οικογενειακές ευθύνες, αυτήν την εποχή από τη μια μέρα στην άλλη τα παιδιά γίνονταν άνδρες. Από τα Παλάτια πήγαν στην Αλιμούντα, πήραν μαζί τους ρούχα, νερό, ψωμί και ό,τι άλλο φαγώσιμο βρέθηκε πρόχειρο, και όταν βράδιασε ξεκίνησαν δια το Παρασπόρι.
Από το Παρασπόρι ξεκίνησαν με τα κουπιά, και μόλις ανοίχτηκαν στο πέλαγος έβαλαν και το πανί και τράβηξαν για την Αντίτηλο, ένα νησάκι κοντά στην Τήλο. Είχαν δυο πανιά, όταν φυσούσε δυνατός αέρας έβαζαν το μικρό και όταν έπεφτε ο αέρας έβαζαν το μεγάλο. Ο καιρός ήταν μπονάτσα και όλη τη νύχτα τραβούσαν κουπί. Με το χάραμα ήταν ακόμα 6-7 μίλια απ’ την Αντίτηλο, έπρεπε να βιαστούν μήπως περάσει κανένα γερμανικό πλοίο ή αεροπλάνο και τους δει. Έβαλαν το μεγάλο πανί και έλαμναν με τα τέσσερα κουπιά.
Με το ξημέρωμα της 7ης Μαΐου 1944 έπιασαν γιαλό στην Αντίτηλο, και για καλή τους τύχη έπεσαν πάνω σε μια ευρύχωρη σπηλιά με βαθιά νερά. Μπήκαν μέσα και φούνταραν τη βάρκα. Η τύχη και πάλι τους βοήθησε, η σπηλιά είχε διέξοδο που τους έβγαζε πάνω στο νησί. Τακτοποίησαν τη βάρκα και βγήκαν στη στεριά. Πέρασε ένα γερμανικό περιπολικό, αλλά δεν πήρε είδηση τη βάρκα μέσα στη σπηλιά και αυτούς που ήταν κρυμμένοι πάνω στο νησί μέσα στους σκίνους, πίσω από μεγάλους βράχους. Ο καιρός ήταν καθαρός και από την Αντίτηλο έβλεπαν στα βόρειά τους τη χερσόνησο της Κνίδου με τον κάβο Κριό και στα βόρεια-ανατολικά τη Σύμη που κατείχαν οι Γερμανοί.
Κατά τις 9 το βράδυ, όταν νύχτωσε για καλά, έβγαλαν τη βάρκα από την σπηλιά και ξεκίνησαν για την Τουρκία. Ο καιρός φυσούσε ευνοϊκός και έβαλαν το μεγάλο πανί, υπολόγιζαν να περάσουν το μπογάζι και να φτάσουν στον προορισμό τους προτού ξημερώσει. Ξαφνικά κοψοχόλιασαν, δυο προβολείς από τη Σύμη έψαχναν τη γύρω περιοχή, ευτυχώς δεν είδαν τη βάρκα και την γλύτωσαν. Κάποτε είδαν φώτα, ήταν κοντά στην Τουρκία αλλά φοβούνταν να πιάσουν στεριά και να φουντάρουν προτού ξημερώσει.
Όταν ξημέρωσε, το ρεύμα τους είχε πάρει μεσοπέλαγα προς τη μεριά της Κω. Σε λίγο άκουσαν βουητό, ήταν ένα γερμανικό αεροπλάνο, χαμήλωσε πάνω απ’ τη βάρκα και έριξε μια δοκιμαστική βολή. Την ίδια στιγμή ένα αγγλικό αεροπλάνο επιτέθηκε στο γερμανικό. Σε λίγο έρχονται δυο γερμανικά και ένα δεύτερο αγγλικό αεροπλάνο. Το κακό μεγάλωσε, ένα από τα γερμανικά αεροπλάνα κτυπήθηκε και έπεσε στη θάλασσα, η βάρκα βρήκε την ευκαιρία κι έφτασε στην Τουρκία. Απ’ εκεί πήγαν στη Μέση Ανατολή. Ο Νικίας Χαρτοφύλακας και ο Βασίλης Καρελλάς κατετάγησαν στο ναυτικό και ο Μανώλης Ορφανός στην αστυνομία, τον Μανώλη Καρελλά δεν τον πήραν λόγω ηλικίας.
Με το Ναυαρίνο και στην Μάχη της Τήλου
Ο πόλεμος βράζει στην περιοχή της Δωδεκανήσου και ο καθένας προσπαθεί να βοηθήσει στην νικηφόρο έκβαση αγώνα υπέρ των Συμμάχων, που θα είχε σαν αποτέλεσμα την απελευθέρωση και Ενσωμάτωση της Δωδεκανήσου με την Μητέρα Πατρίδα.
Μεταξύ αυτών και ο Ηλίας Αλεξάνδρου Ρωμαίου από την Τήλο που, 16χρονος τότε, μαζί με δυο άλλους συνομήλικούς του απέδρασε από την Τήλο με μια βάρκα και έφτασαν στην απέναντι Μικρασιατική ακτή, χωρίς να το γνωρίζουν ακόμη και οι γονείς τους. Μετά από πολλές περιπέτειες έφτασε στην Κύπρο και απ’ εκεί στη Μέση Ανατολή όπου πήγε εθελοντής στο Ελληνικό Ναυτικό. Ανέλαβε υπηρεσία ως ναύτης στο Ναυαρίνο, και συμμετείχε στην απόβαση στη Νότιο Γαλλία τον Αύγουστο του 1944, στη πρώτη Μάχη της Τήλου τον Οκτώβριο του 1944 και σε άλλα θέατρα του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου στη Μεσόγειο.
Την ίδια εποχή, στο διάστημα που μεσολάβησε, πολλοί Τηλιακοί συμμετείχαν και βοήθησαν στην Συμμαχική κατασκοπευτική δράση και στις δυο μάχες που έλαβαν χώρα στην Τήλο, όπως αναφέρεται στα αποσπάσματα που ακολουθούν παρμένα από ημερολόγιο του Αντώνη Ν. Καμμά:
« … Μια μέρα ο δάσκαλος Μαΐλης από την Κάλυμνο μαζί με τον Αντώνη Παταμά, μου ζήτησαν να βοηθήσω για μια σοβαρή και επικίνδυνη υπόθεση, και χωρίς να γνωρίζω περί τίνος πρόκειται και να σκεφθώ την γυναίκα μου που ήταν έγκυος και τα πέντε μου παιδιά, δέχθηκα. … Κτύπησε (ο Μαΐλης) συνθηματικά την πόρτα ενός μετάτου και μας άνοιξαν. Ήταν μέσα ο αρχηγός της αποστολής υπολοχαγός Γιώργος Παπαρέσκος, ο ανθυπολοχαγός Λουΐζος από την Αλεξάνδρεια, ο ανθυπασπιστής Κώστας Λυμπέρης από τη Σάμο, ο επιλοχίας Ζημάζης, δυο Ιερολοχίτες και ο Άγγλος ασυρματιστής Tom Parker. … Στις δυο μετά τα μεσάνυχτα είπε ο Παπαρέσκος σε μένα και τον Λουΐζο, που φόρεσε τα πολιτικά ρούχα που του έφερα, και ξεκινήσαμε. … Μετά που τελείωσε ο Λουΐζος το σχεδιάγραμμα πήραμε τον δρόμο της επιστροφής και για να μη δίνουμε υποψίες ο Λουΐζος σήκωνε τον τουρβά και εγώ ένα γομάρι ζύλα.»
Τον Οκτώβριο του 1944, στην πρώτη Μάχη της Τήλου, πήρε μέρος και ο Ηλίας Ρωμαίος με το Ναυαρίνο. Επειδή ήταν ο μόνος Τηλιακός που υπηρετούσε στο Ναυαρίνο τον φώναξαν στην γέφυρα και ο κυβερνήτης του έδωσε ένα ζευγάρι κιάλια για να παρακολουθεί το νησί και να του δίνει όσες πληροφορίες γνώριζε για την κάθε περιοχή. Επειδή δεν μπορούσε να βγει έξω και να δει τους δικούς του που τον θεωρούσαν νεκρό, έγραψε ένα γράμμα και με δυο φωτογραφίες το έστειλε στον πατέρα του με τον Βασίλη Κατρή.
Πέρασαν 48 χρόνια από τότε και το 1992, προσκαλεσμένος μου, ήρθε στην Αμερική ο γερμανός αξιωματικός Hans Vogeler, που πήρε μέρος στην Μάχη της Τήλου. Τον πήραν στο σπίτι του Ηλία Ρωμαίου στην Αστόρια της Νέας Υόρκης, όπου του παράθεσε τραπέζι. Ήταν συγκινητικό να βλέπεις τους δυο πρώην αντιπάλους, ο ένας στην αγκαλιά του άλλου και να κλαίνε.
Επίλογος
Η ιστορία είναι γενάτη από δικτάτορες, ολιγάρχες και τυράννους που προσπαθούν να κατακτήσουν και εξαλείψουν έθνη και λαούς. Αλλά, και από την εποχή της Μάχης του Μαραθώνα, υπήρξαν έθνη και λαοί που αντιστάθηκαν, και στο πλευρό τους βρέθηκαν οι Πλαταιείς. Την παράδοση που άρχισαν οι Αθηναίοι συνεχίζουν σήμερα οι Ουκρανοί.
Μανώλης Κασσώτης
Πηγη www.anamniseis.net