της Ματίνας Δεμελή στον Εθνικό Κήρυκα
Γεννήθηκε το 1920 στη Μικρά Ασία και έχασε τον πατέρα του σε ηλικία δύο ετών, στη Μικρασιατική Καταστροφή. Η μητέρα του πήρε τα πέντε παιδιά της, την Κατίνα, τον Βασίλη, τον Μανώλη, τον Στέλιο και την Πόπη και πήγε να εγκατασταθεί στις Σέρρες.
Ο γαμπρός του, Αλέκος Ρωμαίος, θυμάται όσα είχε διηγηθεί ο Στέλιος Τριαντάφυλου: «Για μια στιγμή χαθήκαν όλοι. Ο Βασίλης, όπως την κρατούσε (τη μητέρα του), χάθηκε μέσα στο πλήθος και δεν μπορούσαν να τον βρουν. Τελικά, τον βρήκε η νονά του και τον πήρε μαζί της. Ο Στέλιος, το μωρό, η Κατίνα και ο Μανώλης πήγαν στις Σέρρες. Δύο χρόνια έμειναν εκεί. Θυμάμαι τον πεθερό μου να περιγράφει τα όσα πέρασαν εκεί. Χειμώνας, χιόνια μέσα στα τσαντίρια. Τρέμανε από το κρύο. Επειτα από δύο χρόνια έφυγαν για την Τήλο. Ηταν η μητέρα του από εκεί. Οταν ο πεθερός μου έγινε 10 ετών πήγαν στην Κάσο για μια καλύτερη ζωή. Εκεί πήγε σχολείο και τα απογεύματα δούλευε σε ένα φούρνο. Ο φούρναρης ήταν καλός μαζί του και προσπάθησε να του βρει δουλειά στα καράβια».
Ο Μανώλης Κασσώτης, γνώριζε τον Στέλιο Τριαντάφυλου τα τελευταία 20 χρόνια και μίλησε για όσα του εξιστόρησε ο ομογενής Μικρασιάτης για την ζωή του. Ο ίδιος, τον περιγράφει ως έναν άνθρωπο φιλόξενο, κοινωνικό και αξιοπρεπή.
«Τον είχα γνωρίσει μέσω του γαμπρού του, Αλέκου Ρωμαίου, που τότε ήταν πρόεδρος του Συλλόγου Τηλίων. Τότε, έγραφα το βιβλίο ‘Η Δωδεκανησιακή παρουσία στην Αμερική’ και μου έδινε πληροφορίες ενώ συναντιόμασταν και στις εκδηλώσεις του συλλόγου.
Παρά τα 80 του χρόνια ήταν σε πολύ καλή κατάσταση. Ηταν πάντοτε περιποιημένος, μαγείρευε. Οταν πήγαινα να τον επισκεφτώ τα είχε όλα έτοιμα, τον καφέ, τα γλυκά».
Στα 16 του χρόνια ο Στέλιος Τριαντάφυλου βρήκε δουλειά στα καράβια. Στο δεύτερο ταξίδι ξεμπάρκαρε στην Αμερική. «Ηταν 18 ετών τότε. Βρέθηκε με Κασσιώτες και άνοιξαν καφέ. Δυο μαγαζιά άνοιξαν, όμως έχασαν τη λίστα. Και έτσι αποφάσισε να πάει στρατιώτης για να πάρει και τα χαρτιά του. Μου έλεγε ότι στην αρχή δεν τον πήραν γιατί ήταν μικρότερος. Ετσι, έβαλε ότι ήταν μεγαλύτερος και κατάφερε να πάει. Υπηρέτησε ως μάγειρας στο στρατό λόγω και της εμπειρίας του από τα μαγαζιά» ανέφερε ο κ. Ρωμαίος.
Ο κ. Μανώλης συμπλήρωσε: «Υπηρέτησε στον Ειρηνικό ωκεανό. Πήρε μέρος σε μάχες στο νησί Kwakalein και έπειτα στη Γουινέα με κατεύθυνση τις Φιλιππίνες, στα νησιά Finschhafen και Leyte, και τέλος στην απόβαση στις Φιλιππίνες στη Luzon. Λίγο πριν την απόβαση στην Ιαπωνία οι Αμερικανοί έριξαν την ατομική βόμβα. Εκεί, μου είπε ότι γνώρισε και έναν Ελληνα από την Τήλο, τον Γρηγόρη Γιαννακή, με τον οποίο αργότερα θα γίνει μπατζανάκης».
Το 1947, ο Στέλιος Τριαντάφυλου γνώρισε μέσω μιας φωτογραφίας την μέλλουσα γυναίκα του Ειρήνη Κουφομανώλη. Πήγε στην Ελλάδα και την έφερε μαζί του στην Αμερική. Μαζί απέκτησαν τρία παιδιά, την Καλλιόπη, την Σταματία και τον Μιχάλη.
Το 1957 πήγε στην Ελλάδα ξανά για να γνωρίσει τον αδελφό του τον Βασίλη που είχε χαθεί στη Μικρασιατική Καταστροφή και μεγάλωσε με τη νονά του. Είχε να τον δει 33 χρόνια. Στη συνέχεια πήγε στην Ρόδο για να συναντήσει και την μεγαλύτερή του αδελφή, την Κατίνα, που δούλευε ως υπηρέτρια σε ένα σπίτι. Αφού συναντήθηκε με την οικογένεια του, επέστρεψε στην Αμερική και άνοιξε πάλι μαγαζί.
Ο γαμπρός του Αλέκος μίλησε για την γνωριμία του με τον πεθερό του. «Τον γνώρισα στην Αμερική. Ηταν ένας άνθρωπος που κατευθείαν ‘χτύπησε’ στην καρδιά μου, πρόσχαρος και βοηθούσε όλο τον κόσμο. Θυμάμαι όταν πήγα επίσκεψη με την μητέρα μου στο σπίτι του -είμασταν γείτονες- είδα την κόρη του την Σταματία. Είπα τότε στη μητέρα μου: ‘Αυτή είναι η γυναίκα που θέλω’. Δεν έχω συναντήσει άλλο άνθρωπο σαν αυτόν. Εκανε τα πάντα για τη γυναίκα του και τα παιδιά του. Ακόμα και για μένα που δεν είχα γνωρίσει πατέρα, ήταν σαν πατέρας μου».
Ο κ. Μανώλης Κασσώτης είπε ακόμα ότι «αυτό που μου έκανε εντύπωση με τον Στέλιο ήταν που παρά την ηλικία του βρισκόταν σε καλή φυσική κατάσταση. Τον έβλεπες ότι περπατούσε καλά, το πνεύμα του είχε διαύγεια. Ηταν κοινωνικός και πολύ φιλικός. Οταν πηγαίναμε σε εκδηλώσεις με τους Κασσιώτες μιλούσε με την Κασσιώτικη προφορά. Είχε μάθει να κάνει ορισμένα φαγητά, όπως τα Κασσιώτικα ντολμαδάκια που είναι πάρα πολύ μικρά».