ΑΓΙΟΤΗΤΑ ΚΑΙ ΟΡΘΟΔΟΞΗ ΧΡΙΣΤΙΑΝΙΚΗ ΠΝΕΥΜΑΤΙΚΗ ΖΩΗ*
Εμμανουήλ Π. Περσελής
Ομότιμος Καθηγητής Θεολογικής Σχολής Εθνικού και Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών
Άρχων «Διδάσκαλος του Ψαλτήρος» του Οικουμενικού Πατριαρχείου Κωνσταντινουπόλεως
Ένα από τα βασικότερα θέματα της Ορθόδοξης χριστιανικής παράδοσης είναι η επισήμανση, η ανάδειξη και η πρόσκληση όλων των μελών της Εκκλησίας, ανεξαρτήτως ηλικίας, να ακολουθούν το παράδειγμα των αγίων στην καθημερινή τους ζωή.
Η αξία μιας τέτοιας διαδικασίας έχει βαθιές ρίζες στην ιστορία του χριστιανισμού. Ήδη από τα πρώτα χρόνια εμφάνισης και εξάπλωσης του σωτηριώδους μηνύματος του Ιησού Χριστού στην Παλαιστίνη, εμφανίστηκαν πρώτα στην Αίγυπτο και τη Συρία και προοδευτικά και σε άλλες περιοχές της Μεσογείου και της Ν.Α. Ευρώπης ομάδες χριστιανών που μοναδικός τους σκοπός ήταν να ζουν το βίο που αρέσει στο Θεό, εμφορούμενοι από αξίες και αρετές τις οποίες ο ίδιος ο σαρκωθείς Υιός και Λόγος του Θεού βίωσε και δίδαξε κατά την επίγεια ζωή του.
Ορισμένες από τις αξίες και αρετές αυτές δεν είναι άλλες από την αγάπη, την πνευματικότητα, την ασκητικότητα, την ανιδιοτέλεια, την αυτοθυσία, την αγωνιστικότητα, την αξιοπρέπεια, την ειλικρίνεια κ.ά.
Στην εποχή που ζούμε, αλλά και σε κάθε εποχή, η δυσκολία επισήμανσης, προβολής και ανάδειξης των αρετών αυτών καθίσταται ιδιαίτερα αισθητή. Και τούτο γιατί η προτροπή εφαρμογής, στην καθημερινή ζωή του πιστού, των αρετών, που ενδεικτικά ανέφερα παραπάνω, προσκρούει στην έλλειψη σαφούς προσδιορισμού και καλλιέργειας κατάλληλων κριτηρίων με βάση τα οποία θα μπορούσε να επιτευχθεί η βίωση αυτών των αξιών.
Οι πιστοί κάθε ηλικίας και κοινωνικού υποβάθρου θα πρέπει να έχουν πειστεί ότι η εφαρμογή των χριστιανικών αρετών της αγάπης, της συμπόνοιας, της αλληλεγγύης, της αυτοθυσίας, της αξιοπρέπειας, της ειλικρίνειας κ.ά. είναι εφικτή από όλους τους ανθρώπους που δηλώνουν ότι σέβονται και ακολουθούν τη διδασκαλία του Ιησού Χριστού.
Στη διαδιακασία, επομένως, επισήμανσης, ανάδειξης και πρόσκλησης των μελών της Εκκλησίας να τηρούν αυτές τις αρετές, θα πρέπει η Ορθόδοξη χριστιανική ποιμαντική θεολογία να προβάλλει, κατ’ εξοχήν, τα παραδείγματα των αγίων Της. Και τούτο, γιατί οι άγιοι της Εκκλησίας πληρούν, κατά τον καλύτερο δυνατό τρόπο, τα κριτήρια καλλιέργειας και βίωσης της εν Χριστώ ζωής.
Η βίωση της εν Χριστώ ζωής δεν επιτυγχάνεται με αυτόματο και συναισθηματικά φορτισμένο τρόπο. Στην υπηρεσία της βίωσης της εν Χριστώ ζωής τίθεται οπωσδήποτε ο νους και η λογική του ανθρώπου. Κριτήριο, επομένως, αποδοχής της πρόσκλησης προς τα μέλη της Εκκλησίας να τηρούν τις αρετές και τις αξίες που ενσάρκωσε και πρόβαλε ο Ιησούς Χριστός -και συνεχίζουν να πράττουν οι άγιοι μέσα στην ιστορική πορεία της Εκκλησίας-, είναι η, εκ μέρους των αποδεκτών τής πρόσκλησης, συνειδητοποίηση της σημασίας της εν Χριστώ ζωής για τη σωτηρία της ψυχής τους και για την ομαλή συμβίωσή τους μέσα στον κόσμο.
Για τον πιστό χριστιανό, προκειμένου να πραγματοποιηθεί η σωτηρία του και η κατά χάριν ένωσή του με το Θεό, είναι απαραίτητο να ζήσει «την καλή κι ενάρετη ζωή που αρέσει στο Θεό»[1], κατά την έκφραση των «Παραινέσεων» του Μεγάλου Αντωνίου, και που μας την υπέδειξε ο Κύριος ημών Ιησούς Χριστός.
Η ενάρετη εν Χριστώ ζωή διατηρείται και ενισχύεται με την «οικείωση του Πνεύματος του Θεού στην ψυχή του ανθρώπου», κατά την έννοια του Μεγάλου Βασιλείου, όπως αυτή διατυπώνεται στο «Περί του Αγίου Πνεύματος» έργο του. Η οικείωση αυτή του Αγίου Πνεύματος επιτυγχάνεται όταν ο άνθρωπος συνειδητοποιήσει την υποδούλωσή του στα σωματικά πάθη, μετανοήσει και καθαρθεί απ᾽ αυτά. «Ούτως εστί μόνως προσεγγίσαι τω Παρακλήτω», τονίζει ο Μ. Βασίλειος. Και τότε τα χαρίσματα του Αγίου Πνεύματος θα είναι σπουδαία και ποικίλα[2].
Η υποχρέωση της διαρκούς και συστηματικής υπενθύμισης ότι είναι δυνατόν ο άνθρωπος να θεωθεί κατά χάριν, επειδή ο Υιός και Λόγος του Θεού «ενηνθρώπησεν…και αυτός υπέμεινε την παρ᾽ ανθρώπων ύβριν, ίνα ημείς αθανασίαν κληρονομήσωμεν»[3], αποτελεί τη δική μας, ως Ορθόδοξων χριστιανών, σημαντική συμβολή στη σημερινή κοσμική περί παιδείας και μόρφωσης αντίληψη.
Η συστηματική προβολή και ενσωμάτωση στο έργο της Ορθόδοξης χριστιανικής ποιμαντικής του ορισμού και της καλλιέργειας κριτηρίων επιλογής και βίωσης της εν Χριστώ ζωής θα οδηγήσει το σημερινό άνθρωπο σε μια άλλη θεώρηση του εαυτού, του πλησίον και γενικότερα των δομών της κοινωνίας μέσα στην οποία ζει.
Το άγχος και οι διάφορες ενοχές του ανθρώπου για μια προσωπική, κοινωνική, και παραγωγική-οικονομική δημιουργία και εξέλιξη θα οδηγηθούν σε γόνιμες διεξόδους με τη βοήθεια της πίστης στην κοινωνία της χάριτος, της αγάπης και της ελπίδας του Τριαδικού Θεού. Το παράδειγμα των αγίων της Εκκλησίας, καθόλη τη διάρκεια της ιστορικής Της πορείας, είναι καθοριστικό για την επίτευξη ενός τέτοιου σκοπού.
Χωρίς αμφιβολία, ο ομιλών είναι πεπεισμένος ότι μια κατηχητική και ποιμαντική διαδικασία, που προβάλλει τη ζωή των αγίων με συστηματικό και μορφωτικά αφομοιώσιμο τρόπο, ενδυναμώνει και προωθεί αποτελεσματικά τη σημασία και την αξία της χριστιανικής πνευματικής ζωής σε όλα τα επίπεδα της προσωπικής και κοινωνικής ζωής των πιστών μελών της Εκκλησίας. Στο πλαίσιο αυτής της διαδικασίας η πνευματικότητα των αγίων της Ορθόδοξης Εκκλησίας δύναται να καταστεί προσβάσιμη και κατανοητή σε όσους και όσες ειλικρινά ενδιαφέρονται για μια ουσιαστική και εφικτή εναλλακτική πρόταση σωτηρίας και μεταμόρφωσης του εαυτού και της κοινωνίας.
Επίκαιρη περίπτωση στοχασμού, προς την κατεύθυνση αυτή, αποτελεί η σημερινή πρωτοβουλία οργάνωσης από την Ομοσπονδία Δωδεκανησιακών Σωματείων Αθηνών και Πειραιώς τέλεσης πανηγυρικής θείας λειτουργίας με αρτοκλασία στον ιερό τούτο ναό του Αγίου Νικολάου Αθηνών (πρώην Πτωχοκομείου) του Οικουμενικού μας Πατριαρχείου υπό του Σεβασμιωτάτου Μητροπολίτου Λαοδικείας κ. Θεοδωρήτου, Διευθυντή του Γραφείου εκπροσωπήσεως του Οικουμενικού Πατριαρχείου Κωνσταντινουπόλεως στην Αθήνα. Και τούτο, γιατί ο καθορισμός, τις τελευταίες δεκαετίες, υπό της Αγίας και Ιεράς Συνόδου του Οικουμενικού μας Πατριαρχείου του ετήσιου εορτασμού της συνάξεως των εν Δωδεκανήσω Αγίων στις 7 Μαρτίου έχει ιδιαίτερη συμβολική σημασία για τους δωδεκανησίους, αφού η Εκκλησία Δωδεκανήσου ανήκει, ως γνωστόν, στη δικαιοδοσία του Οικουμενικού Πατριαρχείου.
Ο συνδυασμός της εορτής της συνάξεως των εν Δωδεκανήσω Αγίων (7 Μαρτίου) με τον ετήσιο εορτασμό της απελευθέρωσης των νησιών του δωδεκανησιακού συμπλέγματος και της ενσωμάτωσής τους στο ελληνικό κράτος (7 Μαρτίου 1948) αποσκοπεί ακριβώς στην υπόμνηση ότι οι τριάκοντα τον αριθμό Δωδεκανήσιοι άγιοι αποτελούν τα έμψυχα σύμβολα και παραδείγματα που θα πρέπει να εμπνέουν κάθε γενιά δωδεκανησίων στον αγώνα τους, προσωπικό και κοινωνικό, για την υπεράσπιση της ελευθερίας και της ανεξαρτησίας του τόπου και της θρησκευτικής τους παράδοσης. Στο δωδεκανησιακό τόπο όπου οι άγιοι δίδαξαν και βίωσαν με το παράδειγμά τους το χριστιανικό μήνυμα της πνευματικής ελευθερίας, της ειρήνης, της δικαιοσύνης, της αγάπης και της καταλλαγής.
Κατακλείοντας το λόγο μου θα ήθελα να σας μεταφέρω ένα πολύ σύντομο απόσπασμα επιστολής του αγίου γέροντος Παϊσίου του Αγιορείτου (1924-1994), ο οποίος με απλό και κατανοητό τρόπο αναφέρεται στη σημασία της αγιότητας και των αγίων:
«Οι Άγιοι αγωνίστηκαν, φυσικά, ο καθένας με τον δικό του πνευματικό τρόπο και μας βοηθάνε τώρα, ο καθένας πάλι Άγιος με τον δικό του άγιο τρόπο, και μιλάνε στην κάθε ψυχή με την γλώσσα που μιλάει και μπορεί να καταλάβη, για να ωφεληθή.
Όλοι οι Άγιοι αγωνίσθηκαν για την αγάπη του Χριστού. Οι Άγιοι Μάρτυρες έχυσαν το αίμα τους, οι Όσιοι Πατέρες έχυσαν ιδρώτες και δάκρυα, έκαναν πνευματικά πειράματα στον εαυτό τους, σαν καλοί βοτανολόγοι, πικράθηκαν οι ίδιοι από αγάπη και προς την εικόνα του Θεού και άφησαν τις πνευματικές τους συνταγές, και έτσι προλαβαίνουμε το κακό ή θεραπεύουμε μια προηγούμενη αρρώστια μας, πνευματική, αποκτάμε υγεία και, εάν φιλοτιμηθούμε να τους μιμηθούμε στους αγώνες, ακόμη και αγιάζουμε»[4].
Η χάρη και η ευλογία όλων των Αγίων της Δωδεκανήσου είη μετά πάντων ημών. Σας ευχαριστώ.
Εμμανουήλ Π. Περσελής
*
Ομιλία στον πρώτο επίσημο εορτασμό στην Αθήνα της «Σύναξης των εν Δωδεκανήσω Αγίων», που οργάνωσε, με τέλεση θείας λειτουργίας και αρτοκλασίας, η Ομοσπονδία Δωδεκανησιακών Σωματείων Αθηνών – Πειραιώς, την Κυριακή 3 Μαρτίου 2024, στον ιερό ναό Αγίου Νικολάου (πρώην Πτωχοκομείου) του Οικουμενικού Πατριαρχείου Κωνσταντινουπόλεως.
[1]
Αγίου Αντωνίου του Μεγάλου, «Παραινέσεις περί ήθους ανθρώπων και χρηστής πολιτείας», απόδοση Ν. Δ. Τριανταφυλλόπουλος, στο Κ. Ε. Τσιρόπουλος (Δ/ντής), Χριστιανικόν Συμπόσιον. Ετησία έκδοσις χριστιανικού στοχασμού και τέχνης, Βιβλιοπωλείον της «Εστίας» Ι. Δ. Κολλάρου και Σίας Α.Ε., Αθήναι 1967, σ. 9-11.
[2] Μεγάλου Βασιλείου, Περί του Αγίου Πνεύματος προς τον εν αγίοις Αμφιλόχιον Επίσκοπον Ικονίου, Θ´, ΒΕΠΕΣ, 52, σ. 249-250.
[3] Μεγάλου Αθανασίου, Λόγος περί της ενανθρωπήσεως του Λόγου και της δια σώματος προς ημάς επιφανείας αυτού, 54, ΒΕΠΕΣ, 30, σ. 119.
[4] Γέροντος Παϊσίου Αγιορείτου, Επιστολές, Έκδοση Ι. Ησυχαστηρίου “Ευαγγ. Ιωάννης ο Θεολόγος”. Σουρωτή Θεσσαλονίκης, 1995, β΄ έκδοση, σ. 148-149.