του Μανώλη Δημελλά
Πως γίνεται να έχεις μια τόσο πικρή ιστορία και ταυτόχρονα να σκορπάς φως και ελπίδα;
Να αφήνεις στην άκρη μια παράλλογη και άγρια ακινησία του κορμιού σου και να φορτώνεις με ενέργεια τις καρδιές όλων των ανθρώπων που βρίσκονται γύρω σου;
Οι πιο παλιοί Καρπάθιοι ίσως να θυμούνται το χαρισματικό λόγιο Μενετιάτη Μάνο Κατωγυρίτη, μα στις νεώτερες γενιές η ιστορία και το έργο του παραμένει δυστυχώς αφώτιστο και ξεχασμένο.
Δυο φορές ήρωας, όχι μόνο αντάρτης και πατριώτης με τη γλώσσα και το μελίρρυτο λόγο του, μα και μαχητής μέσα σε ένα σώμα που του πρόσφερε απίστευτο πόνο και ταλαιπώρια!
Χαμογελαστό κι άφοβο, ένα αμούστακο παληκαράκι ήταν ο Μάνος, που γεννήθηκε στις 25-1-1913, από εκείνα τα παιδιά που κάναν κάτι όνειρα πιο μεγάλα και από τα λευκά σύννεφα που ζίωναν, αντάμα με τον μπονέντη, καθημερινά το χωριό του, εκείνα όμως έδιναν μια και πηδούσαν πάνω από βουνά, κατάπιναν θάλασσες και αμάσητα μικρά νησιά κι ύστερα έπιαναν εκείνους τους όμορφους ξένους τόπους, που θωρρούμε μονάχα στον πιο γλυκό μας ύπνο.
Ο εφιάλτης για την πολυμελή οικογένεια Κατωγυρίτη ξεκινά πάνω το γλέντι μιας ξεχωριστής Κυριακής, ήταν εκείνες οι έρημες Απόκριες του 1929, στο Λάϊ. Η πρωτοκόρη Ευδοξία, έγκυος στο πέμπτο παιδί, ζαλίστηκε και έπεσε στο χώμα, το αίμα έφευγε από μέσα της και σχημάτισε μια μικρή λίμνη. Τα όργανα, λύρες και λαούτα, σώπασαν και η γιορτή έκοψε απότομα.
Ένας έφηβος πήδηξε πάνω στη ράχη ενός αλόγου και έτρεξε σα σίφουνας στο χωριό. Ήταν ο Μάνος, που έφερε την τελευταία ελπίδα στην αδερφή του, ο γιατρός στην αρχή σάστισε. Αφού έριξε μια ματιά έδωσε μονάχα μια συμβουλή, να ανοίξουν ένα λάκο και εκεί μέσα να χαθεί το πηχτό αίμα του κοριτσιού. Μα δεν υπάρχει βολικό τέλος.
Η 22χρονη κοπέλα έσβησε αβοήθητη, έτσι στην εννεαμελή οικογένεια Κατωγυρίτη προστέθηκαν και τα τέσσερα παιδιά της πρωτοκόρης.
Η φτώχεια από τότε, μα κι ακόμη πιο παλιά ήταν αμείλικτη, τρίτο παιδί ο Μάνος, το πιθανότερο μαζί με τον μικρότερο αδερφό του Νικόλαο, ξεκίνησαν για το πιο μακρύ ταξίδι της ζωής τους. Έφευγαν όχι για να απομακρυνθούν από τα προβλήματα μα για να ψάξουν για δουλειά και λύσεις.
Πρώτα θα βρεθούν σε μια πόλη φτωχομάνα, τον Πειραιά. Εκεί βρίσκεται το σπίτι της θείας τους, της Καλλιόπης Γεραπετρίτη, μιας γυναίκας αγωνίστριας, που ξ-έφυγε πριν πολλά χρόνια από το νησί. Στη Λεύκα του Πειραιά παντρεύτηκε έναν Ναξιώτη αμαξά. Το ζευγάρι δεν έκαμε παιδιά και είχε πάρει για ψυχοκόρη την μικρότερη αδελφή του Μάνου και του Νίκου Κατωγυρίτη, από τις αρχές της δεκαετίας του 1920. Τα δυο αδέλφια ανέβηκαν στην πρωτεύουσα κυνηγώντας το μεροκάματο, από νωρίς βρέθηκαν στα λατομεία της Πεντέλης.
Διαφορετικοί χαρακτήρες, ο Μάνος είχε δυνατή κλίση στα γράμματα και μάλλον πρόλαβε να ολοκληρώσει το Σχολαρχείο στο νησί. Ο Νίκος ίσα που πρόλαβε λίγες τάξεις του δημοτικού, δεν είχε ακόμη διαλέξει δρόμο και μάτωνε τα χεράκια του μαθαίνοντας να πελεκά μαρμαράκια, να δένει εκρηκτικά και να ανάβει με τα σπίρτα δυναμίτες.
Από νωρίς ο Μάνος θα κάμει τις επιλογές του, μετά την σκληρή δουλειά στα νταμάρια περπατούσε μια ώρα δρόμο μέσα στα βουνά, από τον Κοκκιναρά στην Κηφισιά, και εκεί γράφτηκε και παρακολουθούσε μαθήματα στο παράρτημα του Εθνικού Ωδείου της Αύρας Θεοδωροπούλου. Μάθαινε απαγγελία και είχε στο μυαλό του να σπουδάσει υποκριτική σε μια δραματική σχολή. Για πολλούς μήνες ακολουθεί το ίδιο επίπονο πρόγραμμα, ώσπου η υγεία του κλονίζεται, αρρωσταίνει από φυματίωση κοκκάλων και όλα τα όνειρα που έγραφαν καριέρα στο θέατρο έγιναν καπνός.
Από το 1936 η ζωή του Μάνου Κατωγυρίτη μοιάζει με κόλαση, υποφέρει από αφόρητους πόνους στα γόνατα, θεραπεία ακόμη δεν υπήρχε και η μοναδική λύση που προτείνουν οι γιατροί είναι η πλήρης ακινησία. Θα κάνει εισαγωγή στο Σανατόριο του Ασκληπιείου και θα παραμείνει περισσότερα από 4 χρόνια ακίνητος μέσα σε γύψους!
Τι πιο φυσικό, το σώμα να μαυρίσει τη ψυχή και να κάνει την καρδιά του ακόμη πιο ευαίσθητη, ίσως να έπεφτε σε κατάθλιψη και να περίμενε παρηγορητική θεραπεία και να έψαχνε κάποια συντροφιά.
Ο Μάνος Κατωγυρίτης ήταν καμωμένος από άλλη πάστα!
Με αδιάψευστους μάρτυρες την μοναδική επιστολογραφία του, που διατηρήθηκε ανέπαφη στα χέρια της αδελφής του Καλλιόπης και μόλις τους προηγούμενους μήνες έγιναν βιβλία και εκδόθηκαν από την κόρη της, κα Ειρήνη Γ. Ρηγοπούλου, μαθαίνουμε ότι ο Μάνος κρατούσε φιλία και είχε σταθερή επικοινωνία με αρκετούς από τους σπουδαιότερους Έλληνες λογοτέχνες και ποιητές.
Ο Οδυσσέας Ελύτης, η Λιλίκα Νάκου, η Αθηνά Γαιτάνου Γιαννιού, ο Ηλίας Βενέζης, ακόμη ο Σκαρίμπας, ο Σωτήρης Σκίπης, ακόμη κι ο Σεφέρης, πρώτα συγκινούνται από τον πόνο του, μα έπειτα δεν κρύβουν τον θαυμασμό τους για τα ποιήματα, την οξυδέρκεια και το γραπτό λόγο του Μάνου.
Ο Μυριβήλης μάλιστα τον επισκέπτεται στο Νοσοκομείο και μένει άφωνος από τον πόνο του, δημοσιεύει το ποίημα του “Ακινησία” και εμπνέεται από το τρομερό πάθος του φλογερού Δωδεκανήσιου πατριώτη, όχι μόνο γιατί αγωνίζεται να ζήσει, μα κυρίως για σκορπίσει θάρρος και πίστη σε όλους τους υγιείς φίλους, που στέκουν ανήμποροι μέσα στη άγρια λαίλαπα μιας εποχής που βρωμούσε φτώχεια, ανέχεια και μύριζε αίμα πολέμου.
Πακτωμένος μέσα στο κρεβάτι του Σανατόριου ο Κατωγυρίτης δεν θα αφήσει ούτε μια στιγμή το μυαλό από τον αγώνα της σκλαβωμένης πατρίδας και θα περάσει στις γραμμές του ΕΑΜ, από τη θέση του διαφωτιστή, εκεί θα δώσει την δική του μάχη. Λίγο μετά το 1940 αρχίζει να σηκώνεται, κάνει βοηθό ένα μπαστούνι και προσπαθεί να επανενταχτεί σε μια διαλυμένη από τον πόλεμο κοινωνία.
Εκείνη τη δεκαετία μπαινοβγαίνει στα Νοσοκομεία, από την κλινική του Λιούγκου στη Γλυφάδα, στο Ασκληπιείο της Βούλας, θα χάσει το ένα νεφρό του από κάποια επιπλοκή, όμως και πάλι δεν θα το βάλει κάτω. Ακόμη και στις καρπαθιακές εφημερίδες (“Δωδεκανησιακή Αυγή” και “Η φωνή της Καρπάθου”) δημοσιεύει ενωτικά και πατριωτικά άρθρα και προτείνει “οργάνωση, πάλη και προετοιμασία για τις δύσκολες ημέρες που έρχονται…”!
Στις 6 Δεκέμβρη 1944, ο αδελφός του Μάνου, ήδη καπετάνιος του ΕΛΑΣ, ο Νικόλαος Κατωγυρίτης θα σκοτωθεί στα αιματηρά γεγονότα του Μακρυγιάννη.
Αμέσως μετά τον εμφύλιο ο Μάνος θα επιστρέψει για λίγο στο νησί του, θα βρεθεί στο λατρεμένο του χωριό, στο Σούλι της Καρπάθου, θα προκαλέσει αναστάτωση στον τοπικό αστυνομικό.
Η δεκαετία του ’50 βρίσκει τον Μάνο στην καλύτερη φάση της ζωής του, έχει ανοίξει μια μάντρα μαρμάρων στην λεωφόρο Αλεξάνδρας και ο έρωτας του χτυπά την πόρτα! Γνωρίζεται με τη Σαμιώτισσα Αγγελική Χατζηγεωργίου και το 1953 θα παντρευτούν στην Αθήνα, το επόμενο καλοκαίρι κατεβαίνουν και κάνουν αντίγαμο στο νησί. Παράλληλα αρθρογραφεί στο “Αντιφυματικό βήμα” και δίνει μια μάχη με την αρρώστια, που εξακολουθεί να ταλαιπωρεί χιλιάδες ανθρώπους αν και η στρεπτομυκίνη έχει ήδη βρεθεί και μοιράζεται στους ασθενείς με το “χτικιό”.
Δυο χρόνια αργότερα, το 1955, τα νεφρικά προβλήματα δημιουργούν πολλές επιπλοκές, ετοιμάζει βαλίτσες και φεύγει βιαστικά με τον Έλληνα γιατρό του για το Παρίσι, εκεί ήταν η τελευταία ευκαιρία για να βρεθεί κάποια λύση.
Όμως η τύχη δεν ήταν με το μέρος του.
Δεν υπήρξε καμμιά πιθανότητα για μεταμόσχευση, οι γιατροί το ξεκαθάρισαν, μόνο εάν υπήρχε δίδυμος αδελφός και εκείνος έδινε το ένα νεφρό του, μόνο τότε ίσως να προχωρούσαν σε μια επέμβαση.
Ήταν Τετάρτη 9 Απριλίου 1958, σε ηλικία 45 ετών, όταν ο Μάνος Κατωγυρίτης έκλεισε το κεφάλαιο της ζωής σε ετούτον τον μικρό πλανήτη.
Ο ποιητής, που έπασχε από coxalgie, πόνεσε βαθιά και έμεινε για πολλά χρόνια δεμένος πάνω σε ένα σιδερένιο κρεβάτι, όμως ξεπέρασε το φθαρτό σώμα του, άφησε πίσω τη φτώχεια της γενιάς του και έβαλε πολύ ψηλά τον ανθρώπινο πήχη.
Ο Μάνος Κατωγυρίτης συμβολίζει τον άγνωστο ήρωα, τον αγωνιστή που στέκει δίπλα και μας αγκαλιάζει τρυφερά.
Μα όλοι εμείς, φοβισμένοι και σχεδόν ανίκανοι να αντιδράσουμε σε μια ζωή που δεν τη θέλουμε και δείχνει να μας τρομάζει, τέτοιους χαρακτήρες τους έχουμε, πιότερο από ποτέ, σήμερα ανάγκη.
Δεν ήταν ψεύτικος ο πόνος του κι όμως δεν όρισε τον κόσμο μέσα από τον προσωπικό αφάνταστο καημό του. Ο Μάνος Κατωγυρίτης δήλωσε παρόν στο προσκλήριο του αγώνα.
Μαρτυρίες
Μιχάλης Ρηγοπούλης
Ειρήνη Γ. Ρηγόπουλου, ανηψιά Μάνου Κατωγυρίτη
29.10.2022
Καρπαθιακά Νέα