Η παρακαταθήκη που μας άφησε ο χωριανός μου φαρμακοποιός Εμμανουηλ Φραγκουλης σε μαντιναες
Τις αντέγραψε ο κ. Γιώργος Ιερομόναχος από το τετράδιο της Ελουλα Β Περσελη
Ο ΚΑΝΑΚΑΡΗΣ
————————-
Εμ Φραγκουλης Αλεξάνδρεια 22.02.49
Στα ξένα στη Αμερική εξορισε μια μέρα
Γιατί εν εσυμφωνησε ποτέ με το πατέρα
Ητο παρακουο παιι αουλευτος προπετης
Θυμωδης ξοδευτης πολύ ολίγον ζαναπετης
Ητο εικοσιδιο χρονων του τόπου κανακαρης
Μοναχογιος της φαμελιας κι ο αφέντης του Μουχταρης
Ειχασι κτήματα Πολλά γεννηματα περίσσια
Μιτατο πρόατα πολλά κι ογδόντα δύο μελησια
Μα δε τα κτιμησε αυτά γονείς δε εσεβασθει
Εμπαρκαρε μια πρωινή στη Σμύρνη αποβιβασθει
Ηφυε δίχως αφορμή αλλού να κατοικησει
Αφού χε ούλα τα καλά στο τόπο του να ζήσει
Από τη Σμύρνη εν αγγλικό ως ναύτη τον επερει
Και μια λαμπρή μια Κυριακή στο Ρίο ξεμπαρκερει
Τώρα μες την Αμερική έπρεπε να ουλεψει
Μα δίχως γλώσσα κι ατεχνος ποια τέχνη να διαλεξει
Υριζει πα υριζει κει ουλια πάντα υρευγει
Μα εν ευρίσκεται ουλια κι εγνοια το παιδευγει
Χωρίς προσόντα στη ζωή παρά μόνο τα νιάτα
Άλλο δεν ητο ικανός μόνο να πλύνει πιάτα
Περνούν οι μέρες σκευγετε πως θα τα καταφέρει
Το χαρτηλικη σωνεται σκληρά θα υποφέρει
Κάποιος Ρωμιός ευρέθηκε να το περιμαζεψει
Σέ μια ταβέρνα αν ειθελε γκαρσόνι να ουλεψει
Εδεχθει ο Μοναχογιος της Κάσου ο κανακαρης
Να γίνει στη Αμερική αδεξιος ταβερνιαρης
Εδουλεψε αρκετό καιρό ηκαμε χαρζηλικι
Μα το ρίξε στο ρεμπελιο και στο κασκαροιλικι
Κι όταν εμαζεψε αρκετά γαπησε μια σπανιολα
Που το αρτιστα διαλεχτη
πανουργα και μαριολα
Είχε ανάγκη συντροφου η παραστρατημενη
Όμορφο και παλλικαρα για νάνε ασφαλισμενη
Κι ανοιξαν ένα καμπαρέ χρήματα να κερδισου
Πλούσια συνεταιρικως στο Ρίο πιο να ζησου
Ε κέρδιζα δολάρια σαν ποταμός κοιλουσα
Κι ο κανακαρης κι κυρά όλα τα σπάταλου σα
Σαράντα χρόνια Πέρασαν δεν σκευτηκε μια μέρα
Πως είχε μάνα στο νησί πως είχε ένα πατέρα
Κι όταν πια εξηνταρισε κι ασπρισα τα μαλια του
Και δεν άντεχα στη δουλειά τα εριμα κανια του
Κι άμα η σπανιολα ρωστησε αποθανε εσβισθει
Οι χριοφιλετες πεσασι το καμπαρέ εκλυσθει
Τότε θυμηθει των γωνιών με πίκρα μετανιώνει
Κλεει σα το μωρό παιι όσα λαμπάδα λειωνει
Μοναχος μες στη καμαρη ερει τα ονατα του
Θέλει να ρτει στο σπίτι του να βρει τα γονικα του
Θυμήθηκε τα Οματα τη σκάφη το Φαντασι
Τα Πανυγηρια του χωριού και τουρχετε να σκάσει
Ο πόνος του βαρύς αδύνατο να ζήσει
Κι αποφασίζει μια αυγή στη Κάσο να υρισει
Να μη σας τα πολυλωω ένα Σάββατο βραυ
Ο κανακαρης ηφτασε στη Μπούκα απ το Αη
Ε τον επεριμενασι τον ειχαν για χαμένο
Ούλοι τον εθαρουσασι στα ξένα πεθαμένο
Σαράντα χρόνια πέρασαν κι από το κανακαρη
Μηε ένα γράμμα λαβασι Μηε να ρτει χαπαρι
Σκουτελια καμασι πολλά με τα συγγενολογια
Με το δεσπότη το παπά θρήνους και μύρο λόγια
Στη μπούκα σαν επατησε το φρυ σαν αντικρίζει.
Νύχτα σκουτούι προς στιγμή τίποτα ε γνωρίζει
Άνθρωπος δεν ευρέθηκε για να το χαιρετήσει
Γιατί ηλειπε χρόνια πολλά ποιος να τον εγνωρισει
Φωνάζει ένα χωριανο απουχε ενα μουλάρι
Τα μπρατη τις βαλιζες του αν ή μπορεί να πάρει
Που να τα πάρω αφέντη μου κι άλλα τόσα μακάρι
Ξέρεις τ’Αρβανιτοχωριου το σπίτι κανακαρη
Πως δε το ξέρω αφέντη μου μα θα με δυσκολέψεις
Γιατί τα μπρατη σου πολλά και που θα καλικεψεις
Νύχτα σκουτούι δυνατό δύσκολα θα οδεψεις
Μόνο να φέρω γαδαρο και συ να καλικεψεις
Μέσα στη βαρυχειμωνια στης νύχτας το σκοτάδι
Κτύπησε η πόρτα του σπιτιού δέκα η ώρα το βράδυ
Ο επιστάτης του σπιτιού σηκώνεται αφουκρατε
Ξυπνα και τη γυναίκα του όπου βαριά κοιμάται
Κα με φωνή τρομακτική Φωνάζει πιος κτυπάει
Πατέρα εγώ μαι άνοιξε ηρτα απόψε βραυ
Ο κανακαρης φώναξε ο ίδιος με λαχτάρα
Κιο επιστάτης στ’ακουσμα τον ηπιασε τρομάρα
Εσκιαχτικε εσφανταχτικε στ’ όνομα κανακαρης
Γιατί αν ητο ζωντανός εν ειχασι χαπαρι
Από το φο του εν ανει μόνο παραμιλάει
Θαρει πως είναι σφανταμα αυτός απού κτυπάει
Αποξω αστράφτη και βροντα με το λαινι βρέχει
Εξυπνισε η ειτονια να πα να ει τι τρέχει
Νειου τη πόρτα μπαινουσι μπαίνει κι ο εξηντάρης
Που λέει πως τ’αληθιννα είναι ο κανακαρης
Κι όταν όυλοι συνηλθασι αρχίζει ο μουσαφιρης
Ο κανακαρης του χωριού ο σπιτονοικοκυρης
Φώναξε του πατέρα μου της μάνας μού ν’ αρτουσι
Πας και ποθανα πέστε μου η μήπως με μισουσι
Ο επιστάτης απαντά οι γείτονες οι φίλοι
Πως οι γονείς του
ποθανα με το καμο στα χείλη
Αρχίζει ο γυιος τα κλάματα βογκα μοιριολοατε
Της μάνας του πατέρα του το πόνο νεστοραται
Κι όσοι στη ώρα βρέθηκαν μαζί του όυλοι κλαιου
Το πόνο των γονέων του μοιριολοου και λεου
Στις δύο ή ώρα το πρωί γειτονοι ξεκινησαν
Καθένας εις το σπίτι του μοναχο τον αφήσαν
Έστρωσε και κοιμήθηκε ο νους του να μερωσει
Ήσυχα να λογαριστει όταν θα ξημερώσει
Την άλλη μέρα το πρωί αρχίζει ο επιστάτης
Να ξεστορησει του υιού πως έγινε προστάτης
Της μάνας και τ’αφεντη του τα τέλη πως περάσαν
Απού ρωστησασι Βαριά σαν επαραερασαν
Πως ητο δούλος του σπιδιου αυτός κι η σύντροφός του
Ο γέρος πως τους πάντρεψε ο ίδιος μοναχός του
Πως οι γονείς του προικισαν όλα τα πράγμα των
Γιατί τους εξανιξασι στα γερονταμα των
Δίαβασε τούτο το χαρτί που γραψα μοναχοί τους
Πριν να παιθανουν και οι δύο ν’σγιασει η ψυχή τους
Περει στα χέρια το χαρτί προσεκτικά διαβάζει
Δακρυζουσι τα μάδια του και βαριαναστεναζει
Εγώ μουχταρης του χωριού ογδοηνταπενταρης
Ένας από τους δώδεκα της Κάσου κανακαρης
Στο νου μου και στις φρενες μου εκαλεσα το κλήρο
Υπογραψα τούτο το χαρτί ενώπιον μαρτυρω
Ειναι η διαθήκη μου διαχερογραμμενη
Μάρτυρας κι γυναίκα μου κάτω πογεγραμμενη
Είχα ένα γυιο μονακριβο που πρεπε ναχω γκονια
Μα ξορισε μια πρωινή τώρα σαράντα χρόνια
Δε ξέρω αν είναι ζωντανός η είναι πεθαμένος
Αφού δεν έγραψε ποτέ σίγουρα θα χαμένος
Μα λάχει κι είναι ζοντανος και καποτε υρισει
Στα κτήματα μου ο αχάριστος δεν θέλω να πατήσει
Ορίζω κληρονόμο μου σ’ουλα τα; χτηματα μου
Το Μάρκο που ηπηκουσε εις τα θελήματα μου
Ύστερα από το διάβασμα αυτής της διαθήκης
Εσκευθει αυτό το θέλημα της παρακαταθηκης
Ητο σωστό και δίκαιο σε τεδοιο ένα προστάτη
Εκ μέρους τω γονεω του στον άξιο
επιστάτη
Γυρίζει τότε προς αυτόν και λέει του με πόνο
Με ψυχρεμη απάντηση και όχι με δόλιο φθόνο
Άκουσε επιστάτη μου βάστα τη διαθήκη
Μόνο θα κάμω αν αγαπάς κι εγώ μια προσθήκη
Για τη θυσία πουκαμες εσύ κι σύντροφος σου
Θεώρησε μεαν δέχεσαι κι εμέ σαν αδελφό σου
Δεν θέλω τίποτε απο σε χαιρου τα πράματα σου
Σ’αξιζει η κληρονομιά κατά τα έργα τα σου
Μόνο αν θέλεις πάρε με εις το νεκροταφείο
Και διξε μου σε πια μερα βρίσκετε το μνημείο
Τό μνήμα το γονέων μου ήθελα να κοιτάξω
Κι όταν θα πάμε μοναχο αφης με να τους κλάψω
Γονατιστός στο μνήμα των αρχινησε α κλαίει
Κι αφού κλάψε και αρτηκε βραχνά κρυφά τους λέει φτάνει
Πατέρα μου καλέ γονιε άκουσε τη βοη μου
Το κλάμα το μετανιαμα για τη παρακοη μου
Ησφαλα δεν σε τίμησα σα γιος του κανακαρη
Δε θέλω τίποτα από σε μόνο. μια τελευταία χάρη
Μη μου ρηστεις δέξου εισάκουσε μου
Λησμονησε οσα’καμα μ’ευχη συγχώρεσε μου
Μάνα μου συ που σου κάμα παιι τη προσευχή σου
Για μένα το μοναχογιο δώσε μου τη ευχή σου
Φεύγω καλή αντάμωση πατέρα και μητέρα
Με την ελπίδα της ευχής τη Σήμερο ημέρα
Μέσα σ’αυτη6τη ταραχή την άκρα απελπισία
Σαν νακουσε μια φωνή είδε μια οπτασία
Σφανταχτηκε στη μοναξιά σαν ναε το πατέρα
Στη ψυχοτρικυμια του να του βαστά τη χερα
Εκει στη έρημο σιγή στου πόνου τη αντάμα
Αισθανθει πόνο στη καρδιά τον ηπιασε τρομάρα
Και μόλις εσυκωθηκε χλωμός συντετριμμενος
Σωριάστηκε από συγκοπή νεκρός τελειωμένος
Για ν’αληθεψει το ρητό όπως παρατηρείτε
Από πού εσφαλε κανεις εκεί θα τημορειται