Μαριγούλα Νικ. Βασιλαρά. Μοιρολόγια αποχαιρετισμού σε έναν άξιο άνθρωπο, στη γλυκιά Μάνα

Μαριγούλα Νικ. Βασιλαρά. Μοιρολόγια αποχαιρετισμού σε έναν άξιο άνθρωπο, στη γλυκιά Μάνα

 

Στις 13 Ιανουαρίου 2023 έφυγε από τη ζωή η  Μαριγούλα Νικ. Βασιλαρά (το γένος Κωνσταντίνου Χαλκιά), σύζυγος του αείμνηστου Νικολάου Ηλία Βασιλαρά από το Σπόα της Καρπάθου.
Στην Κάρπαθο παραμένει ισχυρή η παράδοση των μοιρολογιών, έθιμο που πηγάζει από την Αρχαία Ελλάδα και συνεχίζεται μέχρι σήμερα. Η εκλιπούσα είχε τη δεινότητα του λόγου και της ποίησης να εκφράζεται με μαντινάδες στις χαρές και με μοιρολόγια στις κηδείες.
 Έμμετρα τα παιδιά, οι συγγενείς και οι αγαπημένοι φίλοι αγγίζουν τρυφερά τη μνήμη, χαϊδεύουν τα λατρεμένα πρόσωπα που η φυσική παρουσία τους έπαψε να μας συνοδεύει.
Ετσι ακριβώς και η Μαριγούλα Κων Χαλκιά αποτελεί σύμβολο αυτοθυσίας όπως χαρακτηρίζει κυρίως τη μάνα Καρπαθιά. Τα μοιρολόγια που θα διαβάσετε είναι ο συμπυκνωμένος πόνος αλλά και το ευχαριστώ σ ένα πρόσωπο που σίγουρα βρίσκεται δίπλα στο Θεό.

Τα παιδιά της Φούλα & Αντώνης, Ηλίας και Ζωή και  όλα της τα εγγόνια Ντίνα-Μαρία & Μηνά, Γιάννης και Νίκος

 


Το χρέος των παιδιών να εκφωνήσουν την αρχετυπική ζωή της μάνας αγρότισσας, όπως εκείνη τη συνέταξε και την άφησε κληρονομιά και στα τρία παιδιά της.

 

Μοναχοκόρη κι’ ακριβή κι’ αρχοντοαναθρεμμένη,

και φρόνιμη και τίμια, άξια προκομένη

 

Φεύγεις από τα σπίτια σου αυτήν εδώ τη μέρα,

κι’ αφήνεις πίσω τα κλειδιά τριών γιατρών μητέρα

 

Αλήθεια φεύγεις σήμερα μάνα μου προκομένη,

και πάεις να ξεκουραστείς στη γη τη μαυρισμένη

 

Εκεί που’ ναι κι’ η μάνα μου για πάντα εκεί θα μείνω,

μα αν ημπορούσα θα ‘ρχούμουν στον Άγιο Κωνσταντίνο

 

Άραγε θα ‘χει η μαύρη γη αμπέλια να διαφίζεις,

γυστέρνες με κρύα νερά μάνα μας να ποτίζεις

 

Που στα μοναχικά νερά ήσουν μεγαλωμένη,

και τώρα θα ξεκουραστείς μάνα μας προκομένη

 

Άραγε θα ‘χει η μαύρη γη ελιές για να μαζεύεις,

εργάτες και εργάτισσες εσύ να τους γυρεύεις;

 

Που την αυγή εξύπναγες για να τα βγάλεις πέρα,

τις δυο περιουσίες σου πάλευες κάθε μέρα

 

Ακούραστη κι’ αβάρετη και του Λευκού καμάρι,

όταν επήγενες εκεί είχες χαρά μεγάλη

 

Δεύτερο σπίτι έκανα όλοι για να κοιμάστε,

και όταν πηγαίνετε εκεί για να με συγχωράτε

 

Άραγε θα’ρτεις μάνα μας πίσω το καλοκαίρι,

όταν θα έρτει του Χριστού να κάμεις το πανέρι

 

Να κάμεις το πανέρι σου το καλογεμισμένο

και με τα κρίνα του Λευκού όμορφα στολισμένο

 

Ω του Λευκού νοικοκυρά και που’ ναι τα κλειδιά σου

σ’ άρεσε εκεί να έμενες κι’ ήταν και πεθυμιά σου.

 

Εκεί ξεκουραζόσουνα σαν ήσουν κουρασμένη

κι ένιωθες μανούλα μας πολύ ευτυχισμένη

 

Μίαν άδεια από το θεό εγώ θε να ζητήσω

στα αμπέλια μου και στις ελιές πίσω για να γυρίσω

 

Παρέα και για γειτονιά κι΄όλη η συντροφιά μου

ήτανε να επισκεφθώ όλα τα κτήματα μου

 

Ποιος θα τα πιάσει τα κλειδιά τα σπίτια να σκουπίσει

και τα όμορφα αμπέλια μου ποιος θα μου τα τρυγήσει;

 

Και ποιος θα πάει στο νερό και ποιος θα ξενυχτήσει

και την κοπρά τ’ αμπέλι μου ποιος θα μου τα ποτίσει

 

Όλα τα χρόνια φρόντιζα σε όλα να φυτέψω

γιατί δεν ήθελα να δω κάτι να το ζηλέψω

 

Τα σπίτια μου τα όμορφα θα είναι κλειδωμένα

που με τα δύο τα χέρια μου τα έχω καμωμένα

 

Τα δέντρα απού φύτεψα όλα θε να πενθούσι

κι’ έστω κι’ αν είναι άψυχα για μένα θε να κλιούσι

 


  1. Φεύγεις από τα σπίτια σου της Μεσαράς γωνία,

μεγάλε στύλε του Χριστού μ’ όλα τα μεγαλεία

 

  1. Φεύγεις κι από το πατρικό σπίτι στον Αϊ-Γιώργη,

που ΄ναι μέσα μανούλα  μου οι εϊκοί σου κόποι.

 

  1. Διπλές κουζίνες μου ’κανες δωμάτιο από πάνω,

κι όταν τα βλέπω μάνα μου γω πως να σου ξεχάνω

 

  1. Μέχρι την άκρη έφθασες μάνα μου στην Αθήνα,

να φέρεις κάτω τις μεσές να μπουν πάνω τα ξύλα

 

  1. Κάτω από το Μπρος Λακί μέχρι τα Καλαπόδια,

εφέρνα τα μουρέλα σου τα προκομμένα πόδια

 

  1. Δεν πάεις πια εις το Λευκό μάνα μας προκομμένη,

να φέρεις τα πρωτοφανή σταφύλια φορτωμένη

 

  1. Δεν πάεις πια εις το Λευκό τα σπίτια σου ν’ ανοίξεις

και στις αυλές απού ΄κανες απέξω να καθίσεις

 

  1. Δεν πάεις πια εις το Λευκό εις τα παράταιρα σου,

να σπείρουν, να θερίσουνε τα χέρια τα δικά σου

 

  1. Φεύγεις μανούλα μου γλυκιά και δίκαιη μητέρα

και εις τα τρία σου παιδιά εξίσου πέρα-πέρα

 

  1. Τον αδερφό μας ήθελες γιατρό να τον καθίσεις

και με πτυχία άριστα τα σπίτια να γεμίσεις

 

  1. Του έκανες αγορασιά ελιές για να μαζεύει

και εις τα κρύα τα νερά λάχανα να φυτεύει

 

  1. Του έδωσες οικόπεδο μάνα μας στην Μουτσούνα

γιατί ‘σουνα πολύ καλή και δίκαιη μανούλα

 

  1. Του άφησες σπίτι μητρικό, ήσουν καλή μητέρα

να μην του πει ποτέ κανείς πήγαινε παραπέρα

 

  1. Όπου και να επέρασες οι δρόμοι μυριομένοι

μανούλα μας εγγράμματη και καλαναθρεμμένη

 

  1. Στο Μεσοχώρι και Βωλά που πήγες και στ’ Απέρι

φήμη  μεγάλην άφησες λαμπρότατο μου αστέρι

 

  1. Δεν πάεις εις την εκκλησιά στον Άγιο Κωνσταντίνο

μάνα μας τιμιότατη και μυριομένο κρίνο

 

  1. Όσα και να σου πω εγώ δεν έχει μέσα ψέμα

στις προκοπές και φρονιμιές δεν είχε σαν και σένα

 

  1. Φεύγεις κι οι κόποι σου εδώ μένουν να τους θωρούμε

και όπου κι αν πηγαίνουμε πολύ πικρά θα κλιούμε

 

  1. Θα βρεις κάτω το Μάνο μου και τους καλούς γονείς σου

και τον μπαμπά που καρτερούν να κάθονται μαζί σου

 

  1. Βαριά ‘ναι η απουσία σου για τα δικά σου ΄γγόνια

που σε καλοκοιτάζανε μάνα μας τόσα χρόνια

 

  1. Μ’ αφήνεις πίσω την ευχή με του θεού τη χάρη

να την κρατούμε πάνω μας, μάνα μας φυλαχτάρι

 

  1. Το χώμα σου να’ναι ελαφρύ η μνήμη σου αιώνια

γιατί ‘χε πάνω η νιότη σου δόξες και μεγαλεία

 

  1. Φεύγεις μανούλα μου γλυκιά και ‘χω μελαγχολία

στου Παραδείσου τις δροσιές να κάνεις κατοικία

 

 

Καλό παράδεισο την γειτονιά των αγγέλων λατρεμένη μου μανούλα

Η κόρη σου

Ζωή


 

Τα δικά μου λόγια αποχαιρετισμού για τη γλυκιά μου τη μανούλα

 

Μάνα μου ξεκουράστηκαν τα προκομένα χέρια

και τώρα θα σ’ αναζητώ ψηλά πάνω στ’ αστέρια

 

Η ταπεινή σου η ψυχή και η απλότητά σου

παράδειγμα προς μίμηση στα τρία τα παιδιά σου

 

Όχι ευκαταφρόνητο στίγμα αφήνεις πίσω

και στις αρχές που μου’ δωσες σ’ αυτές θα συνεχίσω

 

Η ευφράδεια του λόγου σου μα και η ποίηση σου

χάρισμα ήταν θειικό στη νιότη τη δική σου

 

Και είχες την ακρίβεια να πεις εις το καθένα

μάνα μου ότι ταίριαζε με τη δική σου πένα

 

Μάνα μου συμπονετική που  ‘χες εναισθησία

όλους τους μοιρολόγησες με μέτρο με ουσία

 

Τρία εγγόνια έκανες, όλα είναι διαμάντια

κι’ ένιωθες εκείνη τη κρυφή όμορφη περηφάνεια

 

Σε σήκωσαν στις πλάτες τους σε πήρανε στα χέρια

για να πηγαίνεις στο χωριό μάνα τα καλοκαίρια

 

Η Ντίνα και η Μαρία μας που ‘χει την προκοπή σου

είναι απαρηγόρητη που λείπει απ’ τη ταφή σου

 

Ήθελε με τα χείλη της κι’ αυτή να σε φιλήσει

που ‘χει καημό αγιάτρευτο που δε λέει να σβήσει.

 

Είχε πολλές παραγγελιές να πάρεις του μπαμπά της

και πες του πως τον καρτερεί να ‘ρθει στα όνειρά της

 

Να ‘χεις καλό παράδεισο να ‘χεις πολλούς αγγέλους

για να δοξάσεις το θεό με όλους τους επαίνους

 

Που σ’ άφησε και έζησες τα ενενήντα χρόνια

και χάρηκες και τα παιδιά μαζί και τα εγγόνια

 

Ευχαριστούσες το θεό που σ’ άφησε να ζήσεις

στο τέλος όμως  ήθελες αλλού να κατοικήσεις

 

Στη μάνα που σε γέννησε ήθελες να γυρίσεις

το Χριστιανό πατέρα σου αλλού να συναντήσεις

 

Και το γλυκό πατέρα μας κι’ αυτόν να συναντήσεις

το Μάνο που σ’ αγάπαγε να πρωτοχαιρετήσεις

 

Αφήνεις πίσω την ευχή φεύγεις ευτυχισμένη

έφυγες ήρεμα, γλυκά πολύ ευλογημένη

 

Κι’ όπου σε στεναχώρησα συγνώμη θα ζητάω

δεν το περίμενα ποτέ, υπέρμετρα πονάω

 

Πάρε αγάπη και στοργή και μια αγκαλιά μεγάλη

θα σε τιμώ όσο θα ζω μάνα δεν έχω άλλη

Η κόρη σου

Φούλα

 


Αγαπημένη μου εξαδέλφη και αξέχαστη Μαριγούλα

28.1.2023

Καρπαθιακά Νέα