γράφει η Μαριγούλα Κρητσιώτου
Όταν συμβαίνει σε κάποιον κάτι συγκλονιστικό κι απρόσμενο, οι Καρπάθιοι φέρνουν στον νου και στην γλώσσα τους τις παροιμίες “της μοίρας τα μελλούμενα μαννάρι ( τσεκούρι) δε τα κόβγει” κι «ότι γράφει δε ξεγράφει». Σημειωτέον ότι είναι παροιμίες που συνδέονται με το έθιμο των Εφτά, το έθιμο της έβδομης μέρας από την γέννηση κάθε βρέφους, καθώς τότε και δια παντός οι Μοίρες αποφασίζουν το μέλλον του, σύμφωνα με τις παραδόσεις μας.
Τα Εφτά είναι η πρώτη δημόσια εμφάνιση του νεογέννητου. Πρόκειται για τελετή που αφιερώνεται στην γέννηση και το πεπρωμένο του. Για τούτο, στο πλαίσιο της πραγμάτωσής της, ενσαρκώνονται μαγικοθρησκευτικές τελετουργικές πράξεις, εξευγενισμού και επίκλησης ώστε να θεμελιωθεί στην καλοτυχία η ζωή του.
Οι ίδιες πράξεις λειτουργούν αποτρεπτικά για το κακό. Κι αν παρόλα αυτά το κακό εμφανίζεται, όπως το τσεκούρι και η τσεκουριά στην περίπτωσή μας, είναι για να φανεί ότι, κακό και καλό διαπλέκονται στο καθορισμένο από την γέννηση πεπρωμένο, χωρίς το ένα να ανατρέπει το άλλο, εφόσον μέλλει να συμβεί.
Τις περί πεπρωμένου πεποιθήσεις τους οι Καρπάθιοι εκδηλώνουν και με άλλες καθιερωμένες, στον καθημερινό τους λόγο, εκφράσεις. Για εκείνον που τον βρίσκει το ανεπιθύμητο, οι άλλοι λένε: «ήτο γραφτό του», «ήτο της μοίρας του», «ήτον από το Θεό», «Θεού θέλημα», «θεία δύναμη» κλπ. Χρησιμοποιούν, επιπλέον, γνωμικά με ίδιας σημασίας περιεχόμενο, πολλά από τα οποία μετατρέπονται σε κεντητικό θέμα κάδρων που διακοσμούν τα κατωχωρίτικα σπίτια. Αυτά μπορεί να απαξιώνουν τον αγώνα του ανθρώπου για μια άλλη ζωή, αποδίδοντας καθετί της πορείας της σε ανώτερες δυνάμεις: «Αλλαι μεν βουλαί ανθρώπων, άλλα δε Θεός κελεύει» ή «Το πεπρωμένο φυγείν αδύνατο» ή «Οτι γράφει δε ξεγράφει». Αλλα υποδεικνύουν αποδοχή, υπομονή, συμβιβασμό με την ανώτερη βούληση: «Υπέμεινε και έλπιζε», «Κι αυτό θα περάσει», «Ουδείς ποτέ εγνώρισε το μέλλον του ασφαλώς» κλπ.
Ανάμεσα στα παραμύθια, στα οποία οι Καρπάθιοι, με μυθικο-αληγορικό τρόπο, δείχνουν πώς σκέπτονται και πώς πράττουν, περιέχεται και παραμύθι για τα Εφτά. Στην πλοκή αυτού του παραμυθιού γίνεται κατανοητό σε τι προσβλέπουν οι προσερχόμενοι στον εορτασμό των Εφτά, κάτι που ξεδιαλύνουν οι παραμυθάδες, καθώς παρουσιάζουν τα εφτά, ως περίσταση στην οποία καλούνται οι Μοίρες, να γράψουν το μερδικό του νεογέννητου στην ζωή. Μάλιστα, χρησιμοποιούν συγκεκριμένο παράδειγμα, προκειμένου να πείσουν για το αμετάκλητο των αποφάσεων τους και την εγκυρότητα που αυτές έχουν, αποκλείοντας κατ’ αυτόν τον τρόπο οποιαδήποτε αμφισβήτησή τους. Για όλα αυτά, το παραμύθι τιτλοφορείται με τις ίδιες τις παροιμίες, οι οποίες σκόπιμα παρατίθενται στην αφήγηση για να επιβεβαιώσουν και λεκτικά την δύναμη που διαθέτουν οι εν λόγω αόρατες τάξεις.
Μια ελυμπίτικη παραλλαγή αυτού του παραμυθιού δημοσιεύει η Καπλάνογλου (2004), (βλ και Αλεξιάδης Π. 2021). Δύο άλλες, που ακολουθούν το παρόν κείμενο, μας βοήθησαν να μετατρέψουμε, στις 12/8/2023, το έθιμο των Εφτά σε βιωματικό μουσικοχορευτικό δρώμενο για παιδιά. Γνώση πήραμε και από διασκευή του εθίμου που η Μόρφη Διακογεωργίου έκανε για το σχολείο της.
Από την πλευρά μας, θέλαμε να θεατρο-παιχνιδοποιήσουμε το παραμύθι και το έθιμο. Προβαίνοντας στον σχεδιασμό αυτής της δράσης, φτιάξαμε μια τρίτη, δική μας, παραλλαγή με πρόσθετα στοιχεία από την τέλεση και των εφτά και του γάμου, καθώς στις υπάρχουσες αναφέρονταν μόνο με εκφράσεις όπως, «ήτο τα Εφτά», «θα παντρευτεί», «και παντρεύτηκαν», «και κάμαν γάμους τρανούς», χωρίς, δηλαδή, περισσότερες περιγραφές.
Το σκεπτικό ήταν να εμπλακούν τα παιδιά στο νόημα αυτών των παραδόσεων και να αντιλαμβάνονται ποιες σκέψεις και συναισθήματα βρίσκονταν πίσω από τις δραστηριότητες των εορταστών-τελεστών τους. Να αναρωτηθούν ακόμα και για την αλήθεια τους. Ειδικά για τον γάμο, ο οποίος στο παραμύθι ήταν ο προκαθορισμένος από τα Εφτά και τις Μοίρες, επιλέξαμε να αναπαρασταθεί με τον εθιμοτυπικό γαμήλιο Φουμιστό χορό.
[[[ Στο μουσείο]]]
Ο Φουμιστός, σαν κινητική μορφή, απεικονίζει πολύ παραστατικά την ένωση του ζευγαριού, των δύο σογιών κι όλης της κοινότητας. Η διάταξη θέσεων, κινήσεων και εικόνων (γαμπρός-νύφη, γαμπρικό και νυφικό σόι, φίλοι των δύο πλευρών) θα φάνταζε σαν η μουσικοχορευτική- κοινωνική στέψη και ένταξη των δύο νέων και θα πρόβαλλε στην σκέψη των παιδιών τις σειρές συγγενικών και φιλικών δεσμών και εν γένει την σημασία των σχέσεων. Θα αντιλαμβάνονταν πώς αυτά τα σχήματα σχέσεων διαμορφώνονται στην γεωγραφία της κοινότητας ή πώς συντηρούνται, σε πρακτικό επίπεδο και ποια η αισθηματική τους διάσταση.
Χορεύοντας, για παράδειγμα, τα διάφορα τελεστικά αντικείμενα (ποδιές, μαντήλια, σισαμόμελη, γλεούδια) κι επίσης τις διατεταγμένες θέσεις τους στον κύκλο (ζεύγους, κουμπάρων, γονέων, αδελφών, θείων, φίλων) θα συνειδητοποιούσαν έννοιες όπως του καθήκοντος, του δικαιώματος, του σεβασμού, του ανήκειν, της ομάδας, της αμοιβαιότητας και ενότητας κι όσες άλλες περικλείουν και απελευθερώνουν οι φουμιστικές πράξεις. Το «μπαίνω» στο Φουμιστό και χορεύω Φουμιστό ερμηνεύει μια κοσμοθεωρία των σχέσεων, όπως δείχνουν συνοπτικά τα αναγραφόμενα στην αφίσα:
( …/ και στον γάμο μας θα πάμε / του γαμπρού το σόι ποιο ‘ναι/ με χορό να το φουμίσω/ και στης νύφης που’ ν δικό μου /θα δεθώ να το τιμήσω).
[[[[ Φουμιστός]]]
Ο γάμος σαν σχέση στο μήκος χρόνου μιας ζωής, που δίνει σκοπούς κι ενδιαφέροντα στην διάρκεια της, είναι μια καλοτυχία. Για τούτο γίνεται ευχετικό περιεχόμενο μαντινάδων προς κάθε ανύπαντρο, αρχής γενομένης από τις μαντινάδες-νανουρίσματα των Εφτά. Μια τέτοια χρησιμοποιήσαμε, από την γέννηση κοριτσιού στο Οθος (1955), που λέει:
«Χρυσό γραμμένο (κόρη μας) νά ‘ναι το ριζικό σου
και στου Χριστού το πέργερο να δω το Φουμιστό σου»
Ετσι, «έδεσαν» στις δράσεις ο Φουμιστός, τα Εφτά και ο προδιαγεγραμμένος από την γέννηση γάμος. («Ψόματα κι αλήθεια ετσά’ ν τα παραμύθια»)
Ετσι, επίσης, έγιναν πράξη τα λόγια της ανακοίνωσής μας:
…θα ανταμώσουμε …θα ανοίξουμε κουτάκια γνώσης από ένα κόσμο που φεύγει για έναν κόσμο που έρχεται. Θα γίνουμε σκηνοθέτες και ηθοποιοί του εαυτού μας, με υλικά από τα έθιμα του χωριού και του νησιού μας. Θα μπούμε σε ρόλους, θα τους κτίζουμε αυτοστιγμεί …. Θα παίξουμε με όσα κρύβουν οι λέξεις λεχώνα, μωρό, μαμή, σουφάς, σουφράς, σκάφη, δώρα, Μοίρες, κεριά κι Αγιοι, αλευρά, «αλευράς», γαμπρός, νύφη, σόγια, Φουμιστός χορός.
Στην δράση συνεργαστήκαμε: Μαριγούλα Κρητσιώτου: έρευνα- λαογραφία του παραδοσιακού χορού, Δώρα Μπασδέκη: εμψυχώτρια θεατρικού παιχνιδιού, Ζωή Παπακώστα: δασκάλα, Ειρήνη Ρεϊση-Χριστοδουλάκη: δασκάλα. Μουσική συνοδεία: Κωστής Σταυράκης με λύρα και Μιχάλης Χρυσαφίνης με λαούτο
Στην συνέχεια, θα διαβάσετε τα καταγεγραμμένα από εμένα παραμύθια των Εφτά. Το πρώτο, από την Ελυμπο, αφηγήθηκε το 2010, η Ειρήνη παππά-Γιάννη Διακογεωργη. Το δεύτερο, οθείτικη παραλλαγή, αφηγήθηκε το 2022, η Καλλιόπη Παπακώστα.
Της Μοίρας τα μελλούμενα μαννάρι δε τα κόβγει
Ητο’ τα εφτά μιας κόρης. Στο σπίτιν ήρτε μουσαφίρης εκείνην την ημέρα. Α’θρωπος από άλλο τόπο…αλλά που δεν ήτονε και ξένος –ξένος.
Εβλεπε τις ετοιμασίες και…«Τί είν’ αυτά που κάμνετε» ερώτησε.
«Το και το… και θε να γράψουν οι Μοίρες το τυχερό της κόρης, του μωρού». Αυτά του ‘πασιν οι συγγένισσες.
Πάνω στην ώρα είε να κάμνου και τις κούκλες…. Εντύνασι με φουστανάκια δυο τρία πλασταριά και ‘βάλλα τα εκειά στο μικρό τραπετζάκι, που ‘χε κι ένα πιάτον αλευρέα, για να ‘χου να τρών όληνύχτα. Αυτές οι κούκλες ήτον οι Μοίρες. Τότες εσκέφτηκε να παρακαϊσει και να δει πώς εγράφα το τυχερό.
Είε, λοιπό, με τα μάγια του κι ήκουσεν με τα αφτιά του να λέει η μια πως θε να γενεί πεντάμορφη η κόρη, η άλλη, «εσύ θα γενείς πλούσια» και η πιο μικρή, πως σα θα μεαλύνει το κορουλάκι θε να παντρευτεί τον ά’θρωπον απού ‘ρτεν απόψε στο σπίτι τους.
«Για να ‘ούμε το λοιπόν αν είν’ ετσιά τα πράματα», λέει αυτός μέσα του και μόλις εγύρισεν η νύχτα πιάνει ένα μαναρόλι κι ήκοψε το λαιμό της κόρης.
Ηφυεν…. επεράσασι χρόνια …και ξαναπέρασεν από το χωριό. Εί’ε μια κόρη κι…..ήλαμπε σαν τον ήλιο…«Γίε μου μάγια να θωρώ» ήτονε. «Αυτή θα τηνε παντρευτώ» είπε μέσα του…
Επαντρεύτησαν και τη πρώτη νύχτα, σαν επή’ασι να κοιμηθούν, εί’ε στης κόρης το λαιμό ένα κόκκινο γατάνι. Λέει, «τι ναι αυτό καλή μου;…».
«Ξέρεις σαν εγίνουτο τα εφτά μου», το και το «κι ο ξένος για να ‘είξει ότι η Μοίρα δεν ορίζει τη ζωή τ’ α’θρώπου επήρε το κεφάλι μου μ’ ένα μαναρόλι… Αμ’ η Μοίρα μου κι ο καλός μου, ο Αγιος προστάτης που θέλα’ να τζήσω, εκάμαν μιαν αχτυλιά με το αίμα μου ένα γύρο στο λαιμό μου και φέρα το κεφαλάκι και το κολλήσανε …κι έν επόθανα… Μόνον μου ‘πόμεινε τουτουά το γατάνι από τη μανναριά».
Κι εκείνος απού θυμήθηκε τις δουλειές του, ήλεε και ξανάλεε:
«της μοίρας τα μελλούμενα μαννάρι δε τα κόβγει»
«Ότι γράφει, δε ξεγράφει»
Ητο μια φορά τα Εφτά της κόρης του Δημάρχου. Εκείνη την ημέρα, το πρωί, ήρτε στο χωριό ένας πραματευτής που πήαινε από τον ένα τόπο στον άλλο και ‘πούλα τις πραμάτειες του.
Ο Δήμαρχος, ά’θρωπος του κόσμου, τον εκκάλεσε να ‘πομείνει στο σπίτι του μέχρι να φύει να πάει στη δουλειά του.
Ηβλεπε, λοιπόν, αυτός ο ξένος ά’θρωπος, που ‘ρχετον ο κόσμος και τότες εκατάλαβε γιατί οι γυναίκες εψωνίζα ένα κομμάτι από τα τσίτια που πουλούσε. Γιατί τα φέρνασι σα δώρο στο μωρό.
[[[φωτογραφία με λεζάντα: δίνουμε τσίτια για δώρο στο μωρό]]]
Ας είναι ‘ά..Ετοιμάζασι την αλευρά, επασαλείβγουτο, εκουνιούσα το παι’ί και του τραγουδούσα… Εκειά, μέσα κι όξω, φαίνεται, πως ήτο κι Μοίρες, αφού ‘κουε και λέασιν ούλοι πως ήρκουτο να καλομοιράσου το παι’ί και να γράψου το ριζικό του.
«Και τι γράφου λοιπό για τουτουά το κορουλάκι;», ερώτηξεν ο ξένος … Και τού ‘πασι πως θε να παντρευτεί τουτουνεά τον ά’θρωπο, απού ‘ναι κειά στη γωνιά και ρωτά……
«Εν εί’ καλού φέγγου, σήμερον», είπε κι εσκέφτηκε να παρακαϊσει, να ‘ει και να κούσει τις ίδιες τις Μοίρες.
Η μια, λοιπόν, ήλε’ε και η άλλη ήγραφε. Η πρώτη ήλεε, να γενεί η κόρη πεντάμορφη, η άλλη, να αποκτήσει τα καλά του Αβραάμη κι η πιο μικρή ήλεε ότι το κορούλι θα μεγαλώσει και θα πάρει για άντρα της τον ξένον που κάεται εκειά στη γωνιά.
«Εν εί’ καλού φέγγου» εξανάπε κι ετσίριξε ετσιά που δεν ήβγαινε η μιλιά του: «Σιγά μην ήτον εγώ, δέκα εννιά χρονών παλληκάρι, να λιμένω να γενεί αυτουά το μωρό κόρη της παντρειάς».
«Ότι γράφει δε ξεγράφει», είπεν η Μοίρα….
«Γιά να ‘ούμε τα γραφόμενά σας…», είπε κι αυτός και την άλλην ημέρα εσηκώθη πρωί-πρωί και πιάνει κρυφά το παι’ί ‘πό τη βάντα της λεχώνας που κοιμάτο και το σβούριξε μ’ ούλη του τη δύναμη, να το ξεκάμει..
Υστερα, απού κόψει-κόψει, ενεμουρίστηκε …
Επεράσα πολλά χρόνια κι αυτός εγίνει πλούσιος, εκατομμυριούχος και ξαναπέρασε που το χωριό, αλλά δεν εθυμάτο τίποτε, ούτε κι ο κόσμος τον εθυμάτο.
Και μιαν ημέρα που κάετο στη πεζούλα της Παναγίας, θωρεί τη κόρη με το σταμνί που κατέαινε τα σκαλιά της βρύσης και θαμπώθην από την ομορφιά της. Λέει, «αυτή τη κόρη θα τηνε κάμω γυναίκα μου, ο κόσμος να χαλάσει». Και μια και δυο πάει και τη γυρεύγει να τηνε παντρευτεί.
Και κάμασι γάμο μεγάλο και τρανό. Κι ήρτεν η ώρα πιο να κοιμηθού. Αυτός βλέπει που ‘χεν η νύφη κάτι σαν από μαχαιριά καταμεσής στο στήθος της και την ερώτηξε, τι κακόν ήπαθε. Κι αυτή του ‘πε το και το … «στα Εφτά μου ένας ξένος ….κι επέταξέ με… και πέρασε με πέρα-πέρα ένα κάγκελο ….και κρέμου μου εκειά στο κάγκελο….αλλά μ’ ήσωσεν η Παναγία κι ο Χριστός κι οι καλές μου Μοίρες ….».
Αυτός επόμεινε ξερός…. κι ήλεε και ξανάλεε,
«είες απού μου λέασι πως ότι γράφει δε ξεγράφει;;».
*Δεν επεδίωξα να αποδοθεί το γλωσσικό ιδίωμα στα παραμύθια, αλλά μια πιο προσιτή στον αναγνώστη φθογγολογική αποτύπωση. .
Βιβλιογραφία
Αλεξιάδης Παναγιώτης. Το έθιμο των «Εφτά» στην Κάρπαθο: ιστορικές και συγκριτικές προσεγγίσεις στον χώρο των Δωδεκανήσων. Ινστιτούτο Λαϊκού Πολιτισμού Καρπάθου. 2021
Καπλάνογλου, Μαριάνθη. Κόκκινη κλωστή κλωσμένη: λαϊκά παραμύθια και αφηγητές του Αιγαίου. Πατάκης, 2004
Κρητσιώτου Μαριγούλα. Ο χορός στον πολιτισμό της Καρπάθου. Θέατρο Δ. Στράτου, 2013
Σταυράκη Φραγκίσκη. Αφηγήσεις ζωής από το Οθος Καρπάθου. Εκδόσεις Δωδώνη, 2002
2.10.2023
Καρπαθιακά Νέα