Το μέλημα της πολιτικής για οικονομία, δικαιοσύνη, ψυχαγωγία, εκπαίδευση, παραδόσεις κλπ, διαμορφώνουν τρόπους σκέψης και δράσης, αισθητική αντίληψη, συναίσθηση της καταγωγής, της σχέσης με την ιστορία και την ταυτότητα. Παράγει, συνεπώς, η πολιτική πολιτισμό ή, ακριβέστερα, τύπους πολιτισμού, ανάλογα με τις προτεραιότητές της.
γράφει η Μαριγούλα Κρητσιώτου
Εδώ και χρόνια, Εποχή Καποδίστρια, εξισώνει τον αθλητισμό με τον πολιτικό, αν και τα είδη σωματικής αγωγής υπηρετούν, στην ουσία, την υγεία κι όχι την πνευματική καλλιέργεια ή την καλλιτεχνική δεξιότητα. Δηλαδή, ο «νους υγιής εν σώματι υγιή», δεν είναι η πανάκεια για την τεχνολογική, πνευματική και καλλιτεχνική πρόοδο. Πρέπει ο αθλούμενος να βρίσκεται σε τέτοια ενδιαφέροντα.
Φορά, συνεπώς, η πολιτική ένδυμα πολιτισμού στον αθλητισμό, παρέχοντάς του, συχνά, χορηγίες, ίδιες ή μεγαλύτερες από εκείνες για πολιτιστικά γεγονότα, με σπουδαία διδάγματα. Πολιτικές σκοπιμότητες;
Σχετικός με το θέμα μας είναι ο περί πολιτισμού ψεύτικος «πολιτικός λόγος», ο «ανύποπτος» και δήθεν «α-πολιτικός»[1], ο οποίος συνειδητά ή ασυνείδητα καταστρέφει και την ιστορία και τον πολιτισμό.
Ο αθλητισμός, με την μορφή της γυμναστικής, φλερτάρει και συνευρίσκεται με τα ιστορικά σχολικά κτήρια του νησιού μας, υποβιβάζοντας την αξία της ηλικίας, της ιστορίας, της αρχιτεκτονικής, της πνευματικής διάστασής τους. Αυτήν την παιδεία κι αυτόν τον πολιτισμό καλλιεργούν οι Διοικητικές μας Αρχές.
Κατόπιν τούτου, οι γυμναστικές δραστηριότητες επιχωριάζουν και στο δημοτικό σχολείο Οθους, μετά την παύση των εργασιών του. Αρχικά καταλάμβαναν μια αίθουσα και από το καλοκαίρι του 2019 ή 2018 φαινόταν να οργανώνεται η μεταφορά τους, στις δύο άλλες. Έτσι, εξηγείται γιατί, τότε, αυτές αποκλείονταν («Εδώ δεν μπαίνει κανείς…,εδώ δεν βάζουμε καρφί…, να πάτε στον Δήμαρχο»), για την υλοποίηση δυο εκδηλώσεων για παιδιά, ενώ το φθινόπωρο επισκευάζονταν από αθλούμενους (με άδεια ή χωρίς;).
Σε συζήτηση για το θέμα, ενός παράγοντα και δύο πολιτών, εκ των οποίων κι εγώ, προτείναμε «να γυμνάζονται «τα παιδιά» στην αίθουσα που ήδη κρατούν και οι δύο άλλες να χρησιμοποιηθούν για μουσειακά και πολιτιστικά». -«Α, αποκλείεται, γιατί έχουμε ανάγκη τα «παιδιά» (40άρηδες+).
Αργότερα, η παραπάνω πρότασή μας χρησιμοποιήθηκε από τον δήθεν α-πολιτικό λόγο με τρόπους που προφανώς έκτιζαν συμμαχίες υπέρ της ιδέας σχολείο-γυμναστήριο και εκείνων που θα την υλοποιούσαν: «κάποιοι θέλουν να γίνει το σχολείο μουσείο, αλλά εμείς θα σας το κάνουμε γυμναστήριο, μας είπε ο…». Σ’ αυτά τα λόγια γυμναζόμενου για τον τάδε ιθύνοντα, αναφέρεται η φράση, «Δεν νοείται ένα σχολείο να γίνεται μέσον ανέλιξης που εκποιεί τις αξίες του, κι όχι μέσον εκπαίδευσης σεβασμού προς αυτές»[2].
Τα σχήματα εξουσίας, από τις δημοτικές εκλογές του 2019, εγκρίνουν τον 12ο /2020 την σχέση σχολείου-γυμναστηρίου. Και κανείς, από το ευρύτερο σύνολο των Οθειτών δεν γνώριζε γι αυτή την νομιμοποίηση, ούτε τις εργασίες για την μεταφορά των γυμναστικών δράσεων. Μόνο εμείς οι γείτονες κάτι υποψιαζόμασταν από το μπες-βγες νεαρών και πέραν του μεσονυχτίου. Ετσι, μουλωχτά ολοκληρώθηκε η μετατροπή του σε χώρο γυμναστικής και μάλιστα με δωρεές συγχωριανών (εύγε μας). Η «είδηση» μάς ανακοινώθηκε το καλοκαίρι του 2022, με την υπογράμμιση ότι η λειτουργία του γυμναστηρίου στο σχολείο και η επαναλειτουργία του νηπιαγωγείου ήταν τα δύο μεγάλα γεγονότα της περιόδου, ωσάν το γυμναστήριο να θεμελίωνε ίδιας βαρύτητας μέλλον, με το νηπιαγωγείο.
Πολιτισμός της κατιούσας, όταν στο Οθος του 1956, οι επί των πολιτιστικών μας Φραγκίσκος Οικονομίδης και Μανόλης Λαγωνικός έκαναν την προτομή του Μιχαηλίδη-Νουάρου, ίδρυσαν την βιβλιοθήκη κι αργότερα (Λαγωνικός και Γ.Κρητσιώτης) το μουσείο. Δίδασκαν αρχαία τραγωδία, φιλαναγνωσία, αγροτικά θέματα, τοπικές λαϊκές τέχνες κ. α. Εφερναν, έτσι, στο παρόν μας λαμπρά κομμάτια του παρελθόντος μας, υπενθυμίζοντάς μας ποια είναι η καταγωγή μας και ποια η αξία της ιστορίας και του πολιτισμού μας. Ανοιγαν, πιο πέρα, πρωτόγνωρους ορίζοντες σκέψης για τα τότε δεδομένα μας. Και εν έτη 2020- 22, την εποχή της ραγδαίας πληροφόρησης, της παγκοσμιοποίησης, της απώλειας τοπικών πολιτισμών αμαυρώνουμε τις πολιτισμικές κληρονομιές και την συλλογική μνήμη μας, κακοποιώντας τες βήμα-βήμα.
Το σχολείο και τα αναμνησιακά αντικείμενα του, πηγές της ταυτότητάς του, αφέθηκαν σε τραγικές παρερμηνείες. Το γραφείο των δασκάλων ανοιχτό. Τα πλακάκια στην είσοδό της αίθουσας γυμναστηρίου ραγισμένα από το βάρος προφανώς των οργάνων που έπρεπε να μπουν και να τοποθετηθούν. Για ίδιους λόγους πληγωμένο και το ξύλινο δάπεδό της. Τέσσερις τοίχοι βιβλίων έμειναν να μουχλιάσουν. Διάφορα εκπαιδευτικά αντικείμενα, θρανία, τραπέζια, πορτραίτα ηρώων και δασκάλων πετάχτηκαν, η τύχη των άλλων, άγνωστη. Οι διορθωτικές παρεμβάσεις, εντελώς, παράνομες και ασύμβατες με την αρχιτεκτονική αισθητική και στατικότατα. Και παντού αθλητικά σύμβολα: το μαύρο και κίτρινο χρώμα του Αρη στις εσωτερικές πόρτες, η σημαία του στους τοίχους, οι οποίοι κοσμούνται, επίσης, με γιγάντιες αφίσες από γήπεδα και φουσκωμένα μπράτσα.
Δεν φταίει ο Αρης, δεν φταίνε «τα παιδιά», που θεωρούν λογικό να χρησιμοποιούν κατ’ αυτόν τον τρόπο το σχολείο. Φταίνε τα σχέδια μας για πρότυπα πολιτών που εξυπηρετούν την εξουσία μας. Η Αγιά Σοφιά δεν θα γινόταν, ξανά, τζαμί χωρίς Ερντογάδες. Δεν θα καλύπτονταν οι αγιογραφίες και τα σύμβολά της και δεν θα μπούκαραν οι φλεγόμενοι από τις λατρευτικές ιδεολογίες και πρακτικές τους, αφήνοντας τα παπούτσια τους ολόγυρα στον χώρο της. Δεν φταίνε αυτοί, αν θεωρούν κανονικότητα τις πράξεις τους στην Αγιά Σοφιά, αλλά οι Ερντογάδες που, αφού πρόβαλλαν, σ’ αυτές τις ομάδες, την ιδέα και το συναίσθημα ότι είναι οι περιούσιοι χρήστες της, άνοιξαν τις πόρτες της, επιτρέποντάς τους να την καταπατούν και να την βεβηλώνουν.
Ο Μπαρτ χαρακτηρίζει Μύθο-παραμύθιασμα-ψέμα τον δήθεν α-πολιτικό λόγο. «Υπέφερα βλέποντας» πώς χρησιμοποιείται ο Μύθος «στην εξιστόρηση της Επικαιρότητας», πως καμουφλάρει και παραμορφώνει την πραγματική αλήθεια και την ίδια την ιστορία. Ωραιοποιεί και αθωώνει τις πράξεις εκείνες που ακυρώνουν ζωντανές στην σκέψη και εμπειρία ιστορικές και πολιτισμικές πραγματικότητες[3]. Μια τέτοια είναι το σχολείο μας.
Ολοι θυμόμαστε την ζωή στο σχολείο. Κι εκείνοι που σήμερα το προσβάλλουν, κάθονταν στα θρανία του, όπως έδειξε και η εσπερίδα του «Ζέφυρου Οθειτών» [4] η οποία τελικά στράφηκε στην εκπαιδευτική ιστορία του. Ανέδειξε, ωστόσο, την συναισθηματική σχέση μας με αυτό, η οποία σημαίνει ενσυναίσθηση της αξίας του και της σχέσης του με την ιστορία και τον πολιτισμό.
Ο ρόλος του σχολείου να εκπαιδεύει και να διαπαιδαγωγεί το καθιστά «βάση της κοινωνίας» και δικαιολογεί την θέση του μέσα σε κάθε χωριό, όπως ο ρόλος της θρησκείας δικαιολογεί την μια και την άλλη εκκλησιά. Μέσα στο χωριό μας το σχολείο μας απέκτησε την ιστορία του, η οποία περιλαμβάνει τις σειρές Οθειτών που συνέβαλαν στις κατασκευαστικές και στις μετέπειτα λειτουργικές ανάγκες του(5). Περιέχει, επίσης, τις σειρές εκείνων που έκατσαν στα θρανία του, που έπαιξαν στην αυλή του, που χάραξαν στους χώρους του με ξέγνοιαστα παιχνίδια την ύπαρξή τους και τις σχέσεις τους. Η ιστορία του υφαίνεται, επιπλέον, με όλο το φάσμα της εθιμικής μας ζωής, χάρη στους ντόπιους ως επί το πλείστον δασκάλους του, οι οποίοι σε κάθε εποχή εισήγαγαν στις θεματικές τους έθιμα και παραδόσεις μας, συμβάλλοντας στην μετάδοση και καταξίωση του πολιτισμού μας.
Πρόκειται για κομμάτι της συλλογικής μας ύπαρξης που έρχεται να το σκεπάσει με ταφόπλακα η γυμναστική. Η γυμναστική, έστω κι αν κάποτε υπήρξε σχολικό μάθημα, δεν έχει το κύρος και την εμβέλεια να μονοπωλεί τους χώρους του σχολείου, ούτε να τούς επιβάλλει τους όρους της. Πόσο μάλλον που είναι όροι κοινωνικής ανισότητας. Αλήθεια, σε ποιες ηλικίες προσφέρεται αυτή η κοινή κληρονομιά;
Η γυμναστική, αποκαθιστά με τον πιο τραγικό τρόπο την παύση του σχολείου. Το αδειάζει από τους συμβολισμούς του, το απο-ιεροποιεί. Το θέτει σε λήθη και αφανισμό. Ηδη, κάποιες γενιές δεν γνωρίζουν την ταυτότητά του, για τις επόμενες θα είναι το γυμναστήριο.
Οι τρόποι χρήσης της γυμναστικής κατηγορήθηκαν από την αρχαιότητα: Κακόν γαρ όντων μυρίων εν Ελλάδι, ουδέν χείριστον γυμναστών γένους. Από την άλλη, η εμπορευματική της διάσταση, η εκφρασμένη με τα καθιερωμένα γυμναστήρια, αποτελεί αστικό κατεστημένο, που ξεκίνησε από την Σουηδία του 1930, στο πλαίσιο ενός εκσυγχρονιστικού μοντέλου διακυβέρνησης. Η πρόνοια, δήθεν, για το σώμα ξερίζωνε «οπισθοδρομικές συνήθειες»: ντροπή για τις λειτουργίες του σώματος, απόκρυψη μελών και μερών του, ταμπού στις σχέσεις των φύλων κλπ. Η γύμνια κι ο ενθουσιασμός του σώματος, που συμμετείχε στην σχεδιαζόμενη σουηδική οικονομία, διαμόρφωνε παντού καινούργιες κοινωνίες, στα επόμενα χρόνια [6]. Αυτή η στροφή στα όμορφα σώματα, η «εθνική και πολιτισμική «αναισθητοποίηση» για τους ίδιους τους Σουηδούς[6], βρήκε έδαφος στο τοπικό περιβάλλον ενός χωριού και μάλιστα στο πλέον ιστορικό-εκπαιδευτικό του κτίριο.
Ο ισχυρισμός ότι η γυμναστική και το γυμναστήριο σώζουν το σχολείο, παρότι περικλείει μιαν αλήθεια, είναι ένας α-πολιτικός λόγος του κακώς εννοούμενου λαϊκισμού. Χρυσώνει τον ρόλο των γυμναζόμενων απέναντι στο σχολείο. Κολακεύει τις πράξεις τους, δημιουργώντας πλάνες για το τι είναι σωστό, τι λανθασμένο, τι αισθητικό, τι κακόγουστο. Ενισχύει στο πρόσωπό τους την αντιπαράθεση παλαιού και καινούργιου, οπισθοδρομικού και σύγχρονου και γενικώς την αντίδραση απέναντι σε δήθεν απαρχαιωμένες παραδοσιακές αξίες. Να πως γινόμαστε «πολιτισμικό θύμα πολιτικών χειρισμών» [7], πως θυσιάζουμε την ιστορία μας στον βωμό του αστικού και παγκόσμιου, με υποχωρήσεις που επιφέρουν την «πολιτισμική διάρρηξη κι άρα, διάρρηξη της ιστορικότητας» [8].
Πράξη «απο-ιστορικοποίησης», μεγάλης μάλιστα σημασίας, είναι και η «από-ονομάτισή» του… Η πινακίδα με την ονομασία του έχει αφαιρεθεί, εδώ και χρόνια, και χάσκει κενή, για ποια άλλη;; Μήπως, «Δημοτικό Γυμναστήριο Καρπάθου», «Γυμναστήριο προετοιμασίας ποδοσφαιριστών»;;
Η γυμναστική ποτέ δεν ήταν στις παραδόσεις μας. Ο ελεύθερος χρόνος γι αυτήν, στους προγόνους μας ήταν η γιορτή και η σκόλη. Στον χωρο-χρόνο της γιορτής, όλοι μαζί, στήνοντας το γλέντι ή κάνοντας διαβουλεύσεις, αναπαρήγαγαν τους κανόνες των σχέσεών τους και τα συστήματα των αξιών τους. Σμίλευαν καθένας τον ατομικό κι όλοι μαζί τον συλλογικό εαυτό τους. Ως απούσα, λοιπόν, από τις παραδόσεις μας δεν μπορεί να συνδράμει την πολιτιστική συνέχεια του χωριού. Δεν συμβολίζει τίποτε από όσα μας διακρίνουν στον χάρτη του πολιτισμού. Απλώς καταπλακώνει όσα συμβολίζει το σχολείο μας: την ιστορία μας και τον πολιτισμό μας.
*Το κείμενο δεν είναι εναντίωση στην γυμναστική, αλλά στην εγκατάστασή της στο σχολείο και στην κακοποίηση που αυτό υφίσταται. Είναι, επίσης, μια υπενθύμιση ως πολίτες ενός τόπου, τον αφουγκραζόμαστε και δεν αφηνόμαστε στην παραζάλη και τα αδιέξοδα των νεοτερισμών.
*Το κείμενο γράφτηκε από τον χειμώνα του 2023. Εμεινε για το «επιθετικό» ύφος του, αν και οι επιθέσεις στο σχολείο είναι κατάφορες. Εμεινε και εν όψει της εσπερίδας της 11/8/2023, του Ζέφυρου, ώστε να μην θεωρηθεί ότι προλαμβάνει θέματα. Εμεινε και εν όψει των εκλογών, ώστε να μην ερμηνευθεί ως έρπουσα αντιπολίτευση. Δημοσιεύεται τώρα, για να θυμόμαστε πού πηγαίνουμε..
ΠΗΓΕΣ:
1) Ευαγ Βενιζέλος (1998) «Διαχρονία και συνέργεια μια πολιτική πολιτισμού»
2) Κρητσιώτου (2020), «Γιατί τα παλαιά σχολεία γίνονται μουσεία». Καρπαθιακά Νέα..
3) Ρ. Μπαρτ, (1979), Μυθολογίες –Μάθημα.
4) Ζέφυρος Οθειτών (2023), «Το δημοτικό σχολείο του Οθους δια μέσου των χρόνων»
5)ΕμμΧατζηατνωνίου, Η εκπαίδευση στο Οθοςfb
6) Σερεμετάκη ( 1997), « Παλιννόστηση των αισθήσεων».
7) Π. Κάβουρας, (2010). «Φολκλόρ κι αναπαράσταση»
8) Λιάκος ( 2007), «Πως το παρελθόν γίνεται ιστορία»
9) Ελ. Μουσταϊρα ( 2012), «Πολιτιστικά αγαθά και ταυτότητα».
[[Είναι σαν να φτιασιδωνόμαστε πάνω στο σώμα των νεκρών μας.]]]
[[[Για τις επόμενες θα είναι το γυμναστήριο]]]. [[[[Οι δημοτικές αρχές αγνοούν, δυστυχώς, την ιστορία των χωριών και δεν χαράζουν μια αντίστοιχη πολιτική. Ετσι, οι αποφάσεις του Δημ. Συμβουλίου για θέματα που τα αφορούν, είναι αποφάσεις των εκλεγμένων καθενός εκπρόσωπων του.
Αλλά, ας μην κρυβόμαστε: ευθυνόμαστε όλοι, όταν σιωπώντας, συνυπογράφουμε την καταδίκη του. Αρνούμαστε τον χαρακτήρα του, να μαρτυρά ένα μεγάλο παρελθόν μας.]]] Οι εκπτώσεις στον πολιτισμό, σημάδια των καιρών, ανέδειξαν την ανάγκη προστασία της πολιτιστικής κληρονομιάς. Ας «τιμήσουμε», ως τέτοια κληρονομιά, το σχολείο μας, δίνοντάς του την θέση από την οποία θα αφηγείται, και τώρα και στο μέλλον, την ιστορία του και ιστορία μας.
28.2.2024
Καρπαθιακά Νέα