Γράφτηκαν τόσα πολλά για το πεπρωμένο, εκείνη τη ξεχωριστή μοίρα, που στα πίσω χρόνια έφτανε και καθόριζε τα πρωτότοκα και τα υστερότοκα παιδιά της Καρπάθου. Όλα εκείνα που δε γεννήθηκαν κανακάρες ή κανακάρηδες, και έτσι δεν είχαν τη προκαθορισμένη τύχη της προίκας, ούτε τα πλούσια νυφίκια και τα αγύριστα γαμπρίκια.
Ωστόσο η ίδια η ζωή, έρχεται και πάλι σαν ένα άγριο κύμα που ανατρέπει, με μια μονάχα κίνηση, όλο το προσχεδιασμένο σενάριο, αρκεί να υπάρχει ένα παθιασμένο πρόσωπο, πολύ περισσότερο όταν πρόκειται για γυναίκα, που κάνει Ευαγγέλιο την επιθυμία της για γνώση και εξέλιξη!
Να μη σκύψει το κεφάλι στο αόρατο πεπρωμένο για να ξεμείνει ένα ακόμη καλοκρυμμένο και χαμένο ανικανοποίητο ταλέντο.
Λοιπόν η ιστορία της Μαρίκας Χατζη-μιχάλη (Γιαβάση)-Αλεξιαδή, της τέταρτης και τελευταίας μαμής των Μενετών, είναι από εκείνες που αποτελούν μάθημα διαφορετικότητας, αδιάκοπου προσωπικού αγώνα μάθησης, αλλά και συνεχής προσφοράς για τη Κάρπαθο.
Πριν προχωρήσουμε στην διαδρομή της ζωής της, ας θυμηθούμε τις τελευταίες μαίες των Μενετών του 20ου αιώνα. Από τις πιο παλιές ήταν η Μαριγώ η Παχούλενα, που παντρεύτηκε τον Γιώργο Ορφανό. Έπειτα ήταν η Καλίτσα του Κόρσου, που ήταν πρακτική μαμή και τελευταία η κανακαρά Κούλα Οικονομίδη, γραμματιζούμενη που σπούδασε στην Αθήνα. Καλο-παντρεύτηκε τον γνωστό γιατρό Καρταπάνη και έζησε στη Ρόδο.
Η τελευταία μαμή των Μενετών, η Μαρίκα, γεννήθηκε τον Αύγουστο στα 1913, μητέρα της ήταν η Φωτεινή Δημελλά, και πατέρας ο Μιχάλης Γιαβάσης.
Αγρότες, φαμελίτες, όπως όλοι σε εκείνα τα πρώτα Ιταλικά χρόνια, έμεναν στα κτήματα που είχαν έξω από τις Μενετές, στην περιοχή των σημερινών Αγίων Αναργύρων. Αυτό το εκκλησάκι έχτισε ο πατέρας της, μάλιστα εκείνος έπειτα από τρία ταξίδια, που έκαμε στους Άγιους Τόπους, μέσα στη δεκαετία του 1920, έγινε και Χατζής. Δεν ήταν απλά ένας καλός χριστιανός, η πίστη του ήταν βαθιά και αληθινή, και προσπαθούσε να έχει για οδηγό του, τους κανόνες της θρησκείας. Με κάθε ευκαιρία παρότρυνε συγγενείς και φίλους να ταξιδέψουν στα Ιεροσόλυμα, για να δουν με τα μάτια τους το θαύμα της ζωής!
Τέσσερα κορίτσια και ένα γιο, ευτύχησε να κάμει το ζευγάρι.
Ο Γιώργος Γιαβάσης, ο πρωτογιός, ξενητεύτηκε από νωρίς για την Αμερική, ενώ η πρωτοκόρη, η κανακαρά Ειρήνη, παντρεύτηκε, με τι άλλο, με έναν κανακάρη! Τον Γιώργο Γιανόπουλο, πήρε για προίκα και το μεγάλο σπίτι στο χωριό.
Τα υπόλοιπα κορίτσια ήταν με τη σειρά η Σοφία, η Μαρίκα και η Βιτωρούλα.
Θα περίμενε κανείς να πιάστουν από τα κτήματα και τα ζώα, περιθώρια για άλλες δουλειές, τέτοιες που να φέρνουν χρήματα και να χορταίνουν τα στομάχια δεν υπήρχαν εκείνα τα χρόνια. Όσο για γυναικεία χειραφέτηση μάλλον ήταν άγνωστη λέξη.
Η Μαρίκα όμως είναι από τα κορίτσια των Μενετών που έκαναν τη διαφορά!
Στο δημοτικό σχολείο είχε τη τύχη να παρακολουθήσει μαθήματα από τον εξαιρετικό αλλά απαιτητικό δάσκαλο Μ. Οικονομίδη, που όποιος κατάφερνε να τελειώσει τη δική του τάξη ήταν σαν να είχε βγάλει όλο το σχολαρχείο! Το κορίτσι από τα ξωμέτοχα των Μενετών είχε αποφασίσει για το δρόμο που θα ακολουθούσε, δεν ήταν για σπέρνει μαρούλια και να βόσκει πρόβατα πάνω στα βουνά. Δεν θα γινόταν βόσκησα η Μαρίκα!
Πήενε Μαριέ να μεταγυρίσεις τη κατσίκα, φώναζε η μάνα της, και εκείνη έβρισκε θάρρος και απαντούσε:
-Εγώ θα φύγω, θα πάω στην Αθήνα να σπουδάσω, εγώ θα γίνω μαία!
Φαίνεται πως ήταν τόσο το πάθος και το τσαγανό της Μαρίκας που δεν άφησε περιθώρια στους γονείς της. Δίκαιος και πιστός ο πατέρας της Μιχάλης, έπρεπε να ξεπεράσει ακόμη ένα μεγάλο εμπόδιο, να βρει τις 1500 δραχμές, τόσο ήταν το μηνιάτικο που ήταν απαραίτητο για να πραγματοποιήσει ετούτη, η τρίτη κόρη, το όνειρο της ζωής της.
Την έστειλε στην Αθήνα, φιλοξενούμενη στο σπίτι του εξαδέλφου του καθηγητή, του Γεώργιου Ανδρ. Γιαβάση και εκείνη έπιασε την ευκαιρία από τα μαλλιά, κυριολεκτικά πέταξε, και προσγειώθηκε μέσα στα βιβλία, τους κοντυλοφόρους και τα γράμματα.
Η Μαρίκα τελείωσε πολύ γρήγορα τη Σχολή Μαίων της Αθήνας και επέστρεψε στο νησί, όμως καινούρια προβλήματα φάνηκαν στον ορίζοντα. Το κορίτσι είχε Ελληνικό πτυχίο και το χαρτί δεν μετρούσε για τους Ιταλούς. Στα κρυφά έκανε τη δουλειά της, όμως δεν μπορούσε να συνεχίζει, έτσι ένας νέος γύρος από σπουδές και γράμματα την περίμεναν, αυτή τη φορά στη γειτονική Ρόδο. Έμαθε γρήγορα την Ιταλική γλώσσα και έδωσε εξετάσεις, για να της αποδώσουν και Ιταλικό πτυχίο και να της αναγνωρίσουν τη τέχνη της.
Ξαναγύρισε και από τα μέσα της δεκαετίας του ’30, η Μαρίκα Αλεξιάδη ήταν επίσημα η Μενετιάτισα μαμή, που φρόντιζε λεχώνες και ξεγεννούσε γυναίκες σε όλη τη Κάρπαθο.
Παθιασμένη με τη δουλειά της, μα “ήταν σα το γιατρό”, δεν είχε στο μυαλό της τα παντρολογήματα, ενώ πολύ σύντομα και η Κάρπαθος γνώριζε τα δεινά του πολέμου. Ο επόμενος σταθμός της ζωής της ήταν σίγουρα ο πιο επώδυνος.
Στο επιταγμένο από τους κατακτητές μετόχι των Μενετών, το Σταυρί, και λίγες ημέρες πριν από την αναχώρηση των Γερμανών, το φθινόπωρο του 1944, μαθεύτηκε ότι στρατιώτες έκαναν γερό πλιάτσικο στο σπίτι τους. “Ξήλωναν και τα ντουλάπια από τους τοίχους, ρίμαζαν και κατέστρεφαν όλο το κόσμο” θα μας πει η κόρη της. “Τόσοι πολλο ήταν οι Γερμανοί, που μοιάζαν με μελίσσι” έλεγε τακτικά η Μαρίκα όταν θυμόταν εκείνες τις σκοτεινές μέρες.
Και δεν ήταν μόνο το σπίτι και τα κτήματα, ο πατέρας της είχε και φτιάξει και ένα μεγάλο λιοτρίβι.
Η μαμή όμως δεν δείλιασε, αποφάσισε να πάει στο Σταυρί και να πάρει, άγνωστο το γιατί, ένα μεγάλο ξύλο, μια μακρόστενη λάτα, που ήταν πεσμένη στην αυλή.
Ο σύζυγος της αδελφής της, ο Κώστας Διακονής ήταν μαζί της, θα τη βοηθούσε στη μεταφορά του.
Έπιασαν το μακρύ ξύλο και έκαναν να φύγουν, όταν ένας Γερμανός που τους παρακολουθούσε καθισμένος σε μια πεζούλα, αποφάσισε να ρίξει σχεδόν πάνω της μια χειροβομβίδα. Τράβηξε την ασφάλεια και την πέταξε, μάλλον σαν παιγνίδι θανάτου, έπεσε και έσκασε ακριβώς δίπλα της. Ένας δυνατός κρότος, και έπειτα σηκώθηκε τόσο χώμα που κάλυψε την έρημη στιγμή.
Τα θραύσματα ξέσκισαν τα πόδια της, γέμισε όλος ο τόπος από το αίμα της.
Η Μαρίκα μεταφέρθηκε όπως-όπως, πάνω σε με ένα μουλάρι, στο πρόχειρο νοσοκομείο των Μενετών. Εκεί παρέμεινε τρεις μήνες, ενώ άλλους τόσους έμεινε στο κρεβάτι του σπιτιού της.
Είχαν ένα παράξενο χρώμα, βαθύ μπλε, έτσι ήταν τα σκούρα σημάδια, οι ουλές που έμειναν για πάντα πάνω στα πόδια της και μόνο αυτά θύμιζαν, στην ίδια αλλά και σε όλο το τόπο, ότι τα θαύματα εξακολουθούν να είναι μέσα στη ζωή μας.
Το 1948 ήταν η χρονιά της. Επαναπατρίστηκε από την Αμερική ο Γιάννης Αλεξιάδης.
Ο δεύτερος γιός του παπα-Μπέριου, αδελφός του αδικοχαμένου Βάσου Αλεξιάδη, επέστρεψε έπειτα από πολλά χρόνια δουλειάς στα αμερικάνικα εστιατόρια, πίσω στη πατρίδα. Άνθρωπος ώριμος και κατασταλαγμένος, ήθελε όπως όλοι, κι αυτός να δημιουργήσει στέρεα οικογένεια πάνω στο τόπο του.
Η Μαρίκα ήταν τότε στα 35 της, ενώ εκείνος είχε αγγίξει τα 60. Η διαφορά μπορεί να φαινόταν μεγάλη, ωστόσο εκείνος είχε σιγουρευτεί, η Μαρίκα ήταν η γυναίκα που άξιζε να σταθεί δίπλα του, όμως η ίδια, στην αρχή τουλάχιστον, είχε διαφορετική άποψη, έτσι η προξενήτρα Αναστασία του Χαλιμά, πηγαινόρχετο από το σπίτι της μαμής, άπραγη, δίχως να την καταφέρει, να τη τουμπάρει, να πει πια, το μεγάλο ναι.
“Και μια κόρη να κάμεις Μαρίκα φτάνει”, φαίνεται πως είχε ανοιχτά αυτιά όταν άκουσε τη κουβέντα της Αναστασίας, και τελικά έγινε και ο γάμος. Την επόμενη χρονιά δεν άργησε, ήρθε και η μοναδική τους κόρη, που σήμερα μοιράζεται την ιστορία μαζί μας.
Η Μαρίκα παθιασμένη με την ιατρική επιστήμη συνέχισε να προσφέρει τις γνώσεις της στη Κάρπαθο. Δεν ήταν μόνο η μαιευτική, έφτανε κάποιος να είχε ανάγκη από φροντίδα, μια ένεση, ένα φάρμακο ή μια μικρή συμβουλή, και η μαμή έτρεχε άλλοτε με τα πόδια ή πάνω σε ένα μουλάρι να βοηθήσει και να ανακουφίσει.
Η πιο μεγάλη χαρά, η ευτυχία της ήταν όταν τα κατάφερνε από μια δύσκολη γέννα. Όταν έφευγε από ένα σπίτι και η λεχώνα με το μωρό, ανέσαιναν και τα δύο ήρεμα και αγκαλιασμένα.
Διορίστηκε και δούλεψε στο κέντρο υγείας Καρπάθου στις αρχές του 1960, ενώ λίγα χρόνια αργότερα, βρέθηκε σε οργανική θέση Μαίας, για τα χωριά Μενετές και Αρκάσα.
Πολλά χρόνια μετά τη συνταξιοδότηση της, συνέχιζε να φροντίζει τους ασθενείς που είχαν ανάγκη το σταθερό χέρι και τις γνώσεις της. Κυρίως όλες εκείνες οι γυναίκες που ζητούσαν τις συμβουλές και την εμπειρία της.
Η Μαρίκα Χατζημιχάλη (Γιαβάση)- Αλεξιάδη, έφυγε στις 26 Αυγούστου 2005, μόλις λίγες ημέρες νωρίτερα σχεδίαζε το ταξίδι επιστροφής στην Αθήνα, και είναι αλήθεια ότι δεν το πολυήθελε.
Μέχρι πριν από λίγα χρόνια και ένα ντουλάπι της κουζίνας ακόμη μύριζε τα φάρμακα, και έβγαζε στη μνήμη μια από εκείνες τις νύχτες, που κάποιος βιαστικός πατέρας χτυπούσε τη ξωπορτιά και έψαχνε τη μαμή να βοηθήσει τη γυναίκα του.
Πόσες φορές σηκώθηκε καβάλησε ένα γάϊδαρο, έτρεξε σε μια έγκυο που έσπασαν τα νερά! Μάλιστα υπήρχαν και δύσκολες περιπτώσεις που δεν αναλάμβαναν ούτε οι γιατροί, αφού εκείνα τα χρόνια τα μωρά δεν έδιναν ραντεβού και τα πιο βιαστικά, έφταναν πολύ πριν από το βαπόρι της άγονης γραμμής.
Η Μαρίκα, η τελευταία Μενετιάτισσα μαμή, δεν έμαθε ποτέ να μεταγυρίζει κατσίκες, πήρε μαζί της μια εποχή που ήταν περισσότερο τραχειά, πιο δύσκολη από τη σημερινή, όμως πιο καθαρή, σίγουρα πιο ντρέττα. Είχε λιγότερα εργαλεία και οι γνώσεις της δεν ξεχύλιζαν, όμως το γυναικείο μητρικό ένστικτο δεν ήταν βορά, στις επιθυμίες του κέρδους, του παγκόσμιου εμπορίου και οι άνθρωποι δεν έχαναν το μπούσουλα από τις ψεύτικες σειρήνες και τις πυξίδες, που μπερδεύουν σκόπιμα τη πλώρη με τη πρύμνη.
2.10.2022
Μανώλης Δημελλάς
πηγή Καρπαθιακά Νέα