Ο Μario Lago και η «Μηχανικούενα!»

Ο Μario Lago και η «Μηχανικούενα!»

Γράφει ο Ανδρέας Ηλία Μακρής

Tον Οκτώβρη του 1924, επισκέφθηκε την Κάρπαθο για επιθεώρηση των κατοχικών ιταλικών Αρχών ο Γενικός Διοικητής Δωδεκανήσου Mario Lago. Ένας υψηλόσωμος αρχοντάνθρωπος, διπλωμάτης καριέρας με θυσανωτό μουστάκι, το αχώριστo Borsalino καπέλο του και το διακοσμητικό μπαστούνι, απαραίτητα τότε accessoire καθωσπρεπισμού στις εξόδους των επισήμων.

Στο ταξίδι συνοδευόταν από την ψηλόλιγνη σύζυγο του κόμισσα Octavia προερχόμενη από αριστοκρατική και πλούσια οικογένεια της Ρώμης αλλά ηλικιακά, εμφανώς μεγαλύτερη του. Πιθανώς να δρασκελίσει… γρηγορότερα στα ανώτερα κλιμάκια της ιταλικής διπλωματίας, ντυμένη στ’ άσπρα, με φούστα λοξή να φθάνει μέχρι τον αστράγαλο και «ναπολεόντειο» καπελίνο, χωρίς διάδημα φυσικά. Μετά την επιθεώρηση των ιταλικών αρχών στα Πηγάδια και την περιήγηση τους στο Απέρι που περιλάμβανε εθιμοτυπική επίσκεψη στον Μητροπολίτη Γερμανό, αναχώρησε στη συνέχεια με τη θαλαμηγό του για το Γιαφάνι να επιθεωρήσει τον εκεί ιταλικό σταθμό της Financa (Τελωνειακή Αρχή).

Στην ακτή τον υποδέχθηκαν οι άρρενες προύχοντες της Ελύμπου, το ιερατείο με τους δασκάλους του χωριού και το αρσενικό πόπολο, ο απλός κοσμάκης. Πιo πέρα όρθιες οι γυναίκες τους παρακολουθούσαν διακριτικά τα τεκταινόμενα, μαντηλοφασκιoμένες με τα τσεμπέρια τους, συνεσταλμένες και αμίλητες με σταυρωτά τα χέρια. Κάποια στιγμή όμως, πετάγεται μπροστά τους η «Μηχανικούενα», μια πανύψηλη ξερακιανή μεσόκοπη γυναίκα με χαμένα τα μπροστινά της δόντια και χειρονομώντας, τις προτρέπει με την ένρινη φωνή της να την ακολουθήσουν:

«Ελάτε μωροί εμάι να πάμε στον Με(γ)άλο, να του πούμε για το διασάκι!…»

Υπονοώντας την πρόσφατη διαταγή των Ιταλών «Φινανσιέρων» που τους απαγόρευσαν να κόβουν από το δάσος κλαδιά. Μετά από κάποιο δικαιολογημένο άλλωστε δισταγμό των γυναικών, μπαίνει αποφασιστικά μπροστά ακολουθούμενη τώρα από ολόκληρο ασκέρι γυναικών και γραμμή… για τον Μario Lago και τη συνοδεία του. Τον πλησιάζει, του πιάνει το χέρι με τα δυό της χέρια σφικτά, τα ταρακουνάει επί μακρόν, ενώ οι προύχοντες της Ελύμπου έχουν εν τω μεταξύ χάσει τη λαλιά τους -να μην πω, τ‘ άκαναν πάνω τους- με αυτά που βλέπουν τα μάτια τους και αρχίζει:

«Καλωσώρισες με(γ)άλε και τρανέ μας!

Να χαίρεσαι την Κυρά σου και τα παι(δ)ία σου,

που νάν(αι) χίλια τα χρόνια σου και πάλι λί(γ)α νάναι,

και πάλι ν’ αρχινούσι και τελειωμό να μην έχουν…».

Σε διαρκή πάντα μετάφραση από τους παρατρεχάμενους διερμηνείς, προς μεγάλη αμηχανία του Mario Lago και της γυναίκας του Octavia με τα διαδραματιζόμενα. Η «Μηχανικούενα» ακάθεκτη συνέχισε το τροπάριο με το ατέλειωτο ευχολόγιο:

«Που να (δ)είς παι(δ)ία και (ε)γγόνια και (δ)ισέγγονα που να φάν(ε) τα αυτία σου! Ε(τ)σά τα λέουμε ΄μείς όταν θα (δ)όκουμε την ευκή μας!…»

και δώστου να τραντάζει το χέρι του Μario Lago που παρακολουθούσε καρτερικά πια τη μπροστάρισσα Ελυμπίτισσα και αμέσως μετά, μπήκε στο ζουμί της υπόθεσης:

«Με(γ)άλε μας! Ήρταμε μαθές για το διασάκι και πως θε να (γ)ινούμε χωρίς φρούανα και πως θε να μα(γ)ειρέψουμε και πως θε να ψήσουμε τα ψωμία μας. Οι πατερά(δ)ες μας και οι παπού(δ)ες μας, μ(ε)αυτά τα (β)ουνά ετζούσαν.Και πως θε να ανάψουμε τη φωδιά, με τη …θάλασσα;

Ο διπλωμάτης Mario Lago κατανοώντας πλήρως την «πατάτα» των υφισταμένων του με το καθημερινό πρόβλημα επιβίωσης που προέκυψε ξαφνικά και χωρίς λόγο για τους Ελυμπίτες και τις Ελυμπίτισσες, απέσυρε αμέσως την απαγόρευση. Έβγαλε το καπέλο του και ανεμίζοντάς το στον αέρα, αναφώνησε στο πλήθος:

«Libero!», «Libero!» (Ελεύθερα! Ελεύθερα!)

Ε, το τι επακολούθησε στο άκουσμα της απαγορευμένης στα χρόνια της κατοχής λέξης, δεν περιγράφεται εύκολα. Οι προύχοντες καταπίνοντας την προσβολή αφού μια απλή γυναίκα του χωριού τους παρέκαμψε λύνοντας πρόβλημα επιβίωσης (βέβαια, η σιωπή τους σήμαινε συναίνεση) χάδευαν τελικά τα μουστάκια τους κορδωμένοι όλο ικανοποίηση, κλείνοντας με νόημα το μάτι ο ένας στον άλλο με ένα πλατύ μέχρι τα αυτιά χαμόγελο. Οι Ελυμπίτισσες πάλι, σταυροκοπιούνταν κοιτώντας ψηλά τον ουρανό ευχαριστώντας τον Θεό, ενώ απτόητη η «Μηχανικούενα» ολοκλήρωνε τον προσωπικό της θρίαμβο!

«Πολυχρονεμένε μας! Με(γ)άλε και τρανέ, ευχαριστούμε σου πολύ, την ευκή μου νάχεις στα είκοσι σου νύχια!…»

και κάπου εκεί, τέλειωσε ο ποταμός ευχαριστιών κάνοντας ταυτόχρονα τη σχετική κίνηση με το χέρι να την ακολουθήσουν οι γυναίκες:

«Ελάτε μωροί τώρα εμάι, να όκουμε ’πάνω στα (β)ουνιά!

Φέρετε τα ζένια, ταχρά(δ)ες, μπαλτά(δ)ες και τα μανάρια σας!!!»

———————————-

Χρόνια αργότερα η «Μηχανικούενα» στις αποσπερίες με τις Πηγαδιώτισσες φιλενάδες όταν κατέβαινε στην πρωτεύουσα, αρέσκετο να διηγείται το κατόρθωμα της:

«Και εώκαμε μαθές επάνω ούλες ματζί και κατε(β)άζαμε και κατε(β)άζαμε με τα καματερά μας χέρια και γεμώναμε τους κκέλλους και εκάαμε αουπόξω (β)ουνούς από κλαδιά, που τα πετρώναμε από το φό(β)ο τ’ αερικού και το φό(β)ο μην πάρει τα λόγια του πίσω ο Με(γ)άλος!»

Λέγεται μάλιστα ότι η «Μηχανικούενα» γεμάτη έπαρση και αυτοπεποίθηση με τις υψηλές της γνωριμίες, αντιδρούσε μονομιάς, όταν κάποιοι συγχωριανοί την παράκουαν, ή της δυσκόλευαν τη ζωή, απειλώντας αλλά και γελώντας ταυτόχρονα:

«Ακούετε λέ(γ)ω σας να μη με σεκλετίζετε, γιατί θε να με κάμετε, και μένα σάρτο θα δια(γ)ύρω τη Ρό(δο) να (δ)ώ το Με(γ)άλο και τότε θε να (δ)είτε» ούλοι σας!!!»

Είχε δίκιο η μακαρίτισσα «Μηχανικούενα». Τό ‘λεγε η ψυχή της.

____________________

Απόσπασμα από το βιβλίο μου:

«ΠΗΓΑΔΙΑ ΜΟΥ ΑΓΑΠΗΜΕΝΑ ΚΑΙ ΠΩΣ ΝΑ ΣΑΣ ΞΕΧΑΣΩ»