γράφει ο Μανώλης Δημελλάς
Το πρώτο που ξεχώριζες στο γραφείο του ήταν η μικρή ταμπέλα που έγραφε: «Ασπίδα του εργάτη είναι το ένσημο του». Κι όταν μιλούσε για μπίζνες και εμπορικά αλισβερίσια έβαζε πάνω από όλα τα μεροκάματα, που είχε να δώσει στους εργαζόμενος στο λατομείο. Γράφω για τον Αριστείδη Γεωργιάδη, που ήταν βαφτισμένος Γιάννης, αλλά ήταν τόσο δίκαιος που συνήθισαν να τον φωνάζουν…Αριστείδη! Ξεκίνησε φτωχόπαιδο από την Κάρπαθο και αφού πήρε τα ρίσκα του κατάφερε να φτιάξει ένα από τα σπουδαία λατομεία στην μεταπολεμική Πεντέλη. Μάλιστα την ίδια περίοδο ακόμη ένας Καρπάθιος, ο Σποίτης Ιωάννης Σισσαμής δημιούργησε ένα αντίστοιχα σπουδαίο λατομείο.
Υπάρχει λοιπόν μια πολυπληθή ομάδα Καρπαθίων που έγραψε ιστορία κι εμείς φαίνεται να τους λησμονούμε. Κι όμως θα έπρεπε να τους μνημονεύουμε συχνότερα και δεν είναι άλλοι από τους λατόμους, του φημισμένους καρπάθιους ξορύχτες του πεντελικού, όχι μόνο, μαρμάρου!
Ο Αριστείδης Γεωργιάδης, γιός του Μανώλη και της Ευδοξίας το γένος Κατωγυρίτη, γεννήθηκε το 1924 στο κεφαλοχώρι Μενετές της Καρπάθου. Συγγενής του οδοντίατρου Διακογιάννη και του πατριώτη γιατρού Χατζηδημήτρη, έζησε την ιταλική κυριαρχία, μεγάλωσε μέσα στον πόλεμο κι ανδρώθηκε την εποχή της καρπαθιακής Επανάστασης.
Τέσσερα παιδιά έκαμε η μάνα του Ευδοξία. Ήταν το στερνοπούλι τους, ο Μηνάς, που χάθηκε τόσο άδικα, άρπαξε ένα καρβέλι, ένα κομμάτι ψωμί κι όπως το κυνηγούσαν οι καραμπινιέροι γλίστρησε κι έπεσε μέσα σε έναν λάκκο με ασβέστη και κάηκε. Μα αυτές οι κρυφά ολόπικρες ιστορίες, που έρχονται σα ναναι αλιβάνιστα φαντάσματα, σπαράγματα πολέμου, δείχνει να μην έχουν τελειωμό.
Η πρωτοκόρη της φαμίλιας Γεωργιάδη παντρεύτηκε μέσα στην Αγγλοκρατία κι έτσι άνοιξε ο δρόμος για τα αρσενικά παιδιά, να πάρουν κι αυτά τη στράτα της ζωής τους.
Ο Αριστείδης ήταν τότε 23 χρονών κι αφού έκαμε ένα φεγγάρι με τους «μπιεμέδες» (ΒΜΑ Βritish Μilitary Administration) στη Ρόδο, ανέβηκε όπως οι περισσότεροι Καρπάθιοι στην Αθήνα. Εκείνα τα χρόνια ήταν ανοιχτός ο δρόμος για τα λατομεία της Πεντέλης. Κι αυτό γιατί οι προηγούμενες γενιές Καρπαθίων είχαν δώσει τα κορμιά τους σαν πρόσφορο στο βουνό, είχαν ξακουστή φήμη κι ένα παράξενο δέσιμο με την ακριβοπληρωμένη λευκή πέτρα. Στο λατομείο του Αργυρούδη θα βρει πολλούς φίλους και συντοπίτες, εκεί, στην εξόρυξη με αριθμό 14 θα μείνει δυο χρόνια κι εκεί θα μάθει τη δουλειά και θα γίνει ξορύχτης.
Στη συνέχεια θα κατέβει προς τα κάτω, περιπλανώμενος, πάντοτε μαζί με τον μικρότερο αδελφό του, τον Γιώργο, θα δουλέψει πρώτα στον Μαραθώνα και στη συνέχεια στην Αγία Μαρίνα. Είναι οι εποχές που ακόμη βγάζουν τις πολύτιμες πέτρες με φουρνέλα και λοστούς, την παραμίνα. Τα μηχανικά εργαλεία, το κομπρεσέρ, ήταν ακόμη ακριβή πολυτέλεια για τους αγωνιστές ξορύχτες του μαρμάρου.
Ο Αριστείδης ήταν άνθρωπος εργατικός και πολυμήχανος, είχε το χαρακτήρα του παλιού Καρπάθιου, όσο καλός ήταν στη δουλειά άλλο τόσο χαιρόταν και συμμετείχε στα καρπάθικα γλέντια, αυτά που κάθε τόσο έστηναν οι λατόμοι. Όμως η ζωή του τα φέρε διαφορετικά!
Όλα γινήκαν μέσα σε μια χρονιά. Ήταν το 1953, τότε, μετά από πολλές επιφανειακές έρευνες, εντόπισε μια θέση στο βουνό της Πεντέλης και έτρεξε στον ηγούμενο της Ιεράς Μονής Ηγούμενος της Ιεράς Μονής Πεντέλης, τον Μικρασιάτη π. Ιάκωβος Μακρυγιάννης, μετέπειτα Μητροπολίτης Ελασσώνος.
Όπως συχνά έλεγε στον γιό του Μάνο: «πρέπει να σε βοηθήσει ο Θεός, να θέλει το βουνό για να βρεις το μάρμαρο». Έτσι κι εκείνος ενώ πλήρωσε και νοίκιασε την έκταση από την Μονή Πεντέλης είχε φροντίσει να ετοιμάσει το διαβατήριο του, για να μεταναστεύσει στην Αμερική, στην περίπτωση που αποτύγχανε στην προσπάθεια του να βρει και να ξετρυπώσει το μάρμαρο.
Όμως το 1953 ήταν μια χρονιά ορόσημο για τη ζωή του. Εκείνο το χειμώνα θα γνωρίσει στη Νέα Μάκρη τη 18χρον Ελένη Κόλλια κι εκείνη θα του πάρει τα μυαλά!
Ο έρωτας τους ήταν σφοδρός, μα αυτός δε γνωρίζει από εμπόδια κι όταν μας κυριεύει δε μας σταματά καμιά δύναμη. Έτσι κι ο Αριστείδης, μπορεί να ήταν ένας φτωχός νησιώτης, εργάτης των λατομείων, αλλά αυτό δε τον εμπόδισε να κάνει καντάδες, να τραγουδά μαντινάδες στην αγαπημένη του κι όλο να φουντώνουν τα αισθήματα τους. Μέχρι που τη ζήτησε από τους γονείς της, όμως εκείνοι δεν ήθελαν να ακούσουν τίποτε. Πρόκειται για σημαντική οικογένεια της Νέας Μάκρης, μάλιστα ο θείος της κοπέλας είχε κάνει ακόμη και Δήμαρχος στην περιοχή της Νέας Μάκρης.
Ο Αριστείδης είχε στο αίμα τη φλόγα του χωριού του, έκλεψε το κορίτσι και το στεφανώθηκε! Κι όλα αυτά μέσα στη χρονιά που με αγωνία ψάχνει για μάρμαρο στην έκταση που είχε νοικιάσει από την Μονή Πεντέλης. Φαίνεται πως είχε την Παναγιά των Μενετών με το μέρος του!
Ο γάμος εξελίχθηκε σε αλησμόνητο καρπάθικο γλέντι και το βουνό, λίγα χρόνια αργότερα, του έκαμε τη χάρη, του φανέρωσε την πολύτιμη πέτρα. Από τότε ξεκίνησε την άνοδο και το χτίσιμο μιας μικρής αυτοκρατορίας!
Έφτασε να έχει 32 λατόμους στη δούλεψη του, πάντοτε έδινε προτεραιότητα στους Μενετιάτες και τους Αρκασιώτες. Έπειτα έπαιρνε κόσμο από την υπόλοιπη Κάρπαθο κι αν πια δεν υπήρχε κανένας τότε αναγκαστικά προσλάμβανε κάποιον με διαφορετική καταγωγή.
Η δουλειά στο λατομείο ξεκινούσε τη Δευτέρα το πρωί και σταματούσε το μεσημέρι του Σαββάτου, που γινόταν και η βδομαδιάτικη πληρωμή. Μέσα στο χώρο είχε φτιάξει ξύλινα σπιτάκια και εκεί έμεναν όλοι. Μάλιστα κάθε βδομάδα, όπως συνήθιζαν όλα τα λατομεία, ένας από τους μαστόρους είχε χρέη μάγειρα, πήγαινε λοιπόν στο μανάβη κι αφού προμηθευόταν τα τρόφιμα φρόντιζε για τη σίτιση όλου του προσωπικού. Τα χρήματα για το φαγητό ήταν ρεφενέ από όλους τους εργάτες. Το κοινόβιο των εργατών μαρμάρου δεν ήταν μόνο για δουλειά, εκεί έδεσαν οι πιο γερές φιλίες και τα καθιστά γλέντια που γινήκαν στο λατομείο του Γεωργιάδη ή στην αυλή του σπιτιού του, στη Νέα Μάκρη, έγραψαν ιστορία.
Ο Αριστείδης Γεωργιάδης έμενε και δούλευε εκεί μαζί με τον αδελφό του, δίχως να μετρήσει ώρες, φρόντιζε με τιμιότητα και πατρική αγάπη τους μαστόρους, έτσι τα μάρμαρα του ταξίδεψαν και κυριολεκτικά «έντυσαν» τα πέρατα του κόσμου.
Ο γιός του, Μάνος Γεωργιάδης, μας εξομολογήθηκε αμέτρητες ιστορίες, θυμάται τα πρώτα κομπρεσέρ, αλλά και το πρώτο αυτοκίνητο, που το αγαπούσε ιδιαίτερα ο πατέρας του. Κάπως έτσι, με γερή συγκίνηση, η κουβέντα ξαναγυρνά στον ξεχωριστό μενετιάτικο χαρακτήρα του και φτάνει στο άδικο τέλος του Αριστείδη.
Το λατομείο δούλεψε μέχρι το 1976, όπου και σταμάτησαν με νόμο οι εξορύξεις του πεντελικού μαρμάρου, έπειτα ο προκομένος Αριστείδης σχεδίαζε ένα εργοστάσιο κατεργασίας της λευκής πέτρας.
Όλα ήταν έτοιμα για την καινούρια επιχείρηση, όμως τον πρόλαβε η παλιοαρρώστια. Ο Αριστείδης Γεωργιάδης πάλεψε στα ίσα με τον καρκίνο, όμως δε τα κατάφερε.
‘Ηταν το 1980, μόλις 56 ετών, όταν έφυγε κι άφησε πίσω μαυροφορεμένη την Ελένη και δυο γιούς, το Μάνο και τον Μιχάλη.
Στο δέκατο όροφο ιδιωτικού νοσοκομείου και από το παράθυρο έβλεπε την Αθήνα, όμως εκείνος ήταν γυρισμένος προς τον τοίχο, εκεί είχε κρεμάσει μια μεγάλη φωτογραφία με την θαυματουργή Παναγία των Μενετών. Έκαμε το σταυρό του και την παρακαλούσε να μη τον ξεχάσει. Έπειτα γύρισε προς τον πρωτογιό του και του είπε πως αν είχε μια ευκαιρία θα ήθελε να επιστρέψει, να δει το νησί του.
Ο Αριστείδης δε γύρισε στο τόπο του, από το 1947 δε ξανάδε την Κάρπαθο, συχνά ονειρευόταν τα χωριά και τα ξωμέτοχα κι έμαθε στα παιδιά του κάθε δρόμο, ακόμη, μέχρι το τελευταίο στενό των Μενετών, της Αρκάσας και των υπόλοιπων χωριών, τους έμαθε να αγαπούν και να σέβονται ακόμη και την πιο μικρή πέτρα της Καρπάθου!
Ήταν από τους πατριώτες που δε μετρούσαν τους ανθρώπους με το χρήμα, σεβόταν και υπολόγιζε τη μόρφωση κι ήθελε να δει τα παιδιά του να πετυχαίνουν στη ζωή με οδηγό τα γράμματα και τις σπουδές τους.
Μα έτσι ήταν οι Καρπάθιοι λατόμοι, είχαν συνείδηση και μπέσα, με το δικό τους μεροκάματο χόρτασαν πολλές οικογένειες πάνω στο νησί κι όταν κάποτε σταμάτησαν οι εξορύξεις του μαρμάρου, όταν έπαψε να υπάρχει το επάγγελμα, τότε οι ιστορίες των λατόμων, πολλές φορές ανυπόφορα τραγικές, πολλές με τραγικό τέλος, έπαψαν να υπάρχουν.
Ο Μάνος κι ο Μιχάλης, οι γιοί του Αριστείδη, ολοκλήρωσαν το όνειρο του πατέρα τους, πάλεψαν και έφτιαξαν το εργοστάσιο επεξεργασίας μαρμάρου. Ειδικότερα ο Μάνος αν και έχει ταξιδέψει ελάχιστες φορές στην Κάρπαθο γνωρίζει πρόσωπα και πράγματα! Με κλειστά μάτια μας οδηγεί στις γειτονιές του χωριού του, νοερά ανεβαίνει στα σκαλοπάτια της Εκκλησίας και προσκυνά την εικόνα της Παναγίας κι έπειτα μας θυμίζει ένα σωρό ξεχασμένες μαντινάδες των λατόμων.
Σήμερα μπορεί να άλλαξαν πολλά, οι εργάτες μαρμάρου να είναι παρελθόν κι σύγχρονοι Καρπάθιοι να μη τους μνημονεύουν, όμως το ζητούμενο στις έτσι κι αλλιώς δύσκολες εργασιακές συνθήκες είναι ακριβώς το ίδιο. Ένας τίμιος και καθαρός εργοδότης να μη θέλει να αρπάξει τη ψυχή και το είναι του εργαζόμενου. Κι από την άλλη ο εργάτης, πέρα από καριέρες, εξακολουθεί να ψάχνει για τη «μαγική του πέτρα». Μια σταθερή εργασία για να μπορέσει να αποδώσει κι έτσι να φροντίσει, να προσφέρει ασφάλεια και ζεστασιά στη φαμίλια του.