Γράφει ο Μανώλης Δημελλας
Πετάχτηκα από το κρεβάτι λες κι ήταν γεμάτο από ένα τσούρμο πεινασμένους κοριούς, από εκείνους που δεν τρώνε το σώμα, ετούτοι οι άτιμοι ροκανίζουν το μυαλό και ανοίγουν τρύπες βαθιά μέσα στη ψυχή.
Όχι, δεν είχε τίποτε το στρώμα κι θάλασσα έμοιαζε με γαλήνιο απλωμένο σεντόνι, ήταν εκείνο το διαολεμένο όνειρο, που ρίμαξε τη σκέψη κι έπειτα χάλασε τον ύπνο μου.
Καταμεσίς του πελάγους είχε έρθει η αδερφή της μάνας μου και με παρακαλούσε να μην μείνω πολύ ώρα στο καράβι, επέμενε να φύγω πριν περάσουν 20 λεπτά!
Μα είχα μήνες να βγω από ετούτο το βαπόρι του Κουλουκουντή, ακόμη και να ήθελα να φύγω δεν γινόταν. Κι όμως εκείνη η γυναίκα που τρύπωσε στον ύπνο μου δεν άκουγε κουβέντα, τη μια φώναζε και άλλη παρακαλούσε:
– Μανώλη, στο καράβι που θα πας μην κάτσει λεπτό, να ακούσεις τι σου λέω. Γρήγορα να τα μαζέψεις και να πάρεις δρόμο, να φύγεις!
Με αυτά τα λόγια στο μυαλό, ενώ ακόμη ένιωθα τα μάτια της να τρυπούν τα σωθικά μου, μέσα στην άγρια νύχτα ξεσηκώθηκα από το κρεβάτι, και τράβηξα για τη δεσπέτζα, έφτιαξα ένα καφέ και στάθηκα σε μια γωνιά, σα εκείνα τα αδέσποτα σκυλιά που μάταια αλυχτούν και ψάχνουν για τη μάνα τους. Μέχρι που ένας από τους ναύτες με πήρε χαμπάρι κι έτρεξε κοντά, όταν του είπα το όνειρο εκείνος χαμογέλασε και είπε να μη φοβάμαι τα σκέρσα του ύπνου και πως είναι καλό να θωρούμε τους ζωντανούς ανθρώπους να σεργιανούν στα ονείρατα μας. Κατά τα άλλα δεν υπήρχε τίποτε που να φέρνει φόβο και με αυτές τις σκέψεις ξημερώσαμε και τράβηξα για το μαγγανοπήγαδο της βάρδιας καταμεσίς του πελάγους.
Με το VEGAS, του Κουλουκουντή, είμασταν χρονοναυλωμένοι και είχαμε ρότα από τη Φινλανδία για τον Περσικό κόλπο, το λιμάνι Μπαντάρ Μασχούρ, στο Ιράν. Εκεί φορτώναμε πετρέλαιο, έπειτα ξαναγυρνούσαμε στα λιμάνια της Βόρειας Ευρώπης και αδειάζαμε το φορτίο μας.
Ήταν Σαββάτο 5 Ιουνίου 1965, φτάσαμε έξω από το λιμάνι και περιμέναμε τη σειρά μας, ξεμείναμε όμως από τσιγάρα και ο κόσμος μέσα στο καράβι είχε πιάσει τη γκρίνια, μέχρι που μάθαμε ότι στη πρώτη δεξαμενή φόρτωνε ένα ιταλικό πετρελαιοφόρο. Δεν άργησα να μπω σε μια βάρκα και παρέα με ένα ναύτη να τρέξω στους Ιταλούς, μίλαγα τη γλώσσα και πήγα να αγοράσω 1-2 κούτες, μέχρι να πιάσουμε λιμάνι και να φορτώσουμε τις αποθήκες.
Μόλις ο Ιταλός λοστρόμος άκουσε το χαιρετισμό στη γλώσσα του χάρηκε τόσο πολύ που δεν μας άφηνε να φύγουμε! Έφτιαξε καφέ και μας κάθησε κάτω, αφού κι αυτός είχε μήνες να πιάσει κουβέντα με κόσμο πέρα από το πλήρωμα της LUISA.
Παρόλο που μείναμε περίπου ένα τέταρτο έμοιαζε σα να γνωριζόμασταν χρόνια, όταν δεν ξέρω γιατί, ήρθε στο μυαλό εκείνο το όνειρο με τη αδελφή της μάνας μου, τότε σηκώθηκα απότομα από τη καρέκλα, άρπαξα το ναύτη από το χέρι και έκανα να πληρώσω τις δυο κούτες τσιγάρα, καθώς έτρεχα να φτάσω στη βάρκα.
Δεν ήθελα να μείνω ούτε λεπτό στη Louisa, ενώ δίπλα μου είχα και το φιλότιμο Ιταλό λοστρόμο να μην πιάνει λεφτά για τα τσιγάρα,
– κάπου θα ξανα-βρεθούμε και τότε θα μας κεράσεις ένα ούζο…
Συνέχισε να μιλά και χαιρετούσε, ενώ εμείς κατεβαίναμε τρέχοντας τη σκάλα!
Μπήκαμε στη βάρκα και ξεκινήσαμε για το δικό μας βαπόρι, ο ναύτης απόρησε με τη βιασύνη μου και άθελα του άφησε μια ψευτογκρίνια να του ξεφύγει. Δεν πρόλαβα να απαντήσω, όταν μια τρομακτική έκρηξη, θεόρατες φλόγες και μαύροι καπνοί σκέπασαν τον ουρανό.
Έτσι πρέπει να είναι η κόλαση!
Ακριβώς 17:53, απόγεμα Σαββάτου 5 Ιουνίου 1965, ζούσαμε ότι πιο φρικτό μπορούν να δουν τα μάτια του ναυτικού, ένα τραγικό δυστύχημα.
Το ιταλικό δεξαμενόπλοιο LUISA, 32.400 τόνων, ήταν δεμένο στην αποβάθρα Νο 1, εκείνη τη στιγμή ήταν η συνηθισμένη διαδικασία φορτώσεως πετρελαίου.
Μετά από την τρομακτική έκρηξη μια αδάμαστη φωτιά με φλόγες που έφταναν τα 80 μέτρα αγκάλιασε το ιταλικό δεξαμενόπλοιο ενώ το φλεγόμενο πετρέλαιο, σκέτος υγρός θάνατος, έπεφτε στη θάλασσα και κύκλωνε τη Luisa. Εμείς σταθήκαμε παγωμένοι, ανήμποροι και φοβισμένοι, μέσα στη μικρή βάρκα, μόλις μια ανάσα από το άμοιρο πλοίο, ενώ ακούγαμε τις κραυγές του πληρώματος, που δεν είχε καμιά δυνατότητα διαφυγής.
Ο Lazzaro Parodi, ο 38χρονος καπετάνιος του τάνκερ Luisa, είναι ο ήρωας εκείνης της αποφράδας ημέρας και δίκαια θα μπορούσε να ονομαστεί αληθινός στρατιώτης της θάλασσας, που προέταξε το καθήκον και έσβησε κάθε πιθανή σκέψη για την επιβίωση του.
Αν το πλοίο είχε παραμείνει ελλιμενισμένο τότε η έκρηξη και η φωτιά που ακολούθησε αναπόφευκτα θα είχε περάσει στο λιμάνι και στα υπόλοιπα τάνκερ, οι συνέπειες θα ήταν καταστροφικές για ολόκληρη την περιοχή, όσο για το λιμάνι, στην πόλη Bandar-e Mahshahr του Ιράν, αυτό θα θρηνούσε εκατοντάδες θύματα.
Για να αποτραπεί μια καταστροφή τεράστιων διαστάσεων, ο Ιταλός καπετάνιος διέταξε να βάλουν μπροστά τις μηχανές και να φύγουν αναπτύσσοντας τη μέγιστη δυνατή ταχύτητα.
Σαν μια βιβλική εικόνα, η ταλαίπωρη LUISA καιγόταν και έβγαινε από το λιμάνι φτύνοντας φωτιές μέσα στη θάλασσα, όπως ήταν αναμενόμενο, λίγη ώρα αργότερα το δεξαμενόπλοιο εξερράγη, παρασύροντας στον θάνατο τα 29 μέλη του πληρώματος.
Την ίδια στιγμή ακόμη μια ιστορία απίστευτου ηρωισμού γράφεται στο 45.000 τόνων τάνκερ GULF HANSA, του πλοίου που βρισκόταν δεμένο δίπλα στην δυστυχισμένη καιόμενη LUISA.
O Ολλανδος καπετάνιος C.D. Mastenbroek είδε τον Χάρο μπροστά στα μάτια του και διέταξε άμεση αναχώρηση. Το 226 μέτρων μάκρους και 31 πλάτους τάνκερ GULF HANSA χωρίς τη βοήθεια πλοηγών και ρυμουλκών έπρεπε πάση θυσία να βγει έξω από το λιμάνι για να γλυτώσει από τη φωτιά, το μόνο που χάθηκε ήταν οι 14 κάβοι που συγκρατούσαν το μεγάλο βαπόρι στο λιμάνι, μετά από 57 δραματικά λεπτά το πλοίο κατάφερε να βρεθεί σε απόσταση ασφαλείας από την Ιταλίδα που έβγαζε φωτιές. Στον καπετάν C.D. Mastenbroek δόθηκε το χρυσό μετάλλιο De Ruyter, για το εξαιρετικό θάρρος και την άριστη ναυτική τέχνη του.
Όσο ο Κασιώτης λοστρόμος Μανώλης Μαστρομανώλης περιέγραφε την ιστορία του τόσο θυμόταν ανατριχιαστικές λεπτομέρειες από το τρομακτικό ατύχημα, όμως εκείνο το παράξενο όνειρο-προειδοποίηση ακόμη και σήμερα εξακολουθεί να τον τρομάζει!
Αναντράνιζε τα μάτια του κάθε φορά που το θυμόταν και μας έλεγε να έχουμε κατά νου ότι μπορεί κάποιο από τα όνειρα να θέλει κάτι να πει και να ξεβγεί!
Τον ρωτήσαμε μήπως έμαθε πως ξέσπασε η φωτιά στη δύστυχη Luisa, τι έλεγαν άραγε οι φήμες, που κυκλοφορούσαν στα καφενεία του λιμανιού; και εκείνος θυμήθηκε τις διαδόσεις.
Μια γάτα έλεγαν πως κοιμόταν κάτω από την τσιμινιέρα και από μια σπίθα η γούνα της άρπαξε φωτιά, εκείνη έτρεξε προς το κατάστρωμα και από τις αναθυμιάσεις του πετρελαίου δεν άργησε να γίνει το κακό! Εσείς άραγε πιστεύετε στα όνειρα;
5.6.2022
Καρπαθιακά Νέα