Ανάρτηση της Αρχοντουλας Διακογεωργίου
Στο κείμενο έχουμε ανάγλυφη την εικόνα ενός τόπου, σκλαβωμένου από τους Ιταλούς –για την Κάρπαθο πρόκειται- για τον πρωτότυπο τρόπο που βρήκε ο μικρός Παντελής να κάνει την Αντίσταση δική του. Με χαρακτηριστικές πινελιές περιγράφει με ρεαλισμό όλη την ατμόσφαιρα της εποχής και δίνει ολοκληρωμένο το χαρακτήρα του μικρού ήρωα. Όχι μεγάλα λόγια και συνθήματα, αλλά πράξη και ουσία: αυτό είναι το μήνυμα που θέλει να περάσει ο συγγραφέας.
Ο Ιταλός χωροφύλακας έφτασε στο σχολείο γύρω στις δώδεκα το μεσημέρι. Τον έστελνε ο διοικητής του σταθμού να ερευνήσει για κάτι που είχαν μάθει τελευταία. Ποιος βέβαια ήταν ο σπιούνος, δεν είχε γίνει γνωστό μέχρι τότε στα καφενεία.
Ο δάσκαλος του χωριού συνήθιζε την ώρα του προγράμματος της τάξης του είχε Ιχνογραφία, να βάζει στην έδρα ένα αντικείμενο, να δίνει τις χρειαζούμενες οδηγίες στα παιδιά και να του κάνει γνωστές τις τιμωρίες που τους περίμεναν, όταν με τις φωνές και τις αταξίες τους του χαλούσαν την ησυχία της τάξης, μα πιο πολύ τη δική του. Συνήθιζε ακόμα να λέει στα παιδιά πως όποιος τελείωνε μπορούσε να ασχοληθεί και με ελεύθερο θέμα.
Γενάρης του 1941. Τα Ελληνόπουλα της Δωδεκανήσου δεν μπορούσαν να πανηγυρίσουν τις νίκες του ελληνικού στρατού στην Αλβανία. Σε κάθε εκδήλωση χαράς και ενθουσιασμού τους, η τιμωρία ήταν το ξύλο και η φυλακή από την τοπική αστυνομία.
Από το 1912 που οι Ιταλοί πάτησαν το πόδι τους στα Δωδεκάνησα μέχρι την εποχή του πολέμου, το περισσότερο δηλητήριο τους το ’χυσαν στα παιδιά της σχολικής ηλικίας. Στην αρχή έβαλαν τα ιταλικά προαιρετικό μάθημα στα σχολεία, όμως λίγα χρόνια πριν ξεσπάσει ο πόλεμος, αντικαταστάθηκαν τα ελληνικά και όλα τα μαθήματα του προγράμματος γινόντουσαν στη γλώσσα του καταχτητή.
Τη βροχερή εκείνη μέρα του Γενάρη και τη διδακτική ώρα 12-1, τα παιδιά της Πέμπτης του Δημοτικού, του ακριτικού χωριού της βόρειας Καρπάθου, ζωγράφιζαν ένα ανθοδοχείο χωρίς λουλούδια.
Ο Παντελής είχε ταλέντο στη ζωγραφική. Του το είπε πολλές φορές ο δάσκαλος του.
– Τύχη να ’χουμε μονάχα, Παντελή, να τελειώσει ο πόλεμος και μετά να πας να βρεις το θείο σου στην Αθήνα. Αυτός τον τρόπο του τον έχει για καλά κι έτσι μπορεί να σε βοηθήσει να σπουδάσεις και να γίνεις ένας καλός ζωγράφος.
Ο πατέρας του Παντελή βρισκόταν στον Πειραιά όταν ξέσπασε ο πόλεμος ανάμεσα στις δύο γειτονικές χώρες. Μπορούσε να ’ρθει με καΐκι στο νησί του και να βρίσκεται κοντά στη γυναίκα και το παιδί του εκείνα τα φοβερά και δύσκολα χρόνια του πολέμου. Προτίμησε όμως να καταταχτεί εθελοντής στο Σύνταγμα Δωδεκανησίων και να πολεμήσει τους Ιταλούς, που χρόνια τώρα τους καταπίεζαν και τους πολεμούσαν.
Πάντα πρώτος τελείωνε ο Παντελής το θέμα που τους έβαζε ο δάσκαλος και μετά ήταν ελεύθερος να ζωγραφίζει ότι του υπαγόρευε η πλούσια φαντασία του. Έτσι και την ημέρα εκείνη ζωγράφισε το ανθοδοχείο και μετά πάνω σε ξεχωριστό φύλλο χαρτιού άρχισε να χαράζει ένα διπλό σταυρό. Να χρωματίζει γαλάζια τα τετράγωνα που σχηματίζονταν και να ξεχωρίζει έτσι λευκός ο σταυρός στη μέση. Εδώ και αρκετές μέρες τώρα, αυτό ήταν το αγαπημένο του θέμα. Να ζωγραφίζει σημαίες, ελληνικές σημαίες.
Ήξερε τι τον περίμενε αν το μάθαιναν οι Ιταλοί. Όμως πως αλλιώς να δείξει το μίσος και την έχτρα του στους ανθρώπους που χρόνια τώρα τους στερούσαν τη λευτεριά τους; Σε τέτοιο σημείο είχε φτάσει το μίσος του μικρού μαθητή για τους κατακτητές του νησιού του, που κάθε φορά που ο δάσκαλος τους τους μοίραζε κουτιά με ξύλινα χρώματα, η πρώτη του δουλειά ήταν να κομματιάσει το κόκκινο και το πράσινο. Πάνω στα χρώματα αυτά έβγαζε το άχτι του ο μικρός, μη μπορώντας διαφορετικά να εκδικηθεί τους εχθρούς και την τρίχρωμη σημαία τους. Όσο για το γαλάζιο χρώμα, το πρόσεχε σαν τα μάτια του, χωρίς να το καταστρέφει άσκοπα και περιττά.
Χωρίς την παραμικρή κουβέντα στο δρόμο, ο Ιταλός χωροφύλακας οδήγησε το μικρό μαθητή από το σχολείο στο σταθμό χωροφυλακής του χωριού. Τον παρέδωσε στον διοικητή κι εκείνος του άρχισε την ανάκριση. Μετά από λίγη ώρα ο μικρός βρισκόταν στην υγρή και σκοτεινή φυλακή του σταθμού.
Έμεινε εκεί νηστικός όλο το απόγευμα.
Το βράδυ προτού βασιλέψει ο ήλιος, ο Παντελής βγήκε από την υπόγεια φυλακή της ιταλικής αστυνομίας.
Με το μέτωπο ψηλά, κατέβηκε την πέτρινη σκάλα της αστυνομίας, πέρασε μπροστά από τα καφενεία και προχώρησε για το σπίτι του.
Τον είδαν μέσα από τα καφενεία και άρχισαν τα σχόλια.
-Ποιος ξέρει τι να ’κανε ο μικρός και τον περιποιήθηκαν οι Ιταλοί, είπε ένα γεροντάκι.
-Θέλει και ρώτημα; Πεινούν οι πιτσιρικάδες και δεν αφήνουν ατρύγητο ούτε περιβόλι ούτε κοτέτσι, απάντησε ένας άλλος.
-Αυτό είναι καλοαναθρεμμένο παιδί και δεν πιστεύω κάτι τέτοιο, συμπλήρωσε ένας τρίτος.
Και τα σχόλια έπαιρναν κι έδιναν για πολλά ώρα.
Ο Παντελής έφθασε στο σπίτι του. Ξεσκέπασε το τσουκάλι με το φαγητό που είχε ετοιμάσει αποβραδίς η μάνα του.
-Πάλι φάβα έχουμε, που να πάρει η ευχή, μουρμούρισε ο μικρός.
Έβαλε αρκετό στο πιάτο, έριξε μέσα μπόλικο λάδι, τσάκισε με την παλάμη του ένα κρεμμύδι, έφερε κοντά και τις τσακιστές ελιές και άρχισε λαίμαργα τις πιρουνιές.
Μετά που τέλειωσε το φαγητό του, κοίταξε στο κοτέτσι αν είχαν κουρνιάσει οι κότες, έβαλε πετρέλαιο στη λάμπα, την άναψε κι άρχισε τα μαθήματα της επόμενης μέρας.
Η μητέρα του, επιστρέφοντας το βράδυ από το σκάψιμο, συνάντησε στο δρόμο φίλους και συμμαθητές του γιου της και της είπαν τα καθέκαστα.
Έφθασε στο σπίτι, ξεσαμάρωσε το γαϊδούρι που ‘χε μαζί της στη δουλεία και καλησπέρισε το παιδί της.
-Βλέπεις, παιδί μου, ν’ αντέχω άλλα βάσανα και στεναχώριες; Είπε στο γιο της, κοιτάζοντας τον κατάματα.
Ο μικρός δεν είπε τίποτα. Ήξερε όμως πολύ καλά πως η μάνα την ώρα εκείνη ήταν χαρούμενη, ήταν περήφανη…
-Πρόσεχε, παιδί μου, πρόσεχε, γιατί περνάμε δύσκολες μέρες μέχρι να δούμε πότε θα τελειώσει αυτός ο καταραμένος ο πόλεμος.
Ο Κωνσταντίνος Παπαμανώλης γεννήθηκε στην Όλυμπο της Καρπάθου το 1932. Σπούδασε Παιδαγωγικά και Πολιτικές Επιστήμες και αναγορεύτηκε Διδάκτορας της Παιδαγωγικής του Πανεπιστημίου Μπάρι, στην Ιταλία, ενώ σπούδασε και Φιλοσοφία στο Πανεπιστήμιο της Περούτζια. Εργάστηκε ως καθηγητής Παιδαγωγικών στη Ράλλειο Παιδαγωγική Ακαδημία του Πειραιά, στην Παιδαγωγική Ακαδημία Φλώρινας και στο Παιδαγωγικό Τμήμα του Πανεπιστημίου Μακεδονίας στη Φλώρινα. Δημοσίευσε πολλά επιστημονικά και λογοτεχνικά άρθρα και τα ενδιαφέροντα του ήταν ιδιαιτέρα για την παιδική Λογοτεχνία. Το βιβλίο του «Γνωρίστε τη χώρα μας» (1982), με συλλογή από ταξιδιωτικές εντυπώσεις γνώρισε ιδιαίτερη επιτυχία. Η ενασχόλησή του με τις Επιστήμες της Αγωγής δεν του έδωσε χρόνο να δώσει μεγάλο έργο στο χώρο των Παιδικών Γραμμάτων. Ο λόγος του είναι σωστός, πειθαρχημένος και έχει μια ροή κι ένα λυρισμό αξιοπρόσεχτο. Το πεζογραφικό του έργο είναι εμπνευσμένο από την κατοχή της Δωδεκανήσου από τους Ιταλούς. (ΠΗΓΉ για τα Βιογραφικά στοιχεία του Κωνσταντίνου Παπαμανώλη είναι το βιβλίο: Δελώνης Αντώνης: ΝΕΑ ΑΝΘΟΛΟΓΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΟΥ ΠΑΙΔΙΚΟΥ ΔΙΗΓΗΜΑΤΟΣ, εκδόσεις ΚΑΜΠΑΝΑ, Αθήνα 1987 σ. 289.