Όταν οι ασθενείς που υποβάλλονται σε μείζονα χειρουργική επέμβαση φτάνουν στη μονάδα μεταναισθητικής φροντίδας (ανάνηψη), οι οικογένειά τους υποθέτει ότι έχουν επιζήσει από την πιο επικίνδυνη φάση της περιεγχειρητικής περιόδου. Αυτή η υπόθεση είναι λανθασμένη. Η θνητότητα (θάνατος) στις 30 ημέρες μετά το χειρουργείο είναι >100 φορές υψηλότερη από τη θνητότητα μέσα στο χειρουργείο. Άρα, η διαχείριση των ασθενών μας έχει μεγάλη σημασία τόσο για την πορεία τους μέσα στο Νοσοκομείο όσο και για μετά το εξιτήριο.
Έως σήμερα, διάφορα μοντέλα πρόβλεψης κινδύνου χρησιμοποιούνται στην προεγχειρητική αξιολόγηση, αλλά κανένα δεν έχει δείξει αξιοπιστία στην πρόβλεψη των επιπλοκών. Επίσης, οι προεγχειρητικοί βιοδείκτες μπορεί να βελτιώσουν τη διαστρωμάτωση κινδύνου, αλλά η χρήση τους περιορίζεται επί του παρόντος στην πρόβλεψη καρδιακών επιπλοκών.
Έτσι, ένας αξιόπιστος προγνωστικός βιοδείκτης που θα μπορούσε να προβλέψει μια ποικιλία επιπλοκών ή να βελτιώσει τα μοντέλα υπολογισμού του κινδύνου θα είχε μεγάλη αξία στον περιεγχειρητικό προγραμματισμό.
Στη νέα μας μελέτη φάνηκε ότι τα προεγχειρητικά επίπεδα του βιοδείκτη suPAR έχουν ισχυρή και ανεξάρτητη συσχέτιση με την εμφάνιση μετεγχειρητικών επιπλοκών και την πιθανότητα θανάτου εντός των πρώτων 90 ημερών σε ασθενείς που υποβάλλονται σε μείζονα μη καρδιοχειρουργική επέμβαση. Για κάθε αύξηση 1 ng/mL της προεγχειρητικής τιμής του suPAR, ένας ασθενής έχει 50% αυξημένες πιθανότητες να αναπτύξει μετεγχειρητικές επιπλοκές ή να καταλήξει. Επίσης, η προσθήκη του suPAR σε άλλες παραμέτρους και μοντέλα πρόβλεψης κινδύνου βελτίωσε σημαντικά την πρόβλεψη των μετεγχειρητικών επιπλοκών και του θανάτου.
Η χρόνια συστηματική φλεγμονή, που όλοι μας έχουμε σε διαφορετικό βαθμό, έχει σημαντικό ρόλο στην ανάπτυξη διαφόρων νοσημάτων και οδηγεί σε τραυματισμό και δυσλειτουργία των κυττάρων του σώματος. Το suPAR, λειτουργώντας και ως δείκτης χρόνιας φλεγμονής, έχει ιδιαίτερο και σημαντικό ρόλο στη διαχείριση των χειρουργικών ασθενών.
Η ερευνητική μας ομάδα είναι από τις λίγες διεθνώς που μελετούν τις επιδράσεις της χρόνιας φλεγμονής και των διαταραχών της ροής στη μακρο- και στη μικροκυκλοφορία στην περιεγχειρητική περίοδο.