γράφει ο Μανώλης Δημελλάς
Στα χρόνια που η λειτουργία γινόταν στο τότε νεκροταφείο του χωριού, συνήθιζαν στο τέλος, τέτοια μέρα, στις 6 Αυγούστου να «δίνου και να παίρου» τα κεράσματα.
Οι νοικοκυρές ετοίμαζαν γλυκά και με ένα κρασί φίλευαν τους προσκυνητές.
Ο Παπα-Γιώργης θυμάται τις μαυροφόρες, τις μοιρολοϊστρες, αυτές «έκλαιγαν και μαλιοτραβιούτο» για τους δικούς τους, εκείνους που έφυγαν στα ξαφνικά, μα για κείνους που ξορίζουν όλα είναι αναπάντεχα, απρόσμενα.
Ο παπάς έλεγε πως δε θέλει πια να γλεντίζει, «είναι που φύγαν οι παλιοί και δεν επόμεινε τίποτα», έτσι έλεγε με τα μάτια και την καρδιά κατεβασμένα.
Από το πανηγύρι έκαναν πέρασμα τα Βyrberry, οι φο κολαίνες και τα καπέλα τύπου Άσκοτ.Είναι οι επιταγές της μόδας και του εμπορίου και δύσκολα μπορεί κανείς δεν μπορεί να τους αντισταθεί.
Στα μέσα της δεκαετίας του 1970, όταν και τα αυτοκίνητα στον αμαξωτό ήταν λιγοστά, πήραν οι τότε νεολαίοι την απόφαση να κάμουν γιορτή και τραπέζι την ημέρα του Χριστού.
Η λειτουργία για πρώτη φορά έγινε σε εξωτερικό χώρο το 2012, τότε όλο το χωριό, όλοι οι προσκυνητές στάθηκαν ακόμη μια φορά δίπλα-δίπλα.
Το λιοπύρι δεν ήταν ικανό να αλλάξει την μοίρα της συνεύρεσης, ένα χαμόγελο, μια αγκαλιά, ένα συναπάντημα.
Η Μαριάννα Βιτωρούλη που έχει μερτικό στο Αγιό, μετρά τις προσφορές έπειτα βάζει τα χρήμστα μέσα σε μια νάυλον, μπλέ πλαστική σακούλα, από του Τσιριμώκου.
Είναι η πρωτοκόρη του Γιώργου Σακελάκη, ο Γιώργης που έμαθε στην προσφορά και τη φροντίδα για το χωριό. Δίδαξε με το χαμόγελο, την δουλειά και το ήθος του.
Οι άλλοι μερδικάριδες του Αγιού, στέκουν στο ένα πόδι, είναι η Ειρήνη Ρουσσάκη κι ο Σπύρος Σακελλάκης, που φρόντισαν όλες τις λεπτομέρειες στη τρίχα.
Ο εθελοντισμός στα πανηγύρια από τότε, ευτυχώς, κρατούσε γερά, τα έργα τα περιγράφει ο Ηλίας Χαλκιάς, είναι αυτά που έγιναν από τα μαζεμένα χρήματα,
Έργα που θα έπρεπε άλλοι φορείς να τα είχαν σηκώσει.
Σήμερα πιότερο παρά ποτέ οι άνθρωποι που στηρίζουν άοκνα τον εθελοντισμό, τον αγώνα για να γίνει κάτι, είναι οι πιο σπουδαίοι,οι πιο φωτεινοί από όλους.
Δεν είναι παχιά λόγια, είναι οι πράξεις που κάνουν τις σκιές μας να ενώνονται κάτω από τον ήλιο.
Ο μάγειρας, ο σεφ, Μανώλης Σεβδαλής, έλεγε για το μυστικό της κουζίνας του, είχε μαγειρέψει για όλο τον κόσμο, εξηγούσε λοιπόν απλά κατανοητά, πως μόνο καμένο και πολυαλατισμένο να μην είναι το φαΐ, και όλοι θα το χαρούν.
Στην κουβέντα πάνω βουρκώνουν τα μάτια του, είναι που γέμισε το μυαλό με τον πατέρα του, μα και με τον γιό τον Σπύρο που έτρεχε στην Αμερική, ο Μανώλης θα ήθελε να τον έχει σήμερα στο πλάι του, θα ήθελε να του περάσει την λέξη προσφορά στο αίμα.
Όλοι το ευχαριστήθηκαν, όπως γινόταν και παλιά, όπως μαγείρευε και ο πατέρας του, ο Σπύρος, που από εκείνον έμαθε την αξία της προσφοράς στους συντοποίτες.
Όμως δεν μπορώ να μην αναφέρω τον Αντώνη και την Ειρήνη Χατζηγεωργίου, την Δόξα Σπανίδη, την Καλλιόπη και την Ροδούλα Σακελλάκη.
Θα σκεφτείς τώρα πως η όλη ιστορία δεν είναι δα και τίποτα, μια φορά τον χρόνο είναι. Ρεβίθια, πιλάφι και μπακαλιάρος στο κυρίως μενού.
Έλα λοιπόν να βουτήξεις στον γκαζοντενεκέ με την παστωμένη σαρδέλα, με τα καλά, με τα γιορτινά σου.
Μετά τον εσπερινό, να κόψεις, να ξαρμυρίσεις το ψάρι και τελικά να ταΐσεις 700 ανθρώπους έτσι με την καρδιά σου, αυτό είναι το θαύμα, αυτό είναι που λέμε Καρπάθικη φιλοξενία.
Το πανηγύρι, συνέχισε, βρήκε την νύχτα παλεύει με την μουσική, με τους δικούς μας, τον Ν. Λυριστή στην Λύρα και τον Γ. Κουτσό στο Λαούτο.
Μια νύχτα που τραβούσε όπως η ζωή μας, είναι το κοινό μας όνειρο, χωρίς αυτό ο καθημερινός δρόμος σκοτεινιάζει, δεν έχουμε περιθώρια να αρνιόμαστε, να στέκουμε στο πάνω σκαλί κριτικά και μίζερα, εμείς οι Μενετιάτες έτσι είναι που γλεντίζουμε.
Στο πανηγύρι του Χριστού! Στα λίγα, στα καλά.