Μεσ’του καλοκαιριού την κάψα– ώρα κοινής ησυχίας, και το ήρεμο χωριό ετοιμάζεται για τον μεσημεριανό ύπνο.
Φαγωμένοι – οι περισσότεροι έπεφταν στα κρεβάτια κανονικά, ενώ άλλοι ανάποδα για να μη χαλάσουν το στρώσιμο – ήταν και κάποιοι, που, για περισσότερη δροσά, πλάγιαζαν στις ντιβανοκασέλες στη κουζίνα.
….Ώρα 14.00 και εγώ στης Γιαγιάς, πάνω στην Παναγία– στο χωριό δεν κυκλοφορεί ψυχή, μόνο που και που ακούς κάνα πιατικό στο πλύσιμο του. Αναγκαστικά, μην έχοντας άλλη επιλογή, πέφτω στο ντιβάνι στη σάλα.
Το σπίτι είχε τρία δωμάτια όλο κι’ολο—μικρό για τα σημερινά δεδομένα αλλά έλλειψη τότες δεν υπήρχε. Η σάλα είχε μικρό παραθύρι βορινό και απέναντι μια μεγάλη πόρτα με κρύσταλλο. Φάτσα στο έμπα, ήταν ο καναπές με τις ανθοστήλες και στο πλάι της πόρτας, μια κέδρινη ντουλάπα, έργο του Αλιπράντη.
Κάτω από τον καναπέ, επειδή δεν τον είχαμε ξεχώσει ακόμη, ήταν το κασελάκι για τον πάππου με το όνομα του γραμμένο (και το δικό μου). Στη μέση της σάλας είχε ξύλινο τραπέζι, άλλο έργο τέχνης του Αλιπράντη για την προίκα της γιαγιάς, με κοφτό καρέ, και ένα βαθύ πήλινο στο κέντρο γεμάτο ψεύτικα φρούτα που μαρτυρούσαν τα χρόνια τους.
Δεξιά και αριστερά υπήρχαν φωτογραφίες «Αμερικάνικες», και μιά του θείου Σταύρου που’χε χρόνια «στο Κάναδα». Δεξιά στη γωνία ήταν ένα ντιβάνι με ντύμα «κλάδα» και επάνω στον τοίχο μια βελούδινη πάντα κατά μήκος του ντιβανιού που απεικόνιζε τον Χριστό ως «Ω Καλός Ποιμήν» με το αρνάκι στους ώμους Του.
Παντού ησυχία, ηρεμία και γαλήνη —να όμως που εμένα δεν με έπαιρνε ο ύπνος!
Από το βορινό παράθυρο ακουγόταν η θάλασσα με το ξεροβόρι και τα κύματα που έσπαγαν στο ζουριό και στις σπηλιές πιο πέρα. Μια αλησμόνητη δροσιά γέμιζε το δωμάτιο και εγώ, ξάγρυπνος, έβαζα μπροστά το δικό μου έργο, και με το δάκτυλο μαδούσα τα αμέτρητα στρώματα του ασβέστη στον τοίχο…
…και καθώς περνούσε η ώρα η ηρεμία με κατακυρίευε, και αφήνοντας την απασχόλησή μου, γυρνούσα αριστερά με τα μάτια καρφωμένα στο κουρτινάκι που αργά-αργά, σαν αναπνοή, ακουμπούσε τη σιδεριά της πόρτας……και χωρίς να το καταλάβω, με τον ήχο της θάλασσας και την κουρτίνα, με έπαιρνε ένας γλυκύτατος ύπνος……
Νικόλαος Μ. Γαβαλάς
Νάουσα
Καρπάθικο αίμα τρέχει στις φλέβες του Νικόλα Γαβαλά! Γεννήθηκε το 1961 στην Φλόριντα των ΗΠΑ, από Παριανό πάτερα και Μενετιάτισσα μητέρα, την Σοφία του Σταματούλη.
Ο παππούς του ήταν από τις Μενετές και η γιαγιά του από τη Βωλάδα. Σπούδασε Ιστορια ΒΑ και ΜΑ στην δευτεροβάθμια εκπαίδευση στο πανεπιστήμιο της Φλόριδα.
Στην Κάρπαθο δε ταξίδευε συχνά κι αυτό γιατί δεν υπήρχε ακίνητη περιουσία κι επειδή όλοι οι στενοί συγγενείς είχαν μεταναστεύσει στις ΗΠΑ. Αντίθετα στην Πάρο ήταν όλοι οι συγγενείς του εκεί. Από το 1988 ζει σταθερά στην Νάουσα της Πάρου μάλιστα η σύζυγος του έχει καταγωγή από το χωριό του πατέρα του.
Ο Νικόλαος Γαβαλάς μαζί με τη σύζυγό του, την Κατερίνα, έχουν Φροντιστήριο Αγγλικών. Μεγαλώνουν τα δυο παιδιά τους, την Άννα – Σοφία και τον Μιχάλη και χαίρονται τη ζωή στο νησί, στο σπίτι και στο περιβόλι του παππού.