Πριν λίγα χρόνια βρέθηκα, Νοέμβρη μήνα, στην Κάρπαθο για να ζήσω-πρώτη φορά- από κοντά το μάζεμα των ελιών μου. Η φθινοπωρινή φύση, η ηρεμία του τοπίου, η διαδικασία της συγκομιδής στο χωράφι, η τελετουργία στο ελαιοτριβείο, οι πρώτες σταγόνες του λαδιού πάνω στο ζεστό ψωμί, είναι ανεξίτηλες εικόνες μέσα μου.
Όσο βρισκόμουν εκεί, μου ήρθε μια είδηση ότι ο εκδοτικός οίκος «Παράξενες Μέρες» προκήρυξε διαγωνισμό διηγήματος με θέμα σχετικό με το φθινόπωρο και στόχο τα επιλεγμένα διηγήματα να συμπεριληφθούν σε ομότιτλη συλλογή. Απαραίτητος όρος το διήγημα να έχει έκταση μόνο δυο σελίδων (500 λέξεις). Το διήγημά μου «μεταξωτό να ‘ναι» ήταν μεταξύ αυτών που επιλέχθηκαν
« μεταξωτό να΄ναι»
-Να ‘ρθεις να τακτοποιήσεις το λάδι σου, Καλλιόπη μου, εμένα πια δε με βαστούν τα πόδια μου, ένα άχρηστο κορμί είμαι πάνω στο στρώμα. Αφού δεν το χρειάζεσαι εδώ, μάζεψέ το και στείλε το να φύγει με το παπόρι να το περιλάβεις στην Αθήνα. Βεντέμα φέτος, φορτωμένα είναι τα λιόδεντρα, αμαρτία να αγοράζεις το λάδι.
Δεν την έπεισαν τα λόγια της θείας της. Δεν σκόπευε να πάει στο νησί- χρόνια ήταν φευγάτη- και μάλιστα για τις ελιές. Αδύνατον.
Είπε στη θεία της να κανονίσει εκείνη με τους ανθρώπους που θα τις μάζευαν και να κρατήσει όσο λάδι ήθελε. Το υπόλοιπο ας το’ δινε στην εκκλησία για τα καντήλια, εκείνη πάντως δεν το ‘θελε.
-Είναι και το μνήμα της μάνας σου, Καλλιόπη, τόσα χρόνια περάσανε κι ακόμα είναι στο χώμα η συχωρεμένη η αδερφή μου. Θα πληρώσεις μεγάλο πρόστιμο είπε ο πάρεδρος αν δεν την ξεθάψεις. Δεν έχουνε, λέει, πού να παραχώσουν τα λείψανα έτσι που γέμισε το νεκροταφείο.
Πέταξε με την πρωινή πτήση. Με το που πάτησε στη γη τα πόδια της μια μυρωδιά- θυμάρι, φασκόμηλο, σκίνος; – την άρπαξε ολόκληρη και την έσφιξε σαν τανάλια γύρω από το στήθος. Πήρε βαθιά αναπνοή να γεμίσουν αέρα τα πνευμόνια της. Συνήλθε κάπως.
Δεν άνοιξε το σπίτι της, θα ‘μενε στης θείας της, δυο μέρες όλες κι όλες.
-Ένας από τους αλβανούς που μαζεύουν τις ελιές σου, Αρθούρος το όνομά του, κανόνισα να την ξεθάψει, χριστιανός είναι, καλός άνθρωπος, διακόσια ευρώ θα πάρει, αλλά θα φέρει και το κουτί, ανοξείδωτο, για να βάλει τα κόκκαλα. Μοναχός του θα τα πλύνει και θα τα τακτοποιήσει. Πήγαινε βρες τον, στο χωράφι θα ναι μέχρι τις τρεις, να σου πει και τι χρειάζεται.
Έφυγε να πάει. Περπάτησε. Έκανε ψύχρα. Φθινόπωρο. Στο ξεψύχισμά του.
Φτάνοντας άκουσε θόρυβο, βρρρρρ, βρρρρρ. Δυο άντρες ήταν ανεβασμένοι πάνω σε μιαν ελιά. Κρατούσαν κάτι μηχανάκια, βρρρρ, βρρρρ, σαν ανεμιστήρες, και ρίχνανε τις ελιές στις σεντόνες, με σφιχτοπλεμένα δίχτυα μοιάζανε, που ήταν στρωμένες στο χώμα.. Πέφτανε οι ελιές πάνω τους και σπαρταρούσαν σαν αθερίνες.
Φθινόπωρο ήταν και τότε… Μια γυναίκα ανεβασμένη στην κορφή της ελιάς- «στον ουρανό έφτασες, μαμά;»- έριχνε κάτω τον καρπό με το χτένι, μια μεγάλη πιρούνα στερεωμένη πάνω σε μακρύ κοντάρι. Το κορίτσι καθότανε παραπέρα, -«νάνι νάνι η κούκλα μου να κάνει»-, ήταν ίσωμα εκεί, δεν είχε εκείνες τις μυτερές σαν μαχαίρια πέτρες που ήτανε κάτω από τη ελιά. Ύστερα η φωνή.
«Μη πατήσεις σε κείνο το κλαδί, Λαμπρινή, έχει σάπισμα εκεί, Λαμπρινήηηη…!».
-Ποιος είναι ο Αρθούρος;Του μίλησε. Συνεννοηθήκανε. Αύριο το πρωί στις εννιά στο νεκροταφείο. Εκείνος θα πήγαινε πιο νωρίς. Είχε να σηκώσει τα μάρμαρα, να σκάψει….-Ένα μαντήλι να φέρεις, αλλά άκου, μεταξωτό να’ναι, για να τυλίξω την κεφαλή. Φέρε και μια άσπρη μαξιλαροθήκη για τα κόκκαλα. Και κρασί κόκκινο. Έφτασε εννιά παρά. Κρύο.-Δώσε το κρασί.Έβαλε τα κόκκαλα στη λεκάνη, έριξε πάνω το κρασί και τα ‘τριψε με τη βούρτσα. Καθαρίσανε. Στεγνώσανε.-Δώσε τώρα το μαντήλι…Έπιασε το κρανίο, το στριφογύρισε μέσα στις παλάμες του, το κοίταξε .- Πρώτη φορά βλέπω ανοιγμένο κεφάλι, σαν σκασμένο ρόδι είναι. Αυτή η Λαμπρινή, τι σου ήτανε; Από το χτύπημα πήγε;