Η πρωτοχρονιά στο σπίτι μας στην Αμερική ήταν πάντα μεγάλο γεγονός με διάφορα έθιμα και δεισιδαιμονίες. Το τι κρατούσαμε εμείς μέσα στο σπίτι μας, δεν είχε καμία σχέση με το New Years των έξω Αμερικάνων και από πολύ μικρή ηλικία αποφάσισα να μην μοιράζω κάποια γεγονότα με τους φίλους μου (του έξω κόσμου) στο σχολείο.
Όπως είναι γνωστό, στην Αμερική υπάρχουν Έλληνες από όλα τα μέρη της Ελλάδας, επομένως, το από πού μας προήρθαν οι παραδόσεις αυτές είναι άγνωστο. Για μας, σίγουρα τα περισσότερα έθιμα ήταν του παππού μου του Μενετιάτη (Σταματούλης) ή και της Γιαγιάς μου (Μουστακάκη) που καταγόταν από την Βωλάδα της Καρπάθου.
Παραμονή Πρωτοχρονιάς
Γύρω στις 11.50, σβήναμε όλα τα φώτα του σπιτιού και βγαίναμε έξω στο «πόρτσι», στην βεράντα. Με την αλλαγή του χρόνου στις δώδεκα, μπαίναμε μέσα, και ο πρώτος κρατούσε, εικόνα και ένα ασημένιο κέρμα. Μπαίνοντας με το δεξί, άφηναν την μπροστινή πόρτα ανοιχτή και άναβαν όλα τα φώτα.
Μετά άνοιγαν μια πίσω πόρτα του σπιτιού για να φύγει ο παλιός ο χρόνος. Βλέπεται, ο νέος χρόνος έμπαινε από την μπροστινή και ο παλιός έφευγε από την πισινή.Μόλις ολοκλήρωναν αυτά, ο παππούς έπιανε από έξω μια καθαρή άσπρη πέτρα, σαν μεγάλο βότσαλο, και με την σειρά μας ακουμπούσε στο κούτελο λέγοντας ευχές.
Το ποδαρικό
Χωρίς όμως αμφιβολία, το πιο έντονο παραδοσιακό στοιχείο της πρωτοχρονιάς για μας ήταν το έθιμο του «ποδαρικού», δηλαδή, το πρώτο ξένο άτομο που θα χτυπήσει την πόρτα μας. Υπήρχαν αυστηροί κανόνες σχετικά με το ποιός θεωρείται ποδαρικό και τι προσόντα θα έπρεπε να έχει. Ποδαρικό για μας ήταν κάποιος που δεν «έμενε» στο σπίτι, και ήταν ΠΟΛΥ προσεκτικές η μάνα μου και οι θείες μου για το υποψήφιο ποδαρικό. Όποτε μπορούσαν, φρόντιζαν να πρώτο-μπαίνει, χωρίς άδεια χέρια, ένα υγιέστατο, απονήρευτο παιδί, κατά προτίμηση, αγόρι.
Εγώ λοιπόν, ως ο μικρότερος εγγονός της φαμίλιας, και αγόρι, έπαιρνα σβάρνα τους συγγενείς. Γυρνώντας στο σπίτι, γέμιζα τον κουμπάρα με το λεφτά, και το τραπέζι με διάφορα γλυκά, που έδιναν οι παππούδες και οι θείες.Το θέμα του ποδαρικού στο σπίτι μας είχε πλάκα διότι εμείς πάντα είχαμε εκείνη την ημέρα το οικογενειακό τραπέζι και ήταν αυτονόητο ότι όλες οι θείες θα ήταν μαζί μας.
ΝΑ ΟΜΩΣ που εκείνες δεν ήθελαν την «ευθύνη» της τύχης της χρονιάς, και δεν έρχονταν αν δεν είχε ήδη «γίνει το ποδαρικό»! Υπήρχαν χρονιές που η μάνα μου παιδευόταν να κρατήσει το φαγητό ζεστό – με τις καρέκλες άδειες και περίμενε μέχρι αργά το «απόγευμα» – ή μάλλον μέχρι να αποφασίσει να έρθει κάποιος «άλλος», συνήθως από τους γαμπρούς, να μας «κάνει» ποδαρικό….και δωσ’του κάθε μισή ώρα να χτυπάει το τηλέφωνο, «σας έκαναν ποδαρικό ακόμα;» «όχι ακόμα!» «Γκα-ντέμιτ»!
Θυμάμαι επίσης κάποια πρωτοχρονιά όταν η θεία μου η Αγγελικώ είχε τσαντίσει τη μάνα μου και ενώ η θεία ήθελε να έρθει επίσκεψη, η μάνα μου της έλεγε για 5-6 μέρες ότι δεν είχε κάνει κανείς ποδαρικό. Και έτσι, η καημένη η Αγγελικώ δεν τολμούσε να πατήσει στο σπίτι μας.
Κάποτε, όταν ήμουν μικρός με ξύπνησαν πρωτοχρονιάτικες φωνές. Σηκώθηκα και βρήκα την μάνα μου στην κλειστή μπροστινή πόρτα να φωνάζει, «φύγε, όχι, όχι, μη πιάνεις το πόμολο της πόρτας, φύγε από την πόρτα μου» Τι είχε γίνει; Ε, πρωί – πρωί, είχε χτυπήσει το κουδούνι ένα «μαυράκι» που ζητούσε να μαζέψει τα φύλλα από τα δέντρα της (γιάρδας) αυλής για πληρωμή. Αλλά ΠΟΥ να ανοίξει η μάνα μου την πόρτα και να έχει μαύρο ποδαρικό! Και έτσι του φώναζε να φύγει από την πόρτα! Όταν το έμαθε η Γιαγιά μου (η ειδική σε θέματα ποδαρικού), της είπε, «Μωρή, έδιωξες το ποδαρικό σου!».
Το Ασήμωμα
Οι θείοι μου είχαν την συνήθεια να δίνουν την πρωτοχρονιά ασημένιο δολάριο (silver dollars) ή κέρμα των 50 σεντ (Kennedy fifty-cent pieces) στον καθένα, για να μας ασημώσουν. Έχουν περάσει σχεδόν 40 χρόνια από τότε, και στο συρτάρι μου έχω ακόμη σακούλα με κέρματα από τους μπαρμπάδες μου.
Εκκλησιασμός και καφέ στο HALL
Αυτονόητο ήταν ότι θα βάζαμε τα καλά μας ρούχα (οι γυναίκες φορούσαν μόνο ανοιχτά χρώματα) και θα πηγαίναμε το πρωί στην εκκλησία και μετά από την Λειτουργία, στην αίθουσα (Church Hall για καφέ και άλλα. Εκεί έκοβαν και τις βασιλόπιττες της κοινότητας. Η Ελληνική κοινότητα τότε, ήταν σαν μια αγαπημένη οικογένεια, μια ξενιτεμένη πατρίδα. ‘Ήταν επίσης και μία ωραία «πηγή» για υποψήφιους του ποδαρικού.
Τα γλυκά και φαγητά του σπιτιού
Για τα Χριστούγεννα φτιάχναμε διάφορα γλυκά τα οποία είχαν σχεδόν τελειώσει μεχρι την πρωτοχρονιά – τα περισσότερα τα μοίραζαν σε συγγενείς και φίλους. Έτσι παραμονή της πρωτοχρονιάς έφτιαχνε η μάνα δυο γλυκά «ξανθά». Αμυγδαλόπιτα και Δίπλες, και φυσικά την βασιλόπιττα η οποία ήταν μια οικογενειακή συνταγή για ψωμο-τσούρεκο (τσουρέκι). Πολλές φορές ζύμωνε και κουλουράκια της Απερίτισας, Αγάπης Μ. Ρηγοπούλου (Edna Zervos).
Στο πάντα πλούσιο πρωτοχρονιάτικο τραπέζι τρώγαμε συνήθως χοιρινό, αλλά καμιά φορά είχαμε γεμιστή κότα (HEN) ή Τούρκο (γαλοπούλα). Καθ’ολη τη διάρκεια της ημέρας φωνές, μαλώματα, κλάματα, γκρίνια και άλλα αρνητικά απαγορεύονταν γιατί πίστευαν πως ό,τι κάνεις την πρώτη μέρα του χρόνου, θα γίνεται και στις υπόλοιπες.
Αναμνήσεις με χαμόγελο
Με όλες τις γιορτές υπάρχουν στιγμές που νοερώς ταξιδεύω στα περασμένα παιδικά μου χρόνια, και για λίγο, ξαναζώ τις φωνές, τα γέλια, τις μυρωδιές και την ζεστασιά της αγάπης αυτών που με μεγάλωσαν, και που ζουν πλέον μόνο στις αναμνήσεις μου. Ας είναι ελαφρύ το χώμα της Αμερικής που τους σκεπάζει…
Επίλογος
Μαζί με την σύζυγο μου, κρατώ τα περισσότερα έθιμα που βρήκα από τον παππού και την μάνα μου μέχρι σήμερα στο δικό μας σπιτικό, και πιστεύω ότι τα παιδιά μου, όταν με το καλό έχουν φαμίλιες, θα τηρούν, αν όχι όλα, κάποια από αυτά. Έτσι θα πηγαίνουν από γενιά σε γενιά….κι η ζωή συνεχίζεται!
ΚΑΛΗ ΧΡΟΝΙΑ!
Ν.Μ. Γαβαλάς
Νάουσα, Πάρος