Μου μοιάζει, νομίζω μοιάζει και σε σένα, αν βέβαια έχεις κάποια σχετική αυτογνωσία, αν καταλαβαίνεις την θέση σου. Εκείνος πάλι, δεν είχε ανασφάλειες, από καιρό πορευόταν σε έναν κόσμο μοναχικό μα απέραντα, μάλλον αβυσσαλέα, τακτοποιημένο. Όλα είχαν θέση και ρόλο.
Στην κουζίνα του δεν ήθελε να βλέπει τίποτε που να χαλά την αρμονία, κάθε άπλυτο πιάτο, κάθε παράταιρο ποτήρι έξω από το ντουλάπι χαλούσε το ίσο της ιστορίας.
Ήταν τα χούγια του που τον έκαναν άνθρωπο τραχύ και ιδιόρρυθμο.
Ο μπαρμπα-Βασίλης, με το μουγκό, τον ανάπηρο αδελφό του, ζούσαν μια σιωπηλή, θρυμματισμένη ζωή, μακριά από περιττές συγκινήσεις.
Το σφύριγμα για την έναρξη δόθηκε από την Αλεξάνδρα και τον Στέλιο, τους γονείς, λίγο πριν αλλάξει ο προηγούμενος αιώνας, κάπου στο κλείσιμο του 19ου.
Φτώχεια και μιζέρια, η μάνα μετρούσε τις ανάσες με τις μπουκιές του φαγητού. Εξηγούσε τακτικά στα δυο της αγόρια πως όλα περνούν από το στομάχι, έτσι έκανε τα παιδιά μηχανές λογικής και τα συναισθήματα τα έκαιγαν στο μαγκάλι, την ώρα που απλώνανε τα χεράκια τους για να ψευτο-ζεσταθούν.
Ο πατέρας εργάτης, τους άφησε νωρίς ορφανούς, όπως δε γίνεται ποτέ στα παραμύθια. Τα δυο αδέλφια δεν κοιμήθηκαν ποτέ με νανουρίσματα, αφού η μάνα, που ξενόπλενε στα σπίτια για ένα μεροκάματο, είχε χέρια που βρομοκοπούσαν ακουαφόρτε και χλωρίνη, έτσι σπάνια τα αγκάλιαζε για να μην σκάσουν από τη βαριά μυρωδιά.
Ο μεγάλος τελείωνε μια ναυτική σχολή, ετοιμαζόταν να μπαρκάρει και να δώσει ανάσα στη μάνα, που δεν φαινόταν να τη βγάζει για πολύ ακόμη. Ο μικρός, πιο καλός μαθητής, μα σκέτο αγρίμι, έτυχε πάνω στα ανάποδα που έχουν οι μοίρες.
Σε ένα ακόμη βιαστικά φευγάτο καλοκαίρι, αυτός ο πιτσιρίκος, τρυγούσε την Συκιά. Εκείνο το μεγάλο, ψηλό δέντρο της αυλής τους.
Μα η λαχτάρα του και η κακιά στιγμή τον έφεραν στο ταλαιπωρημένο κι άψυχο τσιμέντο με το κεφάλι ανοιγμένο.
Ο δεύτερος γιός απόμεινε μισός. Έχασε την ακοή, τη λαλιά κι όσο για τα άκρα του, χέρια και πόδια, ήταν πια ανυπάκουα. Τα νεύρα που χτυπήθηκαν τον έκαναν σχεδόν τετραπληγικό.
Όπως συμβαίνει σε τέτοιες περιπτώσεις, η μάνα ανένηψε, και φρόντιζε για χρόνια το γιο, ενώ ο πρωτότοκος, που μπάρκαρε, άλλαζε το χρόνο με χρήμα. Γυρνούσε έναν κόσμο που άλλαζε κι εκείνος, λίγο τυχερός, ρουφούσε κάθε στενό δρόμο που ανακάλυπτε και άλλοτε περνούσε μέσα σε γράμματα την ιστορία, άλλοτε πάλι την έκανε βαθιά μνήμη, που στα προχωρημένα χρόνια του γινόταν σιωπηλός μύθος, μια μνήμη που ξομολογιόταν μοναχά στον εαυτό του.
Μεγάλα μπάρκα, ατέλειωτα, σιτηρά από τον Καναδά την Ανατολή, μήνες μέσα σε βαπόρια, τότε που έβραζε το σίδερο και περνούσε, έπαιρνε τη θέση του μυελού μέσα στην σπονδυλική στήλη και χόρευε τ΄άκρα του.
Διάβαζε, μελετούσε τις χώρες που έβλεπε και δε σκορπούσε ούτε μια στιγμή, ούτε ένα συναίσθημα για μια εφήμερη χαρά.
Μεγαλωμένος σκληρά, όλα με το ψιλό κόσκινο, και στο τέλος δεν περνούσε τίποτε μέσα του.
Γύρισε το καράβι, στάθηκε για λίγο στον ίσκιο της συκιάς που κρυφά καταριόταν. Εκεί κάπου γνώρισε και κάποια Βασούλα, μα ήταν η καρδιά ανοιχτή κι ένα φύσημα έφτανε, ο έρωτας μπήκε με βαριά πατήματα.
Κορίτσι αισιόδοξο, ταπεινό από εκείνα που έκαναν οικογένεια και την κρατούσαν, άλλωστε τι νεκρό δεν είναι και δικαιωμένο, πίστεψε λοιπόν στο μηχανικό, αλλά κι εκείνος άφησε πάνω της όλο τον κρυφό του πόνο.
Στα μπάρκα, στα ταξίδια που ακολούθησαν, τα σχέδια από το μελλοντικό χρόνο παραγέμιζαν ακόμη και μαξιλάρια, και κάναν τον ύπνο του ζευγαριού τρυφερό, σαν το γλυκό του κουταλιού που ετοίμαζε στα τελευταιά της η μάνα του Βασίλη.
Πάνω στο βράσιμο του σύκου, εκείνη έσβησε. Γύρισε βιαστικά από την Ασία, πριν το ξεφόρτωμα του φορτίου, ο μηχανικός, με το μυαλό στην οικογένεια, αυτήν που θα έστηνε.
Μα βρήκε τον αδερφό γυμνό, κατουρημένο, πεινασμένο να ψάχνει χέρια για σταθερή φροντίδα.
Γρήγορα μπήκε σ’ αυτό το ρόλο, στο χρόνο πάνω η γυναίκα που στοίβα γραμματόσημα κόλλησε για κείνη, έφυγε με κάποιο γείτονα. Κλέφτηκε, με αγέννητο μωρό στην κοιλιά. Με το μυαλό ερωτευμένο με άλλον, που έδινε ολοκληρωτικά το είναι του σε κείνη, δεν μοίρασε την μέρα του σα τράπουλα σε ανάπηρους συγγενείς.
Κάθε που ακούω για σχέσεις ισότιμες, σχέσεις που σέβονται τάχα τον χρόνο και αφήνουν το σκοινί λάσκα να πλάσει ο σύντροφος ένα λίγο προσωπικό κόσμο αφήνω το μυαλό να πετάξει στον Βασίλη και παραστάνω λίγο, λιγάκι τον μουγγό αδερφό του.
Στην ιστορία μας, τα αδέρφια μείνανε μαζί, στεκόταν ο Βασίλης στον μουγκό, έτσι τον φώναζε, άλλωστε δεν άκουγε.
Ευτυχώς ο χρόνος περνά, τρέχει, τόσο, μα τόσο γρήγορα.
Μόνο βιβλία είχε συντροφιά και ένα ραδιοφωνάκι, το θυμάμαι καλά το ραδιόφωνο με το δερμάτινο ντύσιμο, που συντονισμένο στο τρίτο πρόγραμμα έπαιζε κλασσική μουσική, και ο μηχανικός διάβαζε και έγραφε ασταμάτητα.
Ό,τι του άρεσε, ό,τι τον άγγιζε, πήγαινε κι αγόραζε το αντίστοιχο βιβλίο, μελετούσε μερόνυχτα ένα θέμα.
Στοίβες τα βιβλία, μα ποτέ δεν έβλεπες τίποτε στο σπίτι, δεν ήταν που έμπαιναν ξένοι. Ποτέ δε δεχόταν κόσμο, μα ήθελε να είναι όλα σε τάξη, οργανωμένα και να μην ενοχλούν τα μάτια του, να μη τον παρασύρουν οι εικόνες σε σκέψεις που πιθανόν να τον καθυστερήσουν από μια μελέτη, από την δικιά του νιρβάνα.
Παράξενο, σήμερα που παρα-μεγάλωσα, όλα θέλουν να με προκαλέσουν όλα θέλουν να με βάλουν στη δικιά τους λίμπιντο, να με σπρώξουν να χαζέψω τον δικό τους οργασμό.
Οικονομικά στέκονταν καλά, δεν είχαν άλλωστε πειρασμούς να παρασύρουν σε βαθιά νερά τα δυο αδέλφια, τα παιδιά της Αλεξάντρας.
Γερνούσαν, μα το τυρί ακόμη το έτρωγαν με το δελτίο. Ακόμη και το κρέας ήταν δυο φορές το μήνα.
Στον παιδικό χάρτη της μνήμης, το καθαρό χαρτί, πολλά τα μαθήματα, ακόμη και για τις τροφές, και σε κάθε δεύτερη πρόταση επαναλάμβανε για να θυμάμαι, όποιος τρώει πολύ θα πεθάνει γρήγορα, μα αν αυτό θέλει τουλάχιστον ας προετοιμαστεί, για να μη ταλαιπωρήσει συνανθρώπους του.
Στα πιο μεγάλα του έγινε στριφνός, φαίνεται πως τα χρόνια που αγκαλιάζει ή πιο σωστά εγκλωβίζει, η μοναξιά, τα κάνει νάχουν δικούς της νόμους και κανόνες, έξω από ανθρώπινες αδυναμίες και μικροχαρές. Στεκόταν λοιπόν σκληρά κριτικός σε κάθε σφάλμα και κοιτούσε με ένα αδιόρατο μίσος την ευτυχία των άλλων, στην αποτυχία δε, χόρευε πάνω σε καμένους πόθους.
Μα έλα που ό,τι είναι να δώσεις, ο,τι χρωστάς φαίνεται πως κάπως περίεργα, μια αόρατη κλωστή τόχει κεντημένο στο στήθος των ανθρώπων. Πληρώνεις τον λογαριασμό, άλλοτε στην είσοδο, καμμιά φορά στην μέση, μα το τραγικό είναι όταν η έξοδος σου επιφυλάσσει ένα δραματικό ανκόρ. Ένα τραγούδι ολότελα δικό σου.
Ο μηχανικός της ιστορίας, ερωτεύτηκε, γεροντοέρωτας, ατελέσφορος μα απίθανα σφοδρός. Τον τάραξε συθέμελα, άλλαξε στο τέλος όλο τον κόσμο του. Πήγανε στράφι τόσα βράδια που κάτω από μια λάμπα και με ουρανό την μοιραία Συκιά να μας δείχνει πως αγκαλιάζει και ερωτοτροπεί με τον ουρανό, ο Βασίλης μιλούσε για κομμουνισμό, για τον μορφωμένο, τον πρωτοπόρο εργάτη.
Για εκείνον που δεν ακούει σε ανόητες φτηνές προσκλήσεις μα στέκει μπροστά και πάνω από την εποχή του.
Ήταν η καινούρια καθαρίστρια, που άκουγε στο όνομα Βάσω, άλλαξε το μυαλό του και αντάλλαξε τις μνήμες των τελευταίων χρόνων με εκείνες, τις ανομολόγητες, που χτίστηκαν όσο ταξίδευε, που το μυαλό έστρωνε παλάτια για τον πρώτο και μοναδικό μα όχι ανεπανάληπτο έρωτα.
Εκείνα τα παλάτια γίναν πυραμίδες με ταφικά κτερίσματα, που μέσα μπήκε η καινούρια Βασούλα, βρήκε μούμιες επιθυμιών και με ένα ονειρικό άγγιγμα της έδωσε ανάσα στο μοιραίο.
Έφυγε κι μπαρμπα-Βασίλης, έφυγε και ο μουγκός, που ποτέ δεν τον είπα με το όνομα του, άλλωστε δεν με άκουγε.
Το σπίτι τους έχει δώσει την θέση του σε ένα δύσμορφο πολυόροφο κτήριο.
Μοναχά ένα παράπονο μου έμεινε, η Συκιά που για χρόνια της φόρτωναν κάθε κακό που συνέβαινε στη γειτονιά.
Εκείνη η συκιά με τα βασιλικά Σύκα που τάιζε όλους τους θαρραλέους πιτσιρίκους. Την ξερίζωσαν, έκοψαν σε μικρά κομμάτια τον περήφανο κορμό της, και την πέταξαν, μήπως κιόλας την έκαψαν για να ζεσταθούν. Αυτό το δέντρο έγραψε την ιστορία.
Μα είμαστε εμείς, οι άνθρωποι, που κάθε φορά παλεύουμε αγωνιζόμαστε να σβήσουν, να διαγράψουμε κάθε χνάρι που μπορεί να θυμίζει, να φέρνει σε κάτι από το σκοτεινό μας παρελθόν.
*Ο μπαρμπα-Βασίλης είχε καταγωγή από την Κάρπαθο.
Μανώλης Δημελλάς
(Από το βιβλίο Εσύ τι θέλεις πάλι να γράφει το μνήμα σου)
28.8.2023
Καρπαθιακά Νέα