Της Φραγκίσκη Εμμ. Χατζηγεωργάκη (πρώτη δημοσίευση περιοδικό Καρπαθιακή Ηχώ)
Γεννημένος στο Λακκί Μενετών το 1929 από πατέρα (Μανόλη Μηνακάκη) λυράρη και μάνα (Σοφία) από τη μουσική οικογένεια των Παζαρζήδων, ο Μιχάλης Μηνακάκης θυμάται τον εαυτό του σε ηλικία τεσσάρων ετών να «κλέβει» τη λύρα του πατέρα του για να παίξει και αυτός. Το αποτέλεσμα ήταν αρκετές σπασμένες «κόρδες» με την ανοχή πάντα του πατέρα του, ο οποίος βλέποντας το ζήλο του γιου του αποφασίζει να του μάθει να κορδίζει τη λύρα, σε ηλικία μόλις πέντε ετών. Στα επτά του πλέον καταφέρνει να παίξει ικανοποιητικά. Η λύρα θα τον συντροφεύει ως τα έντεκά του χρόνια.
Σε κάποια στιγμή της κουβέντας μας λέει: «Πως να μην γίνω μουσικός!» και αναπολεί γεμάτος περηφάνεια ένα περιστατικό πολλά χρόνια πριν, όταν ακόμα ήταν «πιτσιρίκος»: «΄Ηταν Χριστούγεννα και γλεντίζανε στο σπίτι του Σπανίδη. Εκεί έπαιζε βιολί ο Παπουτσάκης και ‘γω μόνο που τον άκουγα ανατρίχιαζα! Ο Μιχαήλος – γερός τραγουδιστής τότε – τραγουδούσε τα ‘Χοχλακούλια’, αλλά κανένας δεν ακολοθούσε γιατί ήταν Βυζαντινός δύσκολος σκοπός. Στα μισά της μαντινάδας τον άρπαξα εγώ (το σκοπό) και μούγριζα. Με ακούει τότε ο Μιχαήλος και ρωτάει: « Ποιός είναι αυτός που κλουθά;» Του λέει τότε ο πατέρας μου: ‘Ο μικρός είναι’. Με πιάνει θυμάμαι τότε με σηκώνει στον ώμο του και λέει στον πατέρα μου: « Μηνακάκη πρόσεξε το μικρό,αυτός θα γίνει σπουδαίος».
Στην οικογένεια του όμως, εκτός από τον πατέρα του και ο παππούς Μιχάλης Παζαρζής ήταν εξέχουσα μουσική προσωπικότητα. Ένας από τους καλύτερους τσαμπουνιέρηδες και άριστος τραγουδιστής φάνταζε στα μάτια του μικρού τότε Μιχάλη ως πρότυπο. Ένας ακόμη συγγενής, ο άντρας της αδελφής του (Στάσης Κουτσός) τον μυεί στο κόσμο του λαούτου. «Μου άρεσε στο λαούτο ο τόνος και ο ήχος». Με το λαούτο θα ασχοληθεί για τριάμιση χρόνια και θα το μάθει καλά. Ένα δώρο όμως από το θείο του από την Αμερική ( Γιώργο Φελλουζή) θα σταθεί καθοριστικό για τη ζωή του. Το πρώτο του εκείνο βιολί θα τον κάνει να ξεχάσει ό,τι άλλο έχει παίξει και να αφοσιωθεί σ’αυτό, με αποτέλεσμα στα δεκαεφτά του χρόνια να τον καλούν σε παρέες νεολαίας, ως οργανοπαίχτη. « Τη πρώτη βραδιά που μου το’φερε ο θείος μου ο Φελλουζής έπαιζα από τις επτά το απόγευμα ως τις έξι το πρωί,στο τραπέζι μπροστά. Μου άρεσε πολύ και έπαιζα κάθε μέρα».
Τα χρόνια της κατοχής δεν αφήνουν περιθώρια για αναζητήσεις και πολύ περισσότερο για μουσικές σπουδές. Όμως η αγάπη για τη μουσική και η αναζήτηση για κάτι καινούριο, φέρνει στις περιβόητες Καρπάθικες χοροεσπερίδες και τους γάμους ( όχι όμως και στα πανηγύρια) τα λεγόμενα «ευρωπαικά». Ταγκό, βαλς, Φοξ Αγκλέ. « Τα άκουσα και κάθησα και τα ΄μαθα μόνος μου, όπως έκανα και με τα στρατιωτικά τραγούδια της Κατοχής. Ο κόσμος ήθελε πια ποικιλία για να γλεντήσει». Σε μια εποχή που η αναγνώριση είχε φτάσει στο ζενίθ,κοντά στα σαράντα πια, η πρόταση για μουσικές σπουδές στην Ιταλία μένει αναξιοποίητη. « Ήταν ο μαέστρος Καββαλάρο που θέλησε να με βοηθήσει γιατί του άρεσε ο τρόπος που έπαιζα. Μετάνιωσα που δεν πήγα γιατί μπορούσα να γίνω καλύτερος».
Οι προσκλήσεις είχαν πυκνώσει την περίοδο εκείνη σε όλα τα χωριά στην Κάτω Κάρπαθο. Πολλά όμως και τα ταξίδια στο εξωτερικό για να εκπληρωθεί η ανάγκη των ξενιτεμένων καρπάθιων να νιώσουν πιο κοντά το νησί τους μέσα από το γνωστό και αγαπητό άκουσμα του βιολιού του Μηνακάκη, που έμοιαζε να μικραίνει την απόσταση από τη μακρινή πατρίδα. Στην Αθήνα η πρόσβαση ήταν ευκολότερη και τα ταξίδια πιο πολλά με κάθε ευκαιρία. Εκεί σαν επιβράβευση, σαν ανγνλωριση από επίσημα χείλη, έρχονται να ακουστούν τα κολακευτικά λόγια του Γ.Κατσαρού στην Αίγλη του Ζαππείου σε μια χοροεσπερίδα της Ομόνοιας Απερίου.
Το βιολί δεν υπήρξε όμως η μόνιμη επαγγελματική του ενασχόληση. Παράλληλα άνοιξε μανάβικο και κουρείο στον ίδιο χώρο στις Μενετές. Οι συγκυρίες τον οδήγησαν το 1961, μετανάστη στο Καναδά για κάποια χρόνια. Θυμάται μάλιστα έντονα, τη μέρα που έφευγαν, το γλέντι του Ευαγγελισμού στα Πηγάδια. Εκεί του τραγούδησαν:
« Που παέις φίλε Μιχαλιέ και μοναχό μ’αφήνεις
που θα΄βρεις τη παρέα μου στο Καναδά να πίνεις.
Σα πάεις εις το Καναδά, γρήγορα να γυρίσεις
τους φίλους και τους συγγενείς να μην αλησμονήσεις».
Στον Καναδά δεν σταμάτησε να παίζει σε γάμους, βαφτίσεις και άλλες εκδηλώσεις. Εκεί μαζί με το μουσικό του ταίρι στο λαούτο, τον Πολυχρόνη Σπανό αποφασίζουν να ηχογραφήσουν το πρώτο δισκάκι με σκοπούς και λίγο χορό. Χίλιοι διακόσιοι δίσκοι θα γίνουν ανάρπαστοι, για να ακολουθήσει το 1981 με φόντο το Καρπάθικο του σπίτι πίσω στις Μενετές, η ηχογράφηση μιας κασέτας με πρωτοβουλία του Συλλόγου Νέων Μενεδιατών. Άλλη μια πρωτοβουλία του Συλλόγου Απανταχού Μενεδιατών το 1996 θα συμπληρώσει τη μουσική του καταγραφή.
Το 1972 στην Αρκάσα βρέθηκε στο στόχαστρο ενός στοιχήματος για το πόσες ώρες θα μπορούσε να αντέξει παίζοντας βιολί, σε ένα γλέντι στο οποίο οι γλεντιστάδες θα εναλλάσονταν για να ξεκουραστούν. Η κατάληξη ήταν γλέντι 75 ωρών με αδιάκοπες μαντινάδες και πολύ κούραση, που έφτασε όμως σε αντοχές ρεκόρ.
Μαζί του πάντα ακούραστοι συνοδοιπόροι σ’αυτό το γεμάτο νότες ταξίδι οι λαουτιέρηδες: Π.Σπανός, Μ.Πιττάς, Γ. Ερωτόκριτος, Γ.Οικονόμου (Λαοτρίχης), Η.Πορτοκάλης, Γ.Χουβαρδάς, Μ.Ερωτόκριτος, Μ.Οικονόμου ( Γιατρός), Μ.Κρεμονέζος, Μ.Χριστοδουλάκης (Σαμιώτης), Ν.Πορτοκάλης. Το τελευταίο διάστημα μόνιμος συνεργάτης του είναι ο ανηψιός του Μιχάλης Κουτσός που φαίνεται να παίρνει τη σκυτάλη στη μουσική παράδοση της οικογένειας.
« Γυρνάγαμε από τα γλέντια και κάναμε καντάδες στο χωριό με το σκοπό της νύχτας. Πολλές φορές έπαιζα μόνος μου έξω από το σπίτι, τραγουδούσα μαντινάδες για μισή ώρα. Σιγά-σιγά, ωραία, γλυκά».
Από τα γλέντια που έχουν χαραχθεί ανεξίτηλα στη μνήμη του ήταν αυτά στον Αη Γιώργη του Λακκιού, πλαισιωμένα από τους καλύτερους γλεντιστάδες του χωριού ( Σακέλλης, Ψαράς, Σπανίδης, Χατζησπάνης, Ζαβολάκης…) για τριάντα και περισσότερες ώρες. Με αφορμή αυτά τα γλέντια συνοψίζει τα συστατικά του πετυχημένου γλεντιού, στις καλές μαντινάδες, στους συντελεστές, το ποτό,την αφορμή και το χώρο που αυτό γίνεται. Συμβουλεύει αυτούς που σήμερα θέλουν να μάθουν να τραγουδούν, να μάθουν πρώτα να ακούνε.
Για 60 χρόνια παίζει βιολί, ως προσωπική υποχρέωση στο χωριό του και στους γλεντιστάδες, κάθε δεκαπενταύγουστο και τις δυο μέρες του εορτασμού. Μόνο σε περιόδους πένθους για πολύ αγαπημένα πρόσωπα δεν συμμετείχε, ακόμα κι αν ισχυρίζεται πως ως επαγγελματίας έπρεπε να είναι εκεί, αλλά δεν μπορούσε.
Η εκτίμηση του κόσμου, η αναγνώριση της προσφοράς του στη ψυχαγωγία και η χαρά που του δίνει και του έδινε πάντα το όργανο αυτό, συνοψίζουν έναν απολογισμό ζωής με θετικό οπωσδήποτε ισοζύγιο. « Και τώρα ακόμη που είμαι 77 ετών συνεχίζω και παίζω πολλές ώρες. Είμαι ευχαριστημένος από αυτό το επάγγελμα, γιατί με εκτιμάει και με αναγνωρίζει ο κόσμος. Έκανα αυτό που μου άρεσε πιο πολύ στη ζωή μου».