Μικρή βόλτα στον Αφιάρτη της Καρπάθου
γράφει ο Μανώλης Δημελλάς
Κάποτε, όπως έλεγαν κάποιοι παλιοί Καρπάθιοι πουχαν το νου του θεού, μια φωνή κάλεσε έναν βοσκό μέσα στον ύπνο του. Του ζήτησε να τρέξει στον κάτω Αφιάρτη. Εκεί σε μια μυστική γωνιά, δίπλα σε έναν πελώριο σκίνο, ήταν θαμμένος ένας θησαυρός! Όμως η φωνή του ζήτησε για αντάλλαγμα να σφάξει το αγαπημένο του αρνί και θαταν όλα τα χρυσά παντοτινά δικά του. Ο βοσκός παράκουσε, πήρε το τσουβάλι και άφησε το αρνάκι στην ησυχία του.
Σαν έφτασε στην ξωπορτιά του σπιτιού του άνοιξε το τσουβάλι με μια τρομερή λαχτάρα, όμως τα φλουριά, τα κωνσταντινάτα κι πεντόλιρες είχαν γίνει κάρβουνα! Η πιο πάνω ιστορία είναι καταγεγραμμένη από τον συγγραφέα Νικόλαο Μουτσόπουλο.
Λοιπόν εκεί, στο νότιο άκρο της Καρπάθου, οι ιστορίες και οι θρύλοι περισσεύουν κι αν δεν πιστεύετε αρκεί να κάμετε μια βόλτα, να σταθείτε μες την ερημιά του πάνω Αφιάρτη ή να αφουγκραστείτε τη φωνή της θάλασσας, σε ένα από τα μοναδικά ακρογιάλια.
Στο κόλπο του Μακρύ Γιαλού, στην περιοχή Κατελύματα, θεωρείται ότι υπήρχε και η αρχαία πόλη Θεαθώ. Μάλιστα οι κάτοικοι του χωριού Όθος λέγεται ότι κατάγονται από εκεί. Αν και δεν υπάρχουν πηγές, που να μνημονεύουν το αρχαίο όνομα της πόλης, στην περιοχή έχουν βρεθεί πάρα πολλά απομεινάρια αρχαίων μνημείων και είναι σίγουρο πως εδώ υπήρξε μια αρχαία πόλη.
Χειμώνα ή καλοκαιράκι, όποια εποχή και να σταθείτε στον Αφιάρτη κάτι θα βρεθεί να προκαλέσει τις αισθήσεις ή ακόμη πιο εύκολα, να χαϊδέψει τρυφερά τη ψυχή σας.
Στοιχεία για το όνομα της περιοχής ουσιαστικά δεν υπάρχουν, με τη φαντασία να καλπάζει, μπορούμε να προβάλλουμε την πιθανή εκδοχή που να μας ταιριάζει περισσότερο.
Ο Αφιάρτης είναι μια παραφορά από την ονομασία του Γίγαντα Εφιάλτη κι αυτό από τον Πτολεμαίο, που ονόμασε την περιοχή Εφιάλτειον ακρό.
Ας θυμηθούμε ότι ο Εφιάλτης είχε κακό τέλος, ξεψύχησε τυφλωμένος, από τα βέλη του Ηρακλή και του Απόλλωνα. Η Γη για να εκδικηθεί τον Ηρακλή και το ανθρώπινο είδος, άρχισε από τότε να στέλνει τη μορφή του Εφιάλτη στα όνειρα των θνητών.
Με δίστιχα ο ανεπανάληπτος μαντιναδόρος Αριστείδης Παπουτσάκης μας πληροφορεί για την ιστορία της περιοχής:
«…Ποδώ περνούσα πειρατέ(ς) στο δεύτερο αιώνα και
η ζωή γινότανε μαρτύριο ακόμα
εκλέβγα εληστέβγανε, το παν λεηλατούσα
και ανθρώπους στο Αλγέριο για σκλάβους επουλούσα.
Εκλέβγα τα υπάρχοντα, το σύκο το σταφύλι και
ψήνα εις τους κάτοικους το ψάρι εις τα χείλι…»
Ας δούμε τώρα πως περιγράφει ο Καρπάθιος λαογράφος Μιχαήλ Μιχαηλίδης Νουάρος τον Αφιάρτη:
“Αν αρχίσωμεν από τα νοτιώτατα της νήσου θα συναντήσωμεν την αξιόλογον από απόψεως μεγέθους και ευφορίας πεδιάδα του Αφιάρτη (πάνω και κάτω Αφιάρτης) ήτι σπειρομένη κυρίως δημητριακά ανήκει κατά το πλείστον εις τους κατοίκους της πλησίον κώμης των Μενετών, αλλά και εις τους, τέσσαρας ώρας και πλέον, απέχοντας κατοίκους της κώμης του Όθους.”
Η περιοχή του Αφιάρτη ανήκει στις Μενετές και βρίσκεται περίπου 11 χιλιόμετρα από την πρωτεύουσα του νησιού, τα Πηγάδια, αφήνουμε στην άκρη την προιστορία κι ας σταθούμε στον 20ο αιώνα με τα καλιμέντα του.
Μετά τους Τούρκους και τις αλυκές που είχαν στην περιοχή, η εύφορη πεδιάδα άλλαξε πρόσωπο. Οι Ιταλοί ξεχώρισαν τον μεγάλο κάμπο και εκεί έφτιαξαν ένα αεροδρόμιο που μεταξύ άλλων πολεμικών χρήσεων χρησιμοποιήθηκε από τον άξονα για την κατάληψη της Κρήτης.
Το στρατιωτικό αεροδρόμιο έδωσε νέα ζωή στην περιοχή. Πολλοί Καρπάθιοι, ειδικότερα Μενετιάτες, δούλεψαν στα έργα, μάλιστα υπάρχουν αρκετοί κάτοικοι της περιοχή που θυμούνται εκείνα τα χρόνια. Ένας από αυτούς και ο Βασίλης Ρουσάκης.
Γεννημένος το 1936 στη Σιτάρενα των Μενετών, ο Βασίλης ορφάνεψε μικρός και η μητέρα του τον έφερε μαζί με την αδελφή του στο σπίτι του παππού τους, του Κωνσταντίνου Μηλιώτη, στην περιοχή του πάνω Αφιάρτη. Ο Ρουσάκης γνωρίζει την περιοχή σα την παλάμη του κι όπως μας εξηγεί, λίγα χρόνια πριν από τον πόλεμο ο Αφιάρτης ήταν ένας παράδεισος.
«Αφήνοντας το σταύλο της Σταματούλενας και καθώς περπατούσαμε προς το κτήμα και το διώροφο του Νικολαΐδη, το κτίσμα που είχαν επιτάξει οι Γερμανοί και το έβαψαν στα χρώματα της ελληνικής σημαίας για να μην το χτυπούν οι σύμμαχοι, ακόμη και σήμερα συναντάμε ένα σωρό μεγάλα δέντρα. Ελιές, Βαγιά, σχινόκαρφο. Απέναντι ξεχωρίζει η άλωνα του Αγγέλου. Εδώ (στον πάνω Αφιάρτη) είχε ένα κτίσμα-στολίδι, καμωμένο από τον Μπαλούρδο. Αυτός ήταν σπουδαίος πρωτομάστορας δεν έπιανε λάσπη, μόνο πελεκητή πέτρα και με μαεστρία τη ταίριαζε στη σειρά.
Από το σταύλο του Αντωνάκη, λίγο πιο πάνω, ήταν τα μούρελα και από κάτω ήταν η χολέτρα, αληθινός παράδεισος της Καρπάθου! Έτρεχαν νερά που δεν ξέραμε τι να τα κάνουμε, μέχρι που το 1939 ήρθε ο μηχανικός Tsindilini. Τότε ο στρατός μάζεψε όλα τα νερά και δεν έμεινε τίποτα. Μαζεύαμε εξήντα με εβδομήντα γααριές ξύλα το χρόνο από τα γύρω δέντρα. Μια φορά, μέσα στον πόλεμο, βγάλαμε με τον παππού από το κτήμα 800 κιλά πατάτες.
Εκείνα τα χρόνια στον ουρανό καμαρώναμε τα πετρογέρακα, σήμερα γεμίσαμε σπουργίτια».
Στη πάνω ξεχασμένη γειτονιά βρίσκεται ο Άη Γιάννης. Είναι η περιοχή του Τσίγκουνα, η Σπινομέλισσα, ο Μολυάς και ο Βαληάς. Οι γειτονιές αυτές σήμερα είναι έρημες, πολύ δύσκολα περπατάς στα παλιά μονοπάτια, μα αν είσαι λίγο τυχερός συναντάς πήλινα σπαράγματα, κομμάτια από αγγεία του Καραξή ή θα δεις παράξενα πηγάδια, εκείνα που έφτιαχναν ξυλοκάρβουνα ή άλλα πιο παράξενα που χρησιμοποιούσαν για να το νερό.
Περνάμε από τα Δυό βουνιά, το Βρούλλο, το Λευκαντρίτη, του Μιχαλιού το Κήπο και τον Ψωράρη. Έπειτα γυρνάμε στο Μέσα και Έξω Ελαάρη και το Μαύρο Αυλάκι. Πιιάνουμε το Λύκι, το Μακρύ γιαλό, το Καρβουνόλακο, το Περιστερώνα, τη Πούντα και το Βώλακα μέχρι το Αμουάκι. Είναι μερικές οι κρυφές γωνιές, που κατέγραψε στο βιβλίο του ΚΑΡΠΑΘΙΑΚΑ ακόμη ένας φανατικός λάτρης του Αφιάρτη, ο γιατρός-συγγραφέας Γεώργιος Μ. Γεωργίου.
Κάποτε από εδώ οργάνωναν τις ληστρικές επιδρομές τους τρομεροί πειρατές που ρήμαζαν το Αιγαίο. Ενώ αιώνες αργότερα σμήνη από γερμανικά στούκας ξεκινούσαν για να χτυπήσουν την Κρήτη.
Σήμερα έχουν μείνει λιγοστά απομεινάρια πολυβολείων, ενώ το σύμβολο της περιοχής, το ναυαγισμένο βαπόρι GEMAR, χαροπαλεύει στην άκρη του Λιανού Κάβου. Κι αυτά λίγο καιρό ακόμη θα αντέξουν, οι πέτρες των γκρεμισμένων κτηρίων μοιάζουν πιο κουρασμένες από τους ανθρώπους, ενώ το βαπόρι σα να λιώνει και να το ρουφά η μάνα θάλασσα.
Ο σταθερός άνεμος, αυτό φαίνεται πως είναι το παλιό χάρισμα του Αφιάρτη που γλύτωσε από τον χρόνο και τη μανία των ανθρώπων!
Στις εποχές μας ο άνεμος έκανε διάσημο τον Αφιάρτη σε όλο τον πλανήτη.
Οι windsurfers γνωρίζουν πολύ καλά τις δυνατότητες της περιοχής. Αρχάριος ή δεινός surfer; σε έναν από τους τέσσερις διαφορετικούς κόλπους του Αφιάρτη θα βρεις ακριβώς αυτό που ψάχνεις.
Διαλέγω να κλείσω με την κορυφαία στιγμή του Αφιάρτη και μια από τις σπουδαιότερες της Καρπάθου.
Μόλις μετά την Επανάσταση-Απελευθέρωση του νησιού με ίδιες δυνάμεις ο Αφιάρτης φιλοξένησε περίπου 5.000 πρόσφυγες από τα υπόλοιπα σκλαβωμένα Δωδεκάνησα.
Ήταν τέλος του 1944 όταν έφτασε το πρώτο καίκι από τον Μαρμαρά φορτωμένο με 700 πρόσφυγες. Όπως γράφει ο ιστορικός Μανώλης Κασσώτης: «Ήταν ρακένδυτοι και σκελετωμένοι από την πείνα. Στο λιμάνι ήταν οι Άγγλοι και τους έδιναν από μια φρατζόλα ψωμί και ένα κομμάτι τυρί. Στην αρχή τους φιλοξένησαν σε ερειπωμένα σπίτια των χωριών ώσπου η τεχνική υπηρεσία του Αγγλικού στρατού έφτιαξε 7 συνοικισμούς σπιτιών στον κάμπο του Αφιάρτη». Για λίγους μήνες ο Αφιάρτης του 20ου αιώνα έζησε μεγάλες στιγμές, είχε ξαναγίνει μια πόλη ίσως όπως εκείνη της αρχαιότητας!