γράφει ο Μανώλης Δημελλάς
“Ξέρεις αυτοί οι Σκαρπάθιοι αγαπούν πολύ τον έρωτα και το γλυκό κρασί….”
Πόσους καθημερινούς ήρωες γνωρίζεται με το όνομα Μηνάς;
Ας ξεκινήσουμε λοιπόν από το τέλος, όταν ο Μενετιάτης γιατρός και συγγραφέας Ηλίας Χωρατατζής, έγραφε την ιστορία του Μηνά του Μπίρμπου, ενός μελίρρυτου τραγουδιστή, που το 1820 έκλεψε τη καρδιά μιας βαυαρής κοντέσσας. Έπειτα ο Βάσος Χανιώτης, που μας θυμίζει με ένα απίθανο λογοτέχνημα την τραγική κατάληξη κάποιου άλλου, νεαρού Μηνά του Μανωλή, που χάθηκε μέσα στη θάλασσα, και φυσικά ακολουθούν ο βουνίσιος Μηνάς, ο Χωμαλίτης και ο Μηνάς ο Μπήκος, από τα νταμάρια της Πεντέλης.
Όμως ο πιο σπουδαίος Μηνάς είναι ένας Καρπάθιος μάστορας, που έγινε και θεατρικό έργο!
Αυτός, ο Μηνακός, τόλμησε να ερωτευτεί τη υπηρέτρια μιας Αθηναίας κυρίας. Αμέσως τον πήραν χαμπάρι, αφού δεν έχανε ευκαιρία να παίζει τη λύρα του και να τραγουδάει μαντινάδες, κάτω από τα παραθύρια ενός αρχοντόσπιτου. Οι μοντέρνοι πρωτευουσιάνοι δεν έχασαν ευκαιρία, άρχισαν τη καζούρα και το δούλεμα. Έφτασαν μάλιστα να τον μεθύσουν και να τον ντύσουν Τούρκο και να τον ξαποστείλουν.
Η παράξενη καρπαθιακή ντοπιολαλιά, μαζί με την μακρινή καταγωγή, κυρίως όμως το ταπεινό επάγγελμα του οικοδόμου, δεν άφησαν στον Μηνακό περιθώρια για Αθηναϊκους έρωτες. Καμμιά ελπίδα για ισότιμη αναγνώριση, μα αν είναι δυνατόν! Ένας εργάτης, που σήκωσε τα μάτια του στη…δούλα μιας κυράς!
Η ιστορία δεν είναι παρά το παλαιό θεατρικό έργο που έγραψε στους Οθωνικούς χρόνους, πολύ πριν από το 1860, ο συγγραφέας Σωτήριος Καρτέσιος και εκδόθηκε το 1861, για 2η φορά, από τον γιο του Αρμόδιο.
Ήταν εκείνη η εποχή που Ελλάδα προσπαθούσε να γίνει κράτος, να αποκτήσει συλλογική ταυτότητα και μέσα από αυτή την παράξενη μίξη ανθρώπων, ξεχώριζαν ορισμένες κοινότητες, πρώτα για τις γλωσσικές ιδιαιτερότητες και έπειτα για τις ξεχωριστές συνήθειες που κουβαλούσαν και έφερναν μέσα στην πρωτεύουσα.
Ο τίτλος της κωμωδίας, “Ο Καρπάθιος, ο κατά φαντασίαν ερωμένος” δεν είναι παρά μια ηθογραφική περιγραφή της καθημερινής ζωής, πριν από 150 χρόνια στην Αθήνα. Ο συγγραφέας παραμένει μια προσωπικότητα στη σκιά, αφού δεν υπάρχουν στοιχεία για τη ζωή του, παρά μονάχα τα δύο γραπτά θεατρικά του έργα (“Ο Καρπάθιος” και “ο υποψήφιος βουλευτής και οι τραμπούκοι”).
Δέκα διαφορετικά πρόσωπα συνθέτουν την κωμωδία τριών πράξεων του Σ. Καρτέσιου που ο ίδιος έγραφε στον πρόλογο: “εκτός από το αστείο να συνυπάρχει και ο ηθικός του δράματος σκοπός”.
Πρωταγωνιστής ο Μενετιάτης πρωτομάστορας Μηνακός! Γιος του Μενετιάτη Πιριπιλιού του Μηνά, (από ταις Αμηνατέαις!), που χε έναν αξάερφο πρώτος μπαρμπέρης νήτανε κακόμαρε. Ξέρεις του λόου σου τη Κάρπαθο; θα ρωτήσει ο Μηνάς στον Αλέξανδρο.
Ακολουθεί η κυρία του αρχοντικού, η Ασπασία. Είναι η κυρία της αστικής τάξης, που στο άκουσμα της φωνής του Μηνακού θα μας πει:
– Ήλθε πάλιν ο μισόγλωσσος, και άρχισε τα ερωτικά του τραγούδια. Και αυτός φαίνεται να τάχη χαμένα με την Ευγενική μας. Ορίστε! Μου θέλη και αυτός να κάμη εργολαβίαν…». Η υπηρέτρια με το όνομα Ευγενική, που ερωτεύτηκε ο Μηνακός.
Ο αδελφός της, ο Αλκιβιάδης, με τον πλούσιο φίλο, τον Αλέξανδρο, μνηστήρα της Ασπασίας, που θα οργανώσουν και τη μεγάλη καζούρα στον ερωτευμένο Καρπάθιο, τον Μηνά.
Η ηλικιωμένη Κασσού, που μιλάει την παλιά αθηναϊκή διάλεκτο, και μεταξύ άλλων, κατακρίνει ένα άλλο πρόσωπο του έργου, την νεαρή Καλλιόπη που αντιπροσωπεύει το μοντέρνο, ξενόφερτο πνεύμα. Ακολουθεί ο Λαλαπανόρης, ένας άξεστος Ακαρνάνας υπηρέτης, που μόλις μαθευτεί ότι έτυχε μιας μεγάλης κληρονομιάς από κάποιον μπάρμπα του, θα αρραβωνιαστεί μετά φανών και λαμπάδων την υπηρέτρια που ήθελε ο Μηνακός, την Ευγενική! Υπάρχουν ακόμη τρεις μικρότεροι ρόλοι, ο Γιουζέπης και δυο αστυνομικοί κλητήρες, που χτίζουν το σύνολο του έργου.
Η παράσταση ανέβηκε στην Αθηναϊκή σκηνή γύρω στο 1857, στο πρώτο στεγασμένο θέατρο της εποχής, του Σπετσιώτη θαλασσοπόρου, αληθινού πρωτοπόρου, Ιωάννη Μπούκουρα.
Ωστόσο η υπόθεση του έργου έγινε γνωστή στην ευρύτερη καρπαθιακή παροικία το 1928-29, μέσω της εφημερίδας Δωδεκανησιακή Αυγή.
Ο συντάκτης της εφημερίδας, ο Εμμανουήλ Πρωτοψάλτης, ήταν είκοσι χρονών όταν ανέλαβε να γράψει την εισαγωγή, αλλά και να μεταφέρει σε συνέχειες ολόκληρο το θεατρικό κείμενο.
Ο πολυγραφότατος Μεσοχωρίτης συντάκτης της εφημερίδας δεν χαρίστηκε στον συγγραφέα, αφού κάνοντας κριτική θεωρεί οτι το έργο “δεν βγαίνει πάνω από το μέτριο”! Και ο μόνος λόγος που αποφασίστηκε να συμπεριληφθεί στην ύλη της εφημερίδας είναι η μοναδική καρπάθικη ντοπιολαλιά, (αν και έχει αρκετά λάθη σύμφωνα με τον συντάκτη) όπως φροντίζει να ξεκαθαρίσει ο Πρωτοψάλτης, αν δεν υπήρχε το καρπάθικο ιδίωμα το έργο δεν θα παρουσίαζε κανένα απολύτως ενδιαφέρον!
Όπως γράφει ο κος Βάλτερ Πούχνερ, στην Ανθολογία της Νεοελληνικής Δραματουργίας, το συγκεκριμένο θεατρικό έργο του Κουρτέση προετοιμάζει το ηθογραφικό κίνημα, που θα αλλάξει στάση απέναντι στις ντοπιολαλιές: αυτές δεν θα είναι πια εμπόδια της επικοινωνίας και δείγμα «επαρχιωτισμού», αλλά εχέγγυα και σωματοφύλακες της εγχώριας παράδοσης, που αντιστέκεται στον εκδυτικισμό και στην απώλεια της εθνικής ταυτότητας, η οποία, σύμφωνα με την λογοτεχνική γενιά του 1880, έγκειται στον λαϊκό πολιτισμό.
Ενώ ο καθηγητής γλωσσολογίας, με καταγωγή την Ιεράπετρα της Κρήτης, κος Χριστόφορος Χαραλαμπάκης, σε μια εξαιρετικά ενδιαφέρουσα έρευνα με θέμα το καρπαθιακό ιδίωμα στην κωμωδία του Σωτήριου Καρτέσιου, που δημοσιεύθηκε στα Δωδεκανησιακά θέματα, αφού καταγράφει ένα πλήθος γλωσσολογικών παρατηρήσεων, συμπερασματικά επισημαίνει:
“Όπως φάνηκε από την αναλυτική παρουσίαση της γλώσσας του Μηνακού, ο διαλεκτολόγος έχει στη διάθεση του πλουσιότατο και άκρως ενδιαφέρον γλωσσικό υλικό. Η αξία του έγκειται στο ότι προέρχεται από μια σχετικά πρώιμη γραπτή πηγή για τη γνώση της καρπαθιακής διαλέκτου. Σημασία έχει επίσης το γεγονός ότι καταγράφονται τα πιο χαρακτηριστικά και αντιπροσωπευτικά κατά τη γνώμη του συγγραφέα της κωμωδίας γνωρίσματα της γλώσσας των Καρπαθίων. Οι πληροφορίες, αντίθετα, που παρέχουν οι ξένοι περιηγητές για την καρπαθιακή διάλεκτο είναι πολύ φτωχές”. Και λίγο παρακάτω ο κ. Χαραλαμπάκης συνεχίζει:
“Ο Μηνακός δεν προσπαθεί σε καμμιά περίπτωση να μιμηθεί τη γλώσσα των ανωτέρων κοινωνικών στρωμάτων. Αισθάνεται υπερήφανος για την καταγωγή του, ενώ ενδόμυχος πόθος του παραμένει η επιστροφή στην αγαπημένη Κάρπαθο και ανατροφή των παιδιών του σύμφωνα με τις παραδόσεις της ιδιαίτερης πατρίδας”.