Το βιβλίο “Παραδοσιακά Παιγνίδια” του Γιώργου Σαγώνα, κριτική Μηνάς Αλ. Αλεξιάδης

Το βιβλίο “Παραδοσιακά Παιγνίδια” του Γιώργου Σαγώνα, κριτική Μηνάς Αλ. Αλεξιάδης

«Μιa εποχή πιο ευτυχισμένη από τη δική μας αποτόλμησε κάποτε να ονομάσει το γένος των ανθρώπων Homo Sapiens. Στην πορεία του χρόνου καταλήξαμε να αναγνωρίσουμε πως δεν είμαστε τελικά τόσο λογικοί όσο μας φαντάσθηκε ο 18οςαιώνας με τη λατρεία του για το Λόγο και την αφελή του αισιοδοξία· ως εκ τούτου η νεώτερη συνήθεια κλίνει να ορίζει το είδος μας ως Homo Faber:  Άνθρωπο Κατασκευαστή.  Αλλά μολονότι το faber ενδέχεται να μην είναι τόσο αμφίβολο όπως το sapiens, είναι, ως χαρακτηριστική ονομασία της ανθρώπινης ύπαρξης, ακόμη πιο ακατάλληλη, όταν βλέπουμε πως πολλά ζώα είναι κι αυτά κατασκευαστές. 

Υπάρχει, ωστόσο, μια τρίτη λειτουργία, εφαρμόσιμη τόσο στην ανθρώπινη ζωή όσο και στη ζωή των ζώων, και εξ ίσου ακριβώς σπουδαία όσο το λογίζεσθαι και το κατασκευάζειν – δηλαδή το παίζειν.  Νομίζω πως μετά το HomoFaber, και στο ίδιο ίσως επίπεδο με τον Homo Sapiens, o Homo Ludens, ο Παίζων Άνθρωπος, αξίζει μια θέση στην ονοματολογία μας»[1].

Το απόσπασμα αυτό προέρχεται από το βιβλίο «Ο άνθρωπος  και το παιχνίδι», του Ολλανδού Johan Huizinga, του πολύ γνωστού ιστορικού του πολιτισμού. Το βιβλίο αυτό μεταφράστηκε στα Ελληνικά το 1989 και κυκλοφορήθηκε από τις εκδόσεις «Γνώση»[2]. Το σημαντικό αυτό έργο δεν αξιοποιήθηκε ωστόσο ιδιαίτερα από τους Έλληνες λαογράφους. Homo Ludens λοιπόν, γι’ αυτό πολύ καλά έκανε ο συγγραφέας Γιώργος Σαγώνας και συνέγραψε ένα αξιόλογο βιβλίο, που αποτελεί συγχρόνως μια σημαντική προσφορά στις Κοινωνικές και Παιδαγωγικές επιστήμες, γενικά, και στη Λαογραφία ειδικότερα.  Πρόκειται για ένα καλαίσθητο και πολυτελές έργο 287 σελίδων, σε μεγάλο σχήμα, με σκληρό εξώφυλλο που κοσμείται με μια παιδική σβούρα, και συνοδεύεται από ένθετο DVD για τα παραδοσιακά παιχνίδια[3].  Εδώ, καθώς και στο συνοδευτικό DVD, o συγγραφέας συγκέντρωσε, ταξινόμησε, μελέτησε και ψηφιοποίησε σημαντικόν αριθμό παιδικών παιχνιδιών με σκοπό την προβολή και τη διάδοση του πολιτισμικού υλικού τους.

Έναυσμα του εγχειρήματος υπήρξε μια πολιτιστική εκδήλωση του Συλλόγου Αποδήμων της ιδιαίτερης πατρίδας του κ. Σαγώνα, του Πετροχωρίου του Δήμου Θέρμου Αιτωλοακαρνανίας, αφιερωμένη στα παραδοσιακά παιγνίδια, η οποία έγινε προ δεκαετίας με μεγάλη επιτυχία και συμμετοχή από την τοπική κοινωνία.  (Σημειώνουμε ότι ανάλογες προσπάθειες, που επιδιώκουν την προβολή και τη διάδοση πτυχών του λαϊκού πολιτισμού διάφορων περιοχών, όπως, για παράδειγμα, παραμυθιών, λαϊκών τεχνών, μαγειρικής ή τελετουργικών εθίμων, αποτελούν δημοφιλείς εκδηλώσεις των ανά τον Ελληνικό χώρο τοπικών συλλόγων[4]).

Παρά το γεγονός ότι ο συγγραφέας έχει ως επαγγελματικό αντικείμενο την πληροφορική και τον κόσμο των επιχειρήσεων, αγαπά με πάθος, όπως ο ίδιος δηλώνει, τη Λαογραφία και την παράδοση, και ασχολείται ενεργά για την προώθησή τους μέσα από πολιτιστικές δραστηριότητες και από συγγραφικές προσπάθειες, όπως η συγκεκριμένη.  Και είναι ευτυχής συγκυρία το ότι ο κ. Σαγώνας έχει την εξοικείωση με την τεχνολογία της πληροφορικής, η οποία διακρίνεται στα σχεδιαγράμματα, αλλά και στο ηλεκτρονικό συμπλήρωμα του βιβλίου του.

Το παιχνίδι, αναγνωρισμένο ήδη από την Ελληνορωμαϊκή αρχαιότητα ως χώρος μέσω του οποίου τα νεαρά άτομα εκπαιδεύονταν στους κοινωνικούς τους ρόλους, ενώ συγχρόνως ασκούσαν ευρύτερα τις σωματικές και τις πνευματικές τους δεξιότητες, απασχόλησε ως θέμα Έλληνες και ξένους λαογράφους.  Ξεκινώντας από την πάντοτε χρήσιμη Εισαγωγή στην Ελληνική Λαογραφία του καθηγητή Δημητρίου Σ.    Λουκάτου[5],   ανατρέχουμε  διαχρονικά  στις μελέτες για το παιχνίδι στην αρχαία

Ελλάδα[6], στο Βυζάντιο[7] και στη νεώτερη Ελλάδα, με προεξάρχουσες τις μελέτες του εκπαιδευτικού και λαογράφου Δημ. Λουκόπουλου[8] και του καθηγητή της Φυσικής Αγωγής Ι. Κυβερνητάκη[9]. Με τη συνηθισμένη του έφεση για τακτοποίηση και ταξινόμηση, ο Δημήτριος Λουκάτος παραθέτει διάγραμμα μελέτης των παιγνιδιών και τονίζει τη λαογραφική και εθνογραφική σημασία τέτοιων μελετών[10].

Ο καθηγητής και, κορυφαίος εκπρόσωπος της Λαογραφίας στην Ελλάδα σήμερα, Μιχαήλ Γ. Μερακλής, έχει επίσης ασχοληθεί με τον ρόλο του παιχνιδιού στη Λαογραφία γενικά, αλλά και ιδιαίτερα, σε ένα σημαντικό άρθρο του[11].  Εδώ, όπως παρατηρεί ο κ. Μερακλής, ο Huizinga κάνει τη σημαντική διαπίστωση, ότι το παιχνίδι δημιουργεί πολιτισμό[12], θεωρώντας λοιπόν το παιχνίδι μια βασική ανθρωπολογική προϋπόθεση για τη δημιουργία πολιτισμού. Εξ άλλου είναι αδιανόητο ότι μπορούμε να αναφερθούμε στον πολιτισμό των παιδιών χωρίς να δώσουμε την απόλυτη ίσως προτεραιότητα στο παιχνίδι τους.

Έχοντας το παιδί στο κέντρο της έρευνας, ο Μιχαήλ Μερακλής διακρίνει δύο, βασικά, κατηγορίες παιδικών παιχνιδιών, τα παιχνίδια μίμησης και τα παιχνίδια διεκδίκησης[13], και αφιερώνει το μελέτημά του στην ανάλυση της πολύ ενδιαφέρουσας ομάδας παιχνιδιών που περιέχουν και προσφέρουν εικόνες πραγματικότητας, αλλά με τρόπο μη οικείο, μη νατουραλιστικό[14].

Καθώς ανατρέχω σε θεωρητικά μελετήματα για το παιχνίδι στην Ελληνική Λαογραφία, θα ήθελα ν’ αναφερθώ ευφήμως στο ερευνητικό και συγγραφικό έργο στον χώρο αυτόν της Γεωργίας-Κλειώς Γκουγκουλή, επί χρόνια επιστημονικής συνεργάτιδας του Πελοποννησιακού Λαογραφικού Ιδρύματος και τώρα επίκουρης καθηγήτριας στο Πανεπιστήμιο Δυτικής Ελλάδας.

Σημαντικό στοιχείο της προσέγγισής της αποτελεί η εμπεριστατωμένη και μακρόχρονη επιτόπια έρευνα και ο συνδυασμός λαογραφικών και ανθρωπολογικών μεθόδων συλλογής και ερμηνείας του υλικού της. Σημειώνω, μεταξύ άλλων, την επιμέλεια του διεθνούς και διεπιστημονικού 9. τόμου του Πελοποννησιακού Λαογραφικού Ιδρύματος, Εθνογραφικά, με τίτλο:  «Αφιέρωμα στο παιδικό παιχνίδι» (1993) και με πρωτότυπες έρευνες λαογράφων, κοινωνικών ανθρωπολόγων, επικοινωνιολόγων και ιστορικών της τέχνης και της λογοτεχνίας για το παιδικό παιχνίδι[15].

Η διδακτορική διατριβή της άλλωστε, στο University College London το 2004, με θέμα:  «The Material Culture ofChildrens Play: Space, Toys and the Commoditization of Childhood in a GreekCommunity», αποτελεί μια συστηματική εθνογραφία παιχνιδιού παιδιών ηλικίας 6-14 ετών στην Παλαιά Φώκαια Αττικής, με έμφαση στις υλικές διαστάσεις της παιγνιώδους δραστηριότητας:  τον χώρο του παιχνιδιού και τα αθύρματα, τα μέσα, δηλαδή, του παιχνιδιού. Εδώ γίνεται μια κριτική εξέταση των θεωριών για τη σχέση παιχνιδιού και κατανάλωσης και για τις επιπτώσεις της εμπορευματοποίησης και της παγκοσμιοποίησης των παιδικών αθυρμάτων και στα δύο φύλα.

Επίσης σημαντικό για τον προβληματισμό μας γύρω από το θέμα της παθητικότητας των σημερινών παιδιών, λόγω της επικράτησης του βιομηχανικού παιχνιδιού, προβληματισμό που θέτει και ο κ. Σαγώνας, είναι το άρθρο της ίδιας ερευνήτριας για τις χρήσεις και τους χρήστες του βιομηχανικού παιχνιδιού[16].

Επανερχόμενος στο βιβλίο του κ. Σαγώνα, παρατηρώ ότι διαρθρώνεται στα εξής μέρη: Πίνακα Περιεχομένων (σ. 9), Πρόλογο από την (τότε) Διευθύντρια του Κέντρου Ερεύνης της Ελληνικής Λαογραφίας της Ακαδημίας Αθηνών, κ. Αικατερίνη Πολυμέρου-Καμηλάκη (σ. 10-13) και Εισαγωγή του συγγραφέα (σ. 14-19). Στη συνέχεια δημοσιεύονται 4 κεφάλαια με ιστορικά και γενικά στοιχεία για τα παιχνίδια (σ. 20-55), που ακολουθούνται από 13 άλλα, σχετικά με τις υποδιαιρέσεις παιχνιδιών (σ. 56-265). Ένα ακόμη κεφάλαιο συγκεντρώνει τα κείμενα των λαχνισμάτων, δηλαδή των ποιηματίων – τραγουδιών που λένε τα παιδιά, για να ρίξουν κλήρο ποιος θ’ αρχίσει, ποιος θα “τα φυλάει”, ποιος θα κάνει τη Μάνα, κ.τ.λ. (σ. 266-269).

Το βιβλίο ολοκληρώνεται με Γλωσσάρι, που περιλαμβάνει ονομασίες παιχνιδιών, υλικών και στοιχείων διάφορων παιχνιδιών από Ελληνικούς τόπους (σ. 270-278) και φυσικά την πάντα απαραίτητη Βιβλιογραφία (σ. 279-281), αρκετή και χρήσιμη, ξενόγλωσση και ελληνόγλωσση, αν και δεν έχει δοθεί με πλήρη στοιχεία, όπως ο τόπος και ο χρόνος δημοσίευσης.

Στις σσ. 282-286 υπάρχει χρήσιμο Ευρετήριο παιγνιδιών, παραπομπή στη θεματική υποδιαίρεση, στην οποία έχουν ταξινομηθεί από τον συγγραφέα, και αναφορά στη σελίδα του βιβλίου, όπου υπάρχουν τα παιχνίδια αυτά. Στη σ. 287 υπάρχει Βιογραφικό του κ. Σαγώνα, ενώ στο τέλος, επισημαίνουμε με ενδιαφέρον ότι προσκαλούνται οι αναγνώστες να δουν τα παραδοσιακά παιχνίδια μέσα από το Διαδίκτυο, στην ιστοσελίδα του www.paignidia.gr και να επικοινωνήσουν με τον συγγραφέα στέλλοντας περιγραφές, σχόλια και παρατηρήσεις για τα παιγνίδια του βιβλίου, αλλά και για όσα τυχόν αυτοί γνωρίζουν και δεν περιέχονται σ’ αυτό.  Επαινώ την προσπάθεια του συγγραφέα για έναρξη διαλόγου με το επιστημονικό και το ευρύτερο κοινό, ιδιαίτερα μάλιστα με τους νέους που αισθάνονται οικεία στον χώρο της ηλεκτρονικής επικοινωνίας, πάντα με σκοπό την προώθηση της γνώσης των παραδοσιακών παιχνιδιών στην Ελλάδα.

Στην Εισαγωγή ο Γιώργος Σαγώνας θέτει τους στόχους του βιβλίου του, όπως τους προανέφερα, ιχνηλατεί το ιστορικό της δημιουργίας του και σημειώνει τις πηγές του, που είναι η βιωματική γνώση των παιχνιδιών από την παιδική του ηλικία, η βιβλιογραφική αναζήτηση, και η χρήση του πλούσιου υλικού που παρέχει το Διαδίκτυο για τη μελέτη των παιχνιδιών.

Επισημαίνω εδώ τους σοβαρούς προβληματισμούς του συγγραφέα και τα ερωτήματα που θέτει σχετικά με τη σημερινή λειτουργία και μορφή του παιδικού παιχνιδιού. Στις αστικές περιοχές ιδιαίτερα, αλλά και στα χωριά, συναντάμε το διαδομένο φαινόμενο των παιδιών που δεν παίζουν πλέον ομαδικά, αλλά μοναχικά.  Τα παιδιά, μας λέει ο κ. Σαγώνας, δεν παίζουν πλέον παιχνίδια ομαδικά, καθώς στερούνται τους ανοιχτούς χώρους, τον ελεύθερο χρόνο, ακόμη και την πρωτοβουλία του σχολείου να τα κατευθύνει προς τα εκεί.  Παίζουν ηλεκτρονικά και αθύρματα.

Έτσι, όμως, δεν εκτονώνονται φυσικά, δεν αναπτύσσουν συντροφικότητα, αλληλεγγύη, άμιλλα, γνώση ορίων, έννοια πειθαρχίας, συναίσθηση τιμωρίας. Συμπεριφέρονται στον ηλεκτρονικό υπολογιστή, όπως θέλουν, και «η απουσία του ισότιμου ανταγωνιστή εξαγριώνει το παιδί, το οποίο διαμορφώνει επιθετική και εξουσιαστική συμπεριφορά» (σ. 18).  Είμαι βέβαιος ότι στη φράση αυτή πολλοί γονείς και εκπαιδευτικοί αναγνωρίζουν τη συμπεριφορά των παιδιών τους στα video και electronic games.

Ως αντίβαρο στον κίνδυνο αλλοτρίωσης των σημερινών παιδιών προσφέρει ο συγγραφέας το σημαντικό αυτό έργο, που με πολλή αγάπη δημιούργησε για τη χρήση επιστημόνων, αλλά κυρίως γυμναστών, εκπαιδευτικών γενικότερα, και των ίδιων των παιδιών, που αξίζει να μάθουν την ιστορία και τους κανόνες των παραδοσιακών αυτών παιχνιδιών και να τα ξαναβάλουν στη ζωή τους.  Το βιβλίο δίνει μια σφαιρική αποτύπωση των παιχνιδιών: περιγραφή, πηγές, σχεδιαγράμματα, πλούσιο φωτογραφικό υλικό, ακόμη και παράθεση μουσικής με νότες, εάν το παιχνίδι συνοδευόταν και από παιδικό τραγούδι.

Τα παιχνίδια που περιγράφονται, δεν προέρχονται μόνον από την Αιτωλοακαρνανία, αλλά από όλο τον Ελληνικό χώρο.  Η ταξινόμησή τους σε κατηγορίες, έργο δύσκολο, έγινε με βάση θεωρητικές ερμηνείες, αλλά και τις εμπειρικές κατηγορίες που προβάλλονται από το ίδιο το λαογραφικό υλικό των παιχνιδιών.  Έτσι, ο συγγραφέας διακρίνει τις εξής κατηγορίες παιχνιδιών:

Παιγνίδια του δρόμου, παιγνίδια ανταγωνιστικά με κινήσεις, παιγνίδια ανταγωνιστικά με μίμηση, παιγνίδια ανταγωνιστικά με μαντέματα, παιγνίδια με τόπι, παιγνίδια ανταγωνιστικά με χτυπήματα, παιγνίδια ανταγωνιστικά, ριξίματα με πέτρες ή ξύλα, παιγνίδια ανταγωνιστικά σε λάκκους ή σχήματα, παιγνίδια ανταγωνιστικά με κόκαλα, με ριξίματα βώλων, με νομίσματα, με παρουσία διαιτητή και με κατασκευές.

Σε όλες αυτές τις κατηγορίες, ο συγγραφέας σημειώνει την πληθώρα τοπικών ονομασιών και παραλλαγών των παιχνιδιών και τη λειτουργία τους για τη σωματική και ψυχική πρόοδο του παιδιού.  Επιπλέον, σημειώνουμε τα εξής σημαντικά κεφάλαια (αρχή του βιβλίου), μετά την Εισαγωγή:  «Διάφορες συνήθειες στα παιγνίδια» (για προβλήματα που αναφύονται στα παιδικά παιχνίδια) (σ. 20-22).  «Κορωνίσματα-Λαχνίσματα-Κληρωσιές-Δειξίματα-Βγαλσίματα» (σ. 23-28). «Διάκριση-διαίρεση-κατηγοριοποίηση παιγνιδιών», όπου παρατίθεται και σχεδιάγραμμα της ταξινόμησης (σ. 31), αναφέρονται δε και παλαιότερες ταξινομήσεις (σ. 29-31).  Τέλος, υπάρχει το  σημαντικό κεφάλαιο:  «Γενικά παιγνίδια της Αρχαιότητας» (σ. 32-55), όπου παρατίθεται πλούσιο φωτογραφικό υλικό από εικαστικές και γλυπτικές αναπαραστάσεις παιχνιδιών στην αρχαιότητα, με πληροφορίες και βιβλιογραφία.

Συμπερασματικά, με βάση όσα εξέθεσα παραπάνω, το βιβλίο “Παραδοσιακά Παιγνίδια” του Γιώργου Σαγώνα αποτελεί μια χρήσιμη και επίκαιρη συμβολή στη μελέτη του σημαντικού αυτού κεφαλαίου της Λαογραφίας, της Εκπαίδευσης και της Κοινωνίας μας γενικότερα.  Ο κ. Σαγώνας χρησιμοποιεί το παρελθόν δημιουργικά για να φωτίσει το παρόν και το μέλλον μέσα από τον ωραίο χώρο του παιδικού παιχνιδιού.  Όπως ο ίδιος γράφει, η αναφορά στο παρελθόν δεν έγινε με διάθεση επικριτική της σημερινής εποχής, από την οποία, άλλωστε, αρύεται σύγχρονες μεθόδους, αλλά έγινε και για τη γνώση του παρελθόντος.  Είναι άξιος επαίνου για την καλή και ευαίσθητη αυτή προσέγγισή του σε ένα χώρο βιωματικά αγαπητό και ερευνητικά προκλητικό, όπως είναι το παιδικό παιχνίδι.